Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα. Τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δεν θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο σε μια γωνία την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σαν το μύριζε.
«Τετράδιο Γυμνασμάτων»
Γ. Σεφέρης
Πανηγυρίζουν οι ψηφοφόροι του «Όχι» γιατί με τρόπο περήφανο αποδοκίμασαν μια εκ των προτάσεων Γιούνκερ, δίδοντας καθαρή εντολή στον Πρωθυπουργό να διαπραγματευθεί με το υπερόπλο του 62% του δημοψηφίσματος, μια συμφωνία που θα θέτει τέρμα στις πολιτικές της λιτότητας και τα μνημόνια.
Το παράδοξο της εντολής αυτής είναι ότι δόθηκε με την απλουστευτική λογική ότι η ψήφος τους θα εκλαμβανόταν από την άλλη πλευρά , -των εταίρων-, ως ένα είδος καταναγκαστικής τους συμμόρφωσης στη παραδοχή αυτής της μαζικής εθνικής ετυμηγορίας.
Όλες οι ενστάσεις των ψηφοφόρων του «ναι» που εστιαζόταν στην αγωνία μήπως αυτό το «Όχι» σηματοδοτούσε ένα αναπόφευκτο αδιέξοδο, που θα το διαμόρφωνε η σκλήρυνση της θέσης των δανειστών, με την παράλληλη διόγκωση του εθνικού χρέους, εκλήφθηκαν ως εθνική μειοδοσία και ανεπίτρεπτη για την εθνική κυριαρχία, ενδοτικότητα.
Από αυτή την άποψη, το «Όχι» άνοιξε κατ’ ανάγκην, τη διαδικασία επιβεβαίωσης της λαϊκής ετυμηγορίας. Υπό την έννοια ότι, είτε θα ακολουθήσει μια νέα συμφωνία, όπως την οραματίσθηκαν όσοι ψήφισαν «Όχι», δηλαδή απαλλαγμένη από μνημονιακά μέτρα, αντιλαϊκούς όρους, υφεσιακή πολιτική και εξαθλίωση των ασθενών κοινωνικών στρωμάτων, ώστε να δικαιωθεί απόλυτα η ψήφος τους, είτε θα επιβληθεί στη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ένα νέο μνημόνιο, δραματικότερο των προηγουμένων. Δηλαδή μια νέα δανειακή σύμβαση που θα επεκτείνει τις μνημονιακές υποχρεώσεις της ελληνικής κυβέρνησης για περαιτέρω διάστημα, διάρκειας τουλάχιστον 2-3 ετών.
Η νέα, σε αυτή την περίπτωση, πρόταση των εταίρων, αναγκαστικά, (ώστε να καμφθούν πιθανές αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς), θα υποβληθεί υπό τη πίεση του καθεστώτος κλειστών τραπεζών, εξαντλούμενων τραπεζικών αποθεμάτων και λήξης προθεσμιών καταβολής δόσεων.
Επειδή προφανώς ο ψηφοφόρος του «Όχι», δεν θα συμμετάσχει προσωπικά στις πολύωρες διαπραγματεύσεις, υποθέτω ότι έχει ήδη προεξοφλήσει την περιφανή νίκη της ελληνικής αντιπροσωπείας.
Και αυτό γιατί σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η δυναμική του «Όχι» του, εξαντλείτο στην εσωτερική διάστασή της, τότε θα πρέπει να είναι έτοιμος και για την έκδοση εγχώριου νομίσματος, επίσης για εσωτερική κατανάλωση.
Προεξοφλώ ότι πριν από αυτό το ενδεχόμενο, δεν θα κληθεί από την ελληνική κυβέρνηση σε νέο δημοψήφισμα με ένα και μόνο ερώτημα: Ταπεινωτική υπογραφή ή έξοδο από την ευρωζώνη.
Αλλά μην προτρέχω. Είμαι σίγουρος ότι όταν κυκλοφορήσει αυτό το κείμενό μου, όλες οι προαναγγελθείσες διαπραγματεύσεις, σε επίπεδο κορυφής μάλιστα, θα επαληθεύσουν την αταλάντευτη λαϊκή ετυμηγορία του «Όχι». Θα δικαιώσουν τη μαζική έκφραση μιας συλλογικής ελπίδας. Είμαι όμως υποχρεωμένος να ρωτήσω:
Αν αυτή η ελπίδα που εξέφρασε το «Όχι» ερήμην των περί αντιθέτου προειδοποιήσεων, δεν επιβεβαιωθεί, ποιός πολιτικά θα ευθύνεται: Ο ηγέτης που προεξόφλησε την αποδοχή της, ή οι εταίροι που αγνόησαν αυτό το «Όχι», έχοντας μάλιστα το ερμηνεύσει ως λαϊκή διάθεση απεμπλοκής από το ευρώ;
Οι ιστορίες των Εθνών έχουν σημαδευτεί από κρίσιμες αποφάσεις, είτε των λαών τους, είτε των πολιτικών τους ηγεσιών που επέδρασαν, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά στην διαδρομή τους.
Αυτό το «Όχι» θα αξιολογηθεί κάποτε. Τις επόμενες ημέρες όμως, οφείλει να δικαιώσει τη λογική υπό την οποία εκμαιεύθηκε. Άλλως η χώρα θα δοκιμασθεί από μια πρωτοφανή κρίση. Αλλά κυρίως θα μείνει έρμαια, χειραγωγούμενη από τους επίσης συνθριαμβευτές του δημοψηφίσματος. Τους «Υπερήφανους» του Καμένου και του Μιχαλολιάκου. Οι οποίοι είτε θα καταδικάσουν την υπογραφή μιας σκληρής συμφωνίας από τον Τσίπρα, μένοντας πλέον μόνοι στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο, είτε θα συλήσουν τις αρχές της Δημοκρατίας, σε μια Ελλάδα άτακτης χρεωκοπίας. Ίδωμεν…
* Ο Θωμάς Λεχωβίτης είναι δικηγόρος