Λαμπριάτικη αληθινή ιστορία…
Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗ
Όταν η μυγδαλιά ανθίζει και το χιόνι φορτώνει τα κλαδιά, το ανοιξιάτικο δεντρί σιγομαραζώνει, είναι σαν τη μάνα που μισεύει κι ο ήλιος βασιλεύει κι ας είναι μεσημεριά…
Το Πάσχα πλησιάζει κι η αρρώστια της τριαντάχρονης Γλυκερής φούντωνε. Ο Στρατής, ο άντρας της, πανικόβλητος άκουεν τους γιατρούς για την επιδείνωση κι έχυνε δάκρυα καυτά Θεέ μου, πάρε εμένα κι άφησε τη μάνα, όμως η Θεία Βούληση ήταν άλλη. Ευτυχώς η αδελφή της μάνας του έγινεν το απεκούμπι της ανελέητης ορφάνιας. Μα τι να κάνει μια υπέργηρη κι ανήμπορη; «Παιδί μου, καλείσαι να γίνεις και μάνα και πατέρας, στάσου γενναίος στην αποστολή τη δύσκολη…». Κι ήταν ακόμη στα τριάντα πέντε του ο δύσμοιρος…
Η Μαρία πήγαινε στη Δευτέρα του Δημοτικού κι είχε δασκάλα την κ. Ευγενία μια εμπνευσμένη, ευφυέστατη και δυσεύρετη παιδαγωγό! Ο Στρατής -όταν του μιλούσε για την κορούλα του- του έβαζε φτερά και πετούσε με τα χελιδόνια στα καταγάλανα βάθη… «Κύριε Στρατή, η Μαρία θα σπουδάσει και θα προκόψει, σας το εγγυούμαι». «Σας ευχαριστώ κ. Ευγενία, μου δίνετε τόσο κουράγιο…» Μια μέρα η μαθήτρια πληροφόρησε τον γονιόν πως ζωγράφισε την ωραιότερη ζωγραφιά κι έγραψεν τα εκφραστικότερα λόγια για όλους όσους η καρδούλα της αγαπά, αλλά ο τρίχρονος αδελφός τσαλάκωσε ληστρικά τα πρωτότυπα. Δεν πειράζει φτάνει που το μελάνι της καρδιάς ποτέ δεν σχίζεται…
Στρατιό μου, να πάρεις αλεύρι για τα πασχαλιάτικα γλυκά και μπογιά για τα κατακόκκινα αυγά. Η ατμόσφαιρα του πόνου θα φύγει μακριά, τα παιδιά δεν την αντέχουν… Και πάνω σ’ αυτήν την επίκαιρη κουβεντούλα, μπήκε η Μαριώ, άφησε την τσάντα της και με έμφαση τόνισε: «Την αγαπώ πολύ την κυρία μου. Δεν θέλει να με βλέπει μελαγχολική κι όλο με παρακινεί να παίζω. Μα θυμάμαι και μου κόβεται η όρεξη…». Ο πατέρας της την τράβηξε κοντά, την κοίταξε στα θολά ματάκια και τόνισε, «το ξέρεις πως στενοχωρείς τη μαμά»; «Αλήθεια μπαμπά; Θα ρωτήσω την κυρία, εκείνη τα ξέρει όλα. Πως το θέλω να της μοιάσω ν’ αγαπώ κι εγώ τόσο τα παιδιά»! Στην πλημμυρίδα αυτήν του πόνου που τον κατέκλυσε, βγήκε ξαφνικά έξω για τα ψώνια που του παρήγγειλε η θεία.
Η κυρία Ευγενία φρόντιζεν τον σχολικόν κήπο, όμως της άρεσε περισσότερο να καταγίνεται επιδέξια με τον μαθητικόν ροδόκηπο! Φώναξε λοιπόν τον Στρατή κι ήταν αφειδώλευτη στους επαίνους για την προικισμένη μαθητριούλα. «Όμως κ. Στρατή, η ευαισθησία των παιδιών δεν αντέχει την παγωνιά του ζεματιστού πόνου. Κυριολεκτικά αυτό το δηλητήριο δεν το μπορούν…». «Κυρία Δασκάλα, σας ευχαριστώ μ’ όλην την ψυχήν που νοιάζεστε για το βλαστάρι, που βρίσκεται μέσα στο καμίνι αυτής της αποτρόπαιας συμφοράς».
Στο χωριό σχεδίασαν να κάνουν την ημέρα της Λαμπρής ξεφάντωμα χαράς. Ο Χριστός Νικητής του θανάτου! Υπάρχει τίποτε πιο ευτυχισμένο απ’ αυτό. Θα έψαλλαν όλοι κι η χαροποιός της ζωής δασκάλα θα έσερνε τον χορό που θα κρατούσε μέχρι τη ροδαλή Αυγή και συχνά-πυκνά θ’ αναφωνούσαν με μια βοή: Τι αξέχαστη Λαμπρή κι αυτή!
Αφιερωμένο στα ορφανά και σ’ όσους βάζουν βάλσαμο στην πληγή τους. Χρόνια σας Πολλά.