«Αν μιλούσαν οι Θεοί θα χρησιμοποιούσαν την Ελληνική Γλώσσα» (Κικέρων, 105-43 π.Χ.).
«Είθε η Ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών» (Βολταίρος, 1694-1778).
«Η γνώση της Ελληνικής Γλώσσας είναι απαραίτητο θεμέλιο υψηλής πολιτιστικής καλλιέργειας» (Μαριάννα Μακ Ντόναλντ, καθηγήτρια Πανεπιστημίου Καλιφόρνιας ΗΠΑ).
«Άκουσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική Γλώσσα αντήχησε σαν άστρο λαμπερό μέσα στη νύχτα» (Γκαίτε, 1749-1832).
«Η Ελληνική Γλώσσα πρέπει να γίνει δεύτερη γλώσσα όλων των Ευρωπαίων. Είναι από ουσία θεϊκή» (Φρειδερίκος Σαγκρέδο, Ισπανός γλωσσολόγος).
«Όλος ο κόσμος πρέπει να μάθει Ελληνικά» (Ζακλίν ντε Ρομιγύ, 1913 – 2010, Γαλλίδα Ακαδημαϊκός).
«Έλληνες να είστε περήφανοι που μιλάτε την Ελληνική Γλώσσα ζωντανή και μητέρα όλων των άλλων γλωσσών» (Φραγκίσκος Λιγκότα, Ιταλός Καθηγητής Πανεπιστημίου).
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική» (Οδυσσέας Ελύτης).
«Μήτις (μήπως) έχω άλλο στο νου μου πάρεξ (εκτός) Ελευθερία και Γλώσσα;» (Διονύσιος Σολωμός, 1798 – 1857).
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ «Λαογραφικό αρχείο γνωμικών και αποφθεγμάτων».
Κατά τον Καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη η Ελληνική αποτελεί μοναδικό παράδειγμα γλώσσας, με αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι η γλώσσα του Ξενοφώντος ή του Πλάτωνος είναι φωνολογικά, γραμματικά και λεξιλογικά ίδια και απαράλλακτη με τη γλώσσα που μιλάμε και γράφουμε στα τέλη του 20ου αιώνα. Ούτε το λεξιλόγιό της, όμως ούτε η γραμματικοσυντακτική δομή της ελληνικής, ούτε η φυσιογνωμία της αλλοιώθηκαν τόσο πολύ, ώστε να μη γίνεται αντιληπτό, ότι πρόκειται για την ίδια γλώσσα, γι’ αυτό και πολύ εύστοχα χαρακτηρίζεται ως διαχρονική.
Ο Γ. Χατζιδάκης σε μια κλασική μελέτη του απέδειξε ότι «εκ των 4.000 περίπου λέξεων της Καινής Διαθήκης σχεδόν αι ημίσειαι, ήτοι λέξεις 2280 λέγονται και σήμερα εν τη κοινή λαλιά, ολίγαι δε μόνον περί τας 400 είναι αληθώς ακατανόητοι υπό του ελληνικού λαού».
Λέξεις οι οποίες επιβίωσαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και είναι κατανοηταί υπό πάντων είναι π.χ. αλμυρός, αλήθεια, αλοιφή, αλώνι, αμπέλι, αμάξι, αρμέγω, αναπαύω, ανεβαίνω, αναπνέω, αναστενάζω, ανατολή, αναφέρω, ανατρέχω, άνεμος, άνδρας, άνθρωπος, αυτές και πολλές άλλες λέξεις χρησιμοποιούνται από τα χρόνια του Ομήρου μέχρι σήμερα.
Η οικουμενικότητα της Ελληνικής, κατά τον Μπαμπινιώτη, δεν είναι άσχετη με το κύρος που απέκτησε αυτή διεθνώς ως η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, η γλώσσα των Μεγάλων Πατέρων της Χριστιανικής Εκκλησίας και της υμνογραφίας. Το ότι δεν νοείται θεολόγος σε όλη την Ευρώπη, που να μη γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα, γιατί θα ήταν ανίκανος, να πλησιάσει την γλώσσα της Καινής Διαθήκης στο πρωτότυπο, είναι ενδεικτική της αίγλης της ελληνικής γλώσσας στους κόλπους του Χριστιανισμού.
Εξάλλου η λόγια νεοελληνική γλώσσα έχει το χάρισμα να εκφέρεται με σαφήνεια και ευκρίνεια όσο καμιά άλλη ξένη. Στην εύηχη και εύφωνη νεοελληνική γλώσσα ενυπάρχουν, κατά τεκμήριο, πλείστες αρχαίες ελληνικές λέξεις, η ετυμολογία των οποίων μαρτυρεί την αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας.
Η λέξη «αδελφός» π.χ. έχει προέλευση από την αρχαία λέξη «δελφύς-ος» που σημαίνει τη μήτρα. Επομένως αδελφός είναι ο ομομήτριος, ο γεννηθείς από την αυτήν μήτραν. Επίσης λέμε «εμφιάλωση» και όχι «εμπουκάλωση», λέμε «ωοθήκη» και όχι «αυγοθήκη», λέμε «ποδόσφαιρο» και όχι «ποδόμπαλο», λέμε «ηπατίτις» και όχι «συκωτίτις».
Ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης εφεύρε 64.000 παράγωγα και σύνθετα, τα οποία αναδεικνύουν τη δυναμική της ελληνικής γλώσσας π.χ. από το «γράφω» ξεπηδούν τα παράγωγα, γραμμή και γραφείο, ο γραφίστας και ο γραμματέας, ο γραμμένος και το γραμμάτιο. Με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό τη λέξη «λόγος» τα παράγωγα φθάνουν στον αριθμό των 1580! λέξεων, όπως π.χ. «λογοθεραπεία» και «παπυρολογία», «ενδυματολογία» αλλά και «φτωχολογιά», είναι λέξεις οι οποίες υπογραμμίζουν όχι μόνο το δημιουργικό χαρακτήρα της ζωντανής γλώσσας μας, αλλά και την ιστορική της εξέλιξη και την αποδεδειγμένα αδιάσπαστη, διαχρονική της συνέχεια.
Αλλά γιατί να πάμε μακριά, αφού στα χωριά μας ακούμε συχνά, να μιλούν και να συνεννοούνται με αρχαίες ελληνικές λέξεις π.χ. λένε «αλέκτορας» και όχι πετεινός ή κόκορας, λένε θύρα και όχι πόρτα, λένε λαήνα εκ του αρχαίου λάγυνος και όχι στάμνα, λένε «αποσπέρας» εκ τους αρχ. Έσπερος και όχι βράδυ, λένε θωρώ και όχι βλέπω, λένε όρνιθα ή όρθα και όχι κότα, λένε όρος και όχι βουνό, λένε γροικώ και όχι ακούω. Το γροικώ έχει προέλευση το αρχαίο άγροικος όχι αγροίκος. Άγροικος στην αρχαία, ο τόνος στο ά, σημαίνει αυτός που κατανοεί, που ακούει. Επίσης λένε αίγα και όχι κατσίκα, ρίφι (αρχ. έριφος) και όχι κατσίκι.
Το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και ο τσιτακισμός είναι τα επικρατέστερα στοιχεία της αληθινής μας ταυτότητας ( τσιτακισμός – γλωσσικό φαινόμενο με το οποίο το «κ» προφέρεται ως «τσ»). Στην κρητική διάλεκτο έχουν παρεισφρήσει, παρ’ ελπίδα και τούρκικα στοιχεία π.χ. χάνι – (πανδοχείο), μεράκι, παζάρι, μπουγιουρντί κ.λπ. αλλά και βενετσιάνικα όπως ρομάντζο, βεράντα, σάλα κ.λπ.
Σε ποιοτική εκπομπή του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη δημοσιογράφοι περιφερόμενοι απηύθυναν ερωτήσεις σε αμέριμνους διαβάτες και τους ζήτησαν και απαντήσουν, αν γνωρίζουν τη σημασία των παρακάτω λέξεων τις οποίες, όπως επιβεβαιώθηκε, όλοι αγνοούσαν. Μετά τις ερωτήσεις ακολουθούσε σιωπή αμηχανίας:
Ελλοχεύω= καραδοκώ, παραμονεύω, καιροφυλακτώ, εκ του αρχ. «ελλοχώ».
Κατάφωρος= καταφανής, εξόφθαλμος, χειροπιαστός, κατάδηλος, εκ του αρχ. φώρος – κλέφτης.
Υπερφίαλος= αλαζόνας, υπεροπτικός, επηρμένος, από τη λέξη «φιάλη» με τη σημασία «αυτός που ξεχειλίζει».
Ραδιούργος= δολοπλόκος, μηχανορράφος, σκευωρός, εκ του αρχ. «ραδιός» «επιπόλαιος» εύκολος.
Ολετήρας= καταστροφέας, εκ του αρχ. ρήμ. «άλλυμι», αφανίζω.
Ατελέσφορος= μάταιος, ανώφελος, άσκοπος, αλυσιτελής, αναποτελεσματικός, εκ του τελέσφορος (τέλος και φόρος – φέρω). Αυτές και πολλές άλλες λέξεις λόγιες σήμερα αγνοούνται είτε απαξιώνονται λόγω ενός περιρρέοντος εκμοντερνισμού (γαλλ. modernisation). Αντί αυτών των λέξεων με την αναμφισβήτητη κραυγαλέα αισθητική, επιβάλλεται σήμερα μια γλώσσα κακόγουστη, άχρωμη, στεγνή, χυδαία και απεχθής, με προφορά τραχιά και άξεστη. Αυτή η αργκό είναι η γλώσσα με τα μάγκικα που χρησιμοποιούν υποβαθμισμένες κοινωνικές ομάδες που θέλουν αυτού του είδους την ιδιαίτερη συνεννόηση, για να εντυπωσιάσουν, να κρυφτούν, να μείνουν στη σκιά, στον εξωκοινωνικό χώρο, στο περιθώριο. Συνήθως ζουν σ’ αυτόν τον ακαλλιέργητο χώρο, ηθελημένα είτε όχι και χαρακτηρίζονται από τάσεις φυγής, αποστασιοποίησης και μη συμμετοχής στις κοινωνικές σχέσεις, μέχρι και απόκλισης και σύγκρουσής τους με τα αποδεκτά πρότυπα της κοινωνίας, λόγω ιδεολογικής διαφοροποίησης είτε εξαιτίας του χαμηλού οικονομικού και πνευματικού τους επιπέδου.
Η ελευθεριάζουσα νεοφανής γλώσσα, η αργκό είναι και συνθηματική γλώσσα, και συνθηματικό ιδίωμα και συνθηματικός κώδικας, παρεκκλίνει δε από την κοινή, την καθομιλουμένη. Καταφεύγοντας σε ευρεία χρήση μεταφορών, εκφραστικών και πεποιημένων (φτιαχτών) λέξεων, καταντά να ‘ναι γλώσσα κατ’ εξοχήν κακόγουστων νεολογισμών με περιορισμένη συμβατότητα στην χρήση τους και γι’ αυτό εφήμερων και παροδικών εν πολλοίς.
Ο γράφων συγκέντρωσε πολλές από τις ακατάληπτες φράσεις της βάρβαρης αυτής αργκό με τα μάγκικα σε μια προσωπική συλλογή. Η μεταφορική φράση π.χ. «Ο πρωθυπουργός «άδειασε» τον υπουργό του επιρρίπτοντας σε αυτόν τις ευθύνες για την αποτυχία» σημαίνει ότι ο πρωθυπουργός άφησε τον υπουργό έκθετο, ακάλυπτο, ανυπεράσπιστο στην κοινή γνώμη ή στις επιθέσεις του τύπου».
«Μου την έπεσε» σημαίνει: με πλησίασε κάποιος επιτηδείως, για να κερδίσει κάτι, είτε για να εκδηλώσει ερωτικές διαθέσεις, επίσης για να δηλώσει εχθρική διάθεση, είτε να τον προκαλέσει κάποιος με αυθάδεια π.χ. «μου την έπεσε ένας μπάτσος» είτε «μου την έπεσε ένας τύπος χθες βράδυ».
Επίσης «με κρέμασε, με πούλησε» σημαίνει με εγκατέλειψε την κρίσιμη στιγμή. Η λέξη «μεγάλος» ακούγεται ως παρατήρηση π.χ. «σιγά ρε μεγάλε πότε τα ‘μαθες εσύ όλ’ αυτά;» είτε ως προσφώνηση μεταξύ φίλων π.χ. «γεια σου μεγάλε».
«Μου την έκανε γυριστή», σημαίνει, με εγκατέλειψε μόλις αντιλήφθηκε δυσκολία. Επίσης «μου την έφερε». Με τη μεταφορική έννοια στην καθομιλουμένη του ρήματος «τρώγω» παράγονται πολλές σκαμπρόζικες φράσεις π.χ. ακούμε συνήθως «με τρώει η γλώσσα μου, τρώγω στη μούρη, τρώγω στη μάπα, τρώω ξύλο, φάε τη γλώσσα σου κ.λπ.». «Μου τη σπάει» σημαίνει με εκνευρίζει.
Στην αργκό, στην προστατική, υπάρχει ως έκφραση αποδοκιμασίας για συγκεκριμένο πρόσωπο η λέξη «φα» π.χ. «φα τον βλάκα πως κοιτάζει».
«Φτιάχνομαι» αόρ. «φτιάχτηκα», πίνω και μεθώ, βρίσκομαι σε κατάσταση νάρκωσης, από χρήση ναρκωτικών ουσιών.
«Κυριλέ», αυτός που δείχνει κύριος, που ταιριάζει σε κύριο με την έννοια του οικονομικού ευκατάστατου και συνεπώς του συντηρητικού με επίσημη, σοβαρή εμφάνιση π.χ. «ντύσιμο πολύ κυριλέ, εμφάνιση, συμπεριφορά κ.λπ.».
«Ρόμπα», για πρόσωπο που έχει γίνει ρεζίλι, π.χ. «έγινε ρόμπα».
«Γκλαμουριά», (από το glamour). Η λάμψη, η πολυτέλεια, η χλιδή.
«Χαρτογιακάς», ο γραφειοκράτης, ο βολεμένος, ο αργόσχολος.
«Χαζοβιόλης», ο ελαφρόμυαλος, ο επιπόλαιος.
«Σοφιστικέ», ο κουλτουριάρης, ο ψευτοδιανοούμενος με περισπούδαστο ύφος.
Πέραν αυτών των απαράδεκτων, ανάρμοστων, σόλοικων φράσεων και λέξεων οι ίδιοι αυτοί νεοέλληνες δεν είναι σε θέση, να εκφραστούν και να χρησιμοποιήσουν παρά ένα φτωχό, περιορισμένο λεξιλόγιο το πολύ εκατό λέξεων. Αυτή η θλιβερή λεξιπενία είναι απότοκος αφ’ ενός μιας ακατανίκητης τηλεμανίας, μιας ασυγκράτητης προσκόλλησης στην εικόνα και αφετέρου μιας γενικής απαξίωσης του βιβλίου ως είδος άχρηστο και περιττό. Εν τούτοις σε άλλες εποχές τα βιβλιοπωλεία ήταν γεμάτα και οι πλασιέ δεν πρόκαναν, να πουλούν βιβλία με μηνιαίες χαμηλές δόσεις. Σήμερα είναι απογοητευτικό το φαινόμενο, να κλείνουν τα βιβλιοπωλεία το ένα μετά το άλλο. Το αναπάντεχο κλείσιμο του πενταόροφου βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκη με το καλαίσθητο σε πολιτισμό αναγνωστήριο και καφέ υπήρξε μια μεγάλη δυσαναπλήρωτη όσο και θλιβερή απώλεια για την πνευματική και καλλιτεχνική ελίτ της Αθήνας.
Τα αρχαία ελληνικά, τα οποία αναγνωρίζουν και εκτιμούν οι Ευρωπαίοι ελληνομαθείς, ιδιαιτέρως οι Γερμανοί, βαδίζουν προς την πλήρη απαξίωση. Η άγνοια και η αμάθεια για τα αρχαία ελληνικά, μιας γλώσσας άψογης, εκφραστικής και θαυμαστής είναι απόλυτη. Συνέβη στην πλατεία Συντάγματος, όταν ένας Γερμανός τουρίστας θέλησε να επισκεφθεί τον Ιερό Βράχο και απευθυνόμενος σε τυχόντα δειρχόμενον ρώτησε σε άπταιστα αρχαία ελληνικά, «βούλομαι απιέναι εις Ακρόπολιν. Δέομαι αρωγήν σας». Ο Γερμανός πήρε την απάντηση σε άπταιστα αγγλικά. «I don’t speak English».
Όταν εμείς οι γονείς των σημερινών σαραντάρηδων ήμασταν παιδιά η οθόνη της τηλεόρασης ήταν κυριολεκτικώς άγνωστη λέξη στη χώρα μας. Τα σημερινά παιδιά έχουν γίνει ένα με την οθόνη, η οποία έχει λάβει πολλές μορφές, όπως εκτός της τηλεόρασης αυτή του tablet δηλαδή του υπολογιστή (ηλεκτρονική συσκευή υπολογισμών), όπως επίσης του κινητού τηλεφώνου, σαν συσκευής του λεγόμενου internet δηλαδή διαδικτύου. Και όσο τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται έφηβοι η σχέση γίνεται τόσο στενή, που είναι εύλογο να προκαλεί ανησυχίες. Οι ψυχολόγοι μιλούν για «εξάρτηση». Επιστημονική ομάδα πανεπιστημιακών ερευνητών μελέτησε αυτή την ανώφελη απασχόληση των παιδιών και ιδού τα άκρως ενδιαφέροντα ευρήματα. Σχεδόν τα δύο τρίτα των εφήβων περνούν μπροστά στην οθόνη, αποκλειστικά για διασκέδαση, περισσότερες από δύο ώρες ημερησίως.
Υπάρχουν άραγε ανησυχίες για την υγεία των νέων μας από την πολύωρη έκθεση στις οθόνες;
Ο διακεκριμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες συμπατριώτης μας και Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον Δημήτρης Χρηστάκης σε ερώτηση δημοσιογράφου έδωσε την εξής τεκμηριωμένη απάντηση: «Πράγματι μελέτες μας έχουν δείξει, ότι η τηλεθέαση σε μικρές σχολικές ηλικίες μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα γλωσσικής ανάπτυξης καθώς και σε προβλήματα γνωστικής ανάπτυξης και σε έλλειψη συγκέντρωσης προσοχής. Η υπερδιέγερση του εγκεφάλου λόγω του «βομβαρδισμού» των εικόνων στην τηλεόραση συντελεί στην εμφάνιση διάσπασης της προσοχής».
Εκτός του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον και σε άλλα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ διακεκριμένοι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την έκθεση των ματιών 2 με 3 ώρες ημερησίως μπροστά στις οθόνες και ότι αυτό το επίμονο βλέμμα προδιαθέτει σε βαρύτατες ασθένειες ακόμα και κακοήθων εξαλλαγών (όγκων). Στις ΗΠΑ οι γονείς εμφανίζονται επιφυλακτικοί απέναντι στην τηλεοπτική εικόνα καθώς και εκείνη του διαδικτύου. Τελευταία επικρατεί ένα κλίμα δυσπιστίας και σε πολλά σπίτια της Αμερικής οι τηλεοπτικές και διαδικτυακές συσκευές εξοβελίζονται μηδενίζοντας την πιθανότητα ενός απευκταίου κινδύνου.