Το αφιέρωμά μας στο Λευτέρη Κορωνάκη δεν καλύπτει μόνο την ενότητα των σημαντικών καλλιτεχνών που έδωσαν και δίνουν πνοή στην ερασιτεχνική θεατρική σκηνή, αλλά εντάσσεται θαυμάσια και στο αφιέρωμά μας για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Γιατί ανήκε στην ξεριζωμένη γενιά ο μεγάλος αυτός και αξέχαστος καλλιτέχνης.
Σπάνια η φύση φάνηκε τόσο γενναιόδωρη σε ανθρώπινο πλάσμα. Στην περίπτωση του Λευτέρη Κορωνάκη, πάντως, θα πρέπει να είχε έμπνευση. Και το Ρέθυμνο ευτύχησε να έχει στο πολιτιστικό του δυναμικό, μια τόσο σημαντική μονάδα που ακόμα και μετά τόσα χρόνια από το θάνατό του, πάλι τον μνημονεύουμε και τον αναζητάμε.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές και με θεατρανθρώπους επιφανείς, αν ο Λευτέρης Κορωνάκης είχε τελειώσει δραματική σχολή, πόσο καλύτερος θα μπορούσε να είναι.
Κι όλοι συμφωνήσαμε πως όταν το «μικρόβιο» της υποκριτικής είναι αποτέλεσμα συναισθηματικού πλούτου, τότε καμιά σχολή δεν μπορεί να σου προσθέσει τίποτα περισσότερο από τεχνική.
Ο Λευτέρης Κορωνάκης έπαιρνε τον ρόλο και τον απογείωνε. Ακόμα και σαν παρουσία, έστω και σαν πέρασμα δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητος.
Όποτε όμως τον πλησίαζα να τον συγχαρώ για κάποια εμφάνιση ή όταν βρισκόμασταν στη χορωδία, με διευθυντή το Μπάμπη Πραματευτάκη, συναντούσα έναν απλό, καλοσυνάτο, διακριτικό άνθρωπο που μόνο πια σαν φυσιογνωμία σε εντυπωσίαζε.
Αυτός ήταν ο Λευτέρης Κορωνάκης που άφησε εποχή στο Ρέθυμνο. Κι είχαν την ευκαιρία να συζητήσω εκ βαθέων μαζί του ένα χρόνο πριν πεθάνει το 2001. Για να μπορώ σήμερα στο αφιέρωμα να παραθέσω πληρέστερα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του.
Τετράχρονο αγόρι ήταν ο Λευτέρης Κορωνάκης – Δάρδαλης, όταν βρέθηκε με την ξεριζωμένη γενιά στο Ρέθυμνο.
Είχε μιλήσει για τις αναμνήσεις αυτές που μάτωναν ακόμα και στα γεράματα, στη δέσποινα του Ρεθύμνου κ. Μαρία Τσιριμονάκη, όταν ετοίμαζε το βιβλίο της για τους ανθρώπους που ρίζωσαν στο Ρέθυμνο αναζητώντας καινούρια πατρίδα.
Μνήμες τραγικές. Ένα μικρό παιδί δύο χρόνων, χάνει τον πατέρα του από το φονικό χέρι Τούρκων στο Σεβντίκιοϊ και βρίσκεται ν’ ακολουθεί μια δυστυχισμένη μάνα με ένα ακόμα αγόρι κι ένα παιδί στην κοιλιά. Πείνα, κακουχία, ανασφάλεια, είναι τα πρώτα συναισθήματα που βιώνει ο μικρός Λευτέρης, αρχίζοντας να καταλαβαίνει τον κόσμο γύρω του. Ακολουθεί τη μητέρα του από τόπο σε τόπο και η μόνη καλή ανάμνηση είναι ένας καφετζής που λυπάται το μικρό αγόρι και του βάζει στο χέρι μια γαλέτα. Σαν να του χάριζε τον κόσμο ολόκληρο ήταν αυτό το δώρο, για το πεινασμένο παιδί.
Κάποια στιγμή η περιπλάνηση σταμάτησε στο Ρέθυμνο, όπου η μάνα είχε κάποιο συγγενή. Η πρώτη του γειτονιά ήταν η Αγία Βαρβάρα. Εκεί θυμόταν τον εαυτό του με πολλούς άλλους πρόσφυγες, που δεν είχαν τόπο ν’ ανασάνουν. Ο κόσμος όμως βοηθούσε. Κουβέρτες, φαγητό, ρούχα ήταν η συχνότερη βοήθεια σε είδος. Γιατί ο Μικρασιάτης δεν άπλωνε χέρι επαιτείας ποτέ.
Μετά ο Λευτέρης βρέθηκε με την οικογένειά του στο σπίτι του Άι-Γιωργιανού στην πλατεία 4ων Μαρτύρων πάνω από το «Διεθνές» με είσοδο από τη Γερακάρη. Δίπλα τους έμενε μια οικογένεια Αρμένηδων.
Το βιολί έδιωχνε τη μιζέρια
Ευτυχώς που ήταν κι αυτοί. Γιατί στο μεταξύ η μάνα γέννησε και που ν’ αφήσει τα παιδιά για να αναζητήσει ένα μεροκάματο; Στη φιλόξενη οικογένεια των γειτόνων από την Αρμενία. Βρήκε συμπαράσταση. Κι όμως μέσα στη μιζέρια, υπήρχε κι ένα μεγάλο παράθυρο στο φως.
Ήταν μόλις μαζεύονταν όλοι μετά τον κάματο της μέρας για να βεγγερίσουν. Κελαηδούσε το βιολί στα χέρια των Αρμένηδων, γέμιζε χρώμα το σπίτι από τα τραγούδια και τότε ο μικρός Λευτέρης νόμιζε πως είχε βγάλει φτερά και πετούσε μεσούρανα. Αυτή ήταν η άμυνά του. Έτσι ήξεραν οι Μικρασιάτες να ξορκίζουν τη δυστυχία και να αποκτούν δύναμη για να σταθούν στα πόδια τους.
Εκείνα τα χρόνια η φτώχεια ταλαιπωρούσε εκατοντάδες οικογένειες. Ακόμα και το ψωμί σπάνια ήταν αρκετό για να χορτάσουν όλοι. Κι όμως εκείνα τα παιδιά που μεγάλωσαν στη στέρηση είχαν μάθει από τους γονείς και τους συγγενείς ότι και χρυσάφι να συναντήσουν στο δρόμο τους δεν τους ανήκε. Έπρεπε να αποδοθεί στον δικαιούχο. Κι ας ήταν νηστικά και ξυπόλυτα. Η αξιοπρέπεια τους ήταν πάνω από όλα τα αγαθά. Αυτό ήταν και το έμβλημα ζωής του Λευτέρη. Και μόλις ένιωσε δυνατός, μπήκε αμέσως στον στίβο της ζωής έχοντας μοναδικά εφόδια το μυαλό και τα χέρια του. Ένας ακόμα άγραφος νόμος κάθε Μικρασιάτη για να μην είναι παράσιτο στην κοινωνία, αλλά μονάδα σημαντική και ωφέλιμη.
Θελήματα στου Σκευάκη
Ο Σκευάκης ήταν το πρώτο του «αφεντικό». Θελήματα του έκανε μέχρι που εκείνος τον πήρε να δουλέψει στην «Ηλεκτρική». Η εξοικείωση με τις μηχανές τον έφερε κοντά στον κινηματογράφο. Είχε ήδη μάθει να χειρίζεται τις πρωτόλειες κινηματογραφικές μηχανές του «Ιδαίον Άντρον» που και σαν κτήριο και σαν υποδομή ανήκε στην «Ηλεκτρική». Αυτές έδωσαν ευκαιρία εξειδίκευσης και σε πολλά ακόμα Ρεθεμνιωτόπουλα που ήθελαν να μάθουν μια τέχνη.
Στην αρχή οι μηχανές ήταν χειροκίνητες. Αργότερα ο Λευτέρης με τον Δημήτρη Μαραγκουδάκη και τον Γιώργο Κιαγιαδάκη βρήκανε μια γερμανική κινηματογραφική μηχανή και δημιούργησαν τον κινηματογράφο «Ρεξ» εκεί που είναι σήμερα η αίθουσα του Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνου στην προκυμαία. Νοίκιαζαν το χώρο και από τα εισιτήρια έβγαζαν τα έξοδα. Αξίζει να σημειωθεί για τους γνώστες του αντικειμένου ότι στη μηχανή δεν υπήρχε βολταϊκό τόξο. Είχε μια λάμπα 1000 W και εξέπεμπε την εικόνα.
Από μικρός στη σκηνή
To «μικρόβιο» του καλλιτέχνη όμως υπήρχε στον Λευτέρη Κορωνάκη και πριν από την ασχολία αυτή με αντικείμενο που σε έφερνε κοντά στην τέχνη.
Στο δημοτικό, όσο τον άφησε η βιοπάλη να παρακολουθήσει, ήταν πάντα στις πρώτες επιλογές των δασκάλων για ποίημα ή σκετς ιδιαιτέρων απαιτήσεων.
Η ανάγκη να εγκαταλείψει το σχολείο για να βοηθήσει την οικογένειά του δεν επηρέασε καθόλου τη δίψα του για μάθηση. Έκανε αχώριστο σύντροφο το βιβλίο. Κι έτσι μόνος του κάλυπτε τα κενά της μόρφωσής του. Η επαφή με τη λογοτεχνία του ξύπνησε μέσα του την αγάπη για το θέατρο. Πριν από τον πόλεμο, μαζί με άλλους φίλους του, που είχαν το «μεράκι», είχαν δημιουργήσει μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα και ανέβασαν από «Ερωφίλη» μέχρι σύγχρονο ρεπερτόριο.
Ο ενθουσιασμός του κόσμου τούς μετέφερε σε άλλους κόσμους. Κι ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή. Οι νεαροί ηθοποιοί δεν είχαν άλλο μέσον για να κάνουν αντίσταση από το θέατρο. Έδιναν λοιπόν παραστάσεις και με τα πενιχρά έσοδα συγκέντρωναν τρόφιμα για τους αντάρτες. Ακόμα και σε είδος γινόταν η συναλλαγή, αρκεί να γέμιζε το κοφίνι που θα έστελναν στις ανταρτοφωλιές. Μέχρι που τούς «κάρφωσαν» κι είδαν τον χάρο με τα μάτια τους. Αναγκάστηκαν τότε να πάρουν εκείνοι τα βουνά.
Ήρθε η απελευθέρωση και ο Λευτέρης γύρισε στις καθημερινές του ασχολίες. Θα ήταν γύρω στο 1946, όταν ήρθε στο Ρέθυμνο ο θίασος Σαντοριναίου για να παρουσιάσει την «Ταβέρνα» του Ζολά. Μια ατυχία του θιασάρχη ήταν η ευκαιρία του Λευτέρη Κορωνάκη να συνεργαστεί με επαγγελματικό θίασο.
Παραμονές της πρεμιέρας κι αρρώστησε σοβαρά ένας ηθοποιός που κρατούσε βασικό ρόλο. Άρχισαν τότε να αναζητούν, εναγωνίως, λύση μέχρι που κάποιος τους μίλησε για τον Λευτέρη .
Εκείνος στην αρχή το πήρε αψήφιστα. Υπέθεσε ότι τον ζητούν για κάποιο ρολάκι. Όταν τού έδωσαν το κείμενο με το ρόλο του Λαντιέ, έφυγε το έδαφος από τα πόδια του. Μα ήταν σοβαρά πράγματα αυτά; Χωρίς πρόβες θα ανέβαινε με τόσο φορτίο ευθύνης στη σκηνή; Ήταν όμως ευκαιρία. Εκεί στο Αχίλλειον, που έμεναν οι ηθοποιοί του θιάσου, έγιναν κάποιες πρόβες στο «πόδι» και το άλλο βράδυ δόθηκε η παράσταση.
Ενώ όμως στη διάρκεια των συζητήσεων το τρακ τον είχε γεμίσει άγχος και ανασφάλεια, μόλις ανέβηκε στη σκηνή εξαφανίστηκαν και το κοινό και οι φόβοι του. Ήταν ο Λαντιέ και ζούσε το ρόλο του σαν να έπαιζε για τον εαυτό του και μόνο.
Μετά την αποθέωση του νέου ηθοποιού ήταν φυσικό να μην τον αφήσουν να μείνει στο Ρέθυμνο. Έτσι ο Κορωνάκης έκανε την πρώτη του τουρνέ δίνοντας παραστάσεις Θήβα, Λαμία, Λειβαδιά.
Επιστροφή στον τόπο του
Ίσως να θεωρηθεί απερισκεψία του νεαρού αλλά δεν έβλεπε «φως» για το μέλλον του στην «Ηλεκτρική». Ψιθυριζόταν όταν θα γίνει δημοτική αλλά με ψιθύρους δεν μπορεί ένας νέος άνθρωπος να προγραμματίζει τη ζωή του. Έτσι ακολούθησε τον θίασο, που του έδινε την ευκαιρία να απολαμβάνει σε κάθε παράσταση το θερμό χειροκρότημα του κοινού.
Μια μέρα ο Λευτέρης ενώ βρισκόταν με τον Σαντοριναίο στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, γνωρίστηκε με τον πρόεδρο Κώστα Κοφινιώτη. Εκεί που συζητούσαν, περιμένοντας να τελειώσει ο Σαντοριναίος τις δουλειές του και να φύγουν κάποια στιγμή, τον ρώτησε ο Κοφινιώτης τι δουλειά κάνει. Κι όταν άκουσε «μαθητευόμενος μηχανικός» του είπε:
«Και θέλεις παιδί μου να γίνεις ηθοποιός; Το θέατρο είναι σαπίλα. Θα σου συνιστούσα να γυρίσεις στον τόπο σου. Δεν είσαι φτιαγμένος εσύ για τον κόσμο του θεάτρου. Επομένως δεν βλέπω να έχεις μέλλον».
Αν ήταν μεγαλύτερος στα χρόνια ο Λευτέρης ίσως και να προβληματιζόταν από τις πατρικές συμβουλές του Κοφινιώτη. Νεαρός όμως, καθώς ήταν, μέσα στο πάθος της τέχνης που τον κυρίευε, δεν έδωσε σημασία. Αντίθετα συνέχισε την περιοδεία με τον θίασο.
Μετά από κάμποσο καιρό ξαναβρέθηκε στο ίδιο γραφείο και έτυχε να συναντηθεί ξανά με τον Κοφινιώτη. Αυτή τη φορά όμως αντίκρισε έναν άνθρωπο γεμάτο θαυμασμό, επειδή είχε μάθει πόσο καλά πήγε η τουρνέ και πόσο καλός ήταν στον ρόλο του ο Λευτέρης.
Τον κοίταξε λοιπόν βαθιά στα μάτια και του είπε:
«Συνέχισε παιδί μου. Εγώ ήμουν που σε αποθάρρυνα αλλά τώρα σου λέω να συνεχίσεις …».
Τού υποσχέθηκε μάλιστα να τού εξασφαλίσει και άδεια ηθοποιού.
Τώρα όμως ο Λευτέρης ήταν που τον άκουγε αδιάφορα. Από τη μια η κούραση της περιοδείας σε βουνά και σε λαγκάδια, με χιόνια και βροχές, από την άλλη η νοσταλγία για το Ρέθυμνο δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει και δεν άργησε να γυρίσει πίσω στον τόπο του.
Στη σκηνή όπως παλιά
Εδώ ξαναβρήκε την ομάδα του και συνέχισε την πορεία του στο ερασιτεχνικό θέατρο με μεγάλη επιτυχία.
Όταν γυριζόταν το «Νησί των Γενναίων» πήγε και τον βρήκε ο Γρηγόρης ο Κουτελιδάκης που ήταν τότε φροντιστής και τον έπεισε να πάρει τον ρόλο που τον έκανε να νιώσει μοναδικές εμπειρίες. Έπειτα του δόθηκαν και άλλες ευκαιρίες με τον «Ντελικανή» και τον «Ήλιο του Θανάτου». Πήρε μέρος και στην αναπαράσταση της τραγωδίας των χωριών του Κέντρους.
Από τους θαυμαστές του και ο μεγάλος μας Παντελής Πρεβελάκης. Λίγο έλειψε όμως να μην παίξει στο «Ηφαίστειο», επειδή χτύπησε σοβαρά στις πρόβες και φοβήθηκε μήπως στην πρεμιέρα συμβεί κάτι χειρότερο. Τελικά και αυτός και η Όλγα Τουρνάκη, που επίσης είχε τραυματιστεί, πήραν μέρος και χάρηκαν με τους άλλους αυτή τη συμμετοχή σε μια ιστορική παράσταση.
Η αγάπη για το θέατρο δεν τον εμπόδισε να ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Και μάλιστα απέσπασε και από αυτόν διακρίσεις που αργότερα τις καμάρωνε να κοσμούν το σαλόνι του. Αλλά καμιά χαρά δεν ήταν μεγαλύτερη από τις συμμετοχές σε παραστάσεις που έκαναν το κοινό να παραληρεί από ενθουσιασμό.
Θυμάμαι που μου έλεγε ο αείμνηστος Μανόλης Βογιατζάκης ότι τον καταλάμβανε δέος όταν ο Λευτέρης Κορωνάκης, που με ταπεινοφροσύνη ακολουθούσε τις σκηνοθετικές του οδηγίες, έδινε κάτι περισσότερο στον ρόλο, γιατί ήδη είχε μπει στο «πετσί» του. Κάτι πολύ σπάνιο για ερασιτέχνη ηθοποιό. Και μάλιστα είχε το χάρισμα να παρασύρει και τους άλλους σε ερμηνείες, που δεν συναντάς σε ομάδα ερασιτεχνών.
Κι ο Μπάμπης Πραματευτάκης έχει επίσης πολλά να θυμηθεί από τον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη που με τον Πέτρο τον Σκουλούδη ήταν οι κορυφαίοι του θεάτρου στο Ρέθυμνο. Ο Λευτέρης είχε συνεργαστεί με τον μεγάλο μας συνθέτη στην κατασκευή σκηνικών μέχρι που ο κ. Πραματευτάκης έφυγε για τη Γερμανία. Και μετά επιστρέφοντας συνεργάστηκαν στενά στη Μικτή Ρεθεμνιώτικη Χορωδία, όπου ο Λευτέρης ήταν βασικό στέλεχος και μάλιστα από τα συνεπέστερα σε ώρα προσέλευσης και μελέτη.
Η αγάπη για τον τόπο του έκανε το Λευτέρη Κορωνάκη να ασχοληθεί ενεργά και με την πολιτιστική ζωή. Μέσα στους συλλόγους που δούλεψε με πολύ κέφι και η Περιηγητική Λέσχη.
Η παρουσία του ήταν φυσικό να δώσει παλμό αποκριάτικη παρέλαση, με αυτόν ως Βασιλιά Καρνάβαλο και ως Φύλαρχο.
Θυμάμαι τον Λευτέρη Κορωνάκη σε μια προσφώνηση και αντιφώνηση καρνάβαλου στην πλατεία 4ων Μαρτύρων. Δέσποζε κυριολεκτικά πάνω στο άρμα θυμίζοντας βιβλικά πρόσωπα ή μορφές από την ελληνική μυθολογία.
Ήταν επίσης και από τα βασικά στελέχη της πολιτιστικής μας ζωής, μέχρι που ήρθαν τα αναπνευστικά προβλήματα να τον περιορίσουν επιτρέποντας μόνο στις μνήμες να τον γυρίζουν σε ένα γεμάτο επιτυχίες και χειροκρότημα παρελθόν.
Λησμονιά
Ο Λευτέρης Κορωνάκης ήρθε καιρός που λησμονήθηκε ενώ ήταν πάντα μια ισχυρή δύναμη στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Μόνο ένας ήταν πάντα κοντά του. Ο Μανός Αστρινός, αυτός ο άρχοντας, που ήξερε να τιμά και να εκτιμά τις πνευματικές δυνάμεις του τόπου μας.
Έτσι συμβαίνει και στο Ρέθυμνο δυστυχώς. Κάθε μεγάλη μορφή περνά στη λησμονιά όταν δεν μπορεί πια να προσφέρει. Ο Λευτέρης Κορωνάκης δεν πήρε όσα άξιζε. Και αν έλειπε ο Ανδρέας Μπικάκης να του δώσει μια ευκαιρία εξέλιξης στην «Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών», όπου με τη δουλειά του και την αξία του έγινε προϊστάμενος των εργοστασίων της, ποιος ξέρει πως θα έκλεινε τον κύκλο της ζωής του. Ποιος δεν θυμάται αλήθεια τα αποκριάτικα άρματα της Ένωσης που είχαν τη σφραγίδα του Λευτέρη Κορωνάκη και σε έμπνευση και σε κατασκευή.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αναπνευστικά του προβλήματα που έγιναν εντονότερα όταν βρέθηκε χωρίς την πολύτιμη σύντροφό του, επιβάρυναν περισσότερο την καρδιακή ανεπάρκεια από την οποία υπέφερε.
Αυτή έφερε και το τέλος συντομότερα. Ευτυχώς στη δύση της ζωής του, είχε τη στοργή της κόρης του Σπυριδούλας και της ανιψιάς του Στέλας να του φωτίζουν τις μέρες που λόγω των προβλημάτων υγείας του ήταν δραματικές.
Έφυγε τον Γενάρη του 2002, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στην πολιτιστική μας ζωή. Και τι κρίμα. Κανένας επίσημος φορέας της πόλης των γραμμάτων και τεχνών δεν έδωσε στον Λευτέρη Κορωνάκη τα εύσημα που θα έπρεπε να του δοθούν και τις τιμές που άξιζε… Ίσως γιατί ήταν πραγματικά μεγάλος και αξιόλογος άνθρωπος για να ασχοληθούν οι μέτριοι παράγοντες, με την τόσο λαμπρή προσωπικότητά του.
Πηγές:
Εύας Λαδιά: Συνέντευξη του Λευτέρη Κορωνάκη (Ρεθεμνιώτικα Νέα Ιανουάριος 2002).
Εύας Λαδιά :Λευτέρης Κορωνάκης: Ο κορυφαίος της ερασιτεχνικής σκηνής (Ρεθεμνιώτικα Νέα Ιούλιος 2015).