Όπως ξεφύλλιζα κιτρινισμένες εφημερίδες έπεσε το βλέμμα μου σε ένα πρωτοσέλιδο της 28ης Δεκεμβρίου 1954, με τίτλο «Εγκαίνια έκθεσης ζωγραφικής». Το ενδιαφέρον μου μεγάλωσε, όταν είδα πως οργανωτής φορέας ήταν ο σύνδεσμος υπέρ Διαδόσεως Καλών Τεχνών.
Ένας τέτοιος φορέας ποτέ δεν αναλάμβανε εκδηλώσεις αν δεν είχαν κάτι να προσφέρουν στο καλλιτεχνικό Ρέθυμνο. Μα ποιος ήταν ο καλλιτέχνης;
Μια νεαρή κοπέλα που μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο. Μια χαριτωμένη ύπαρξη που λες και γεννήθηκε για να υμνεί με το χρωστήρα της το χρώμα και το φως.
Μια καλλιτέχνις που θαρρείς πως κι αυτή πρωτοκράτησε στα χέρια της την παλέτα της φύσης, αλλιώς δεν εξηγείται πως έβλεπε και τις απειροελάχιστες αποχρώσεις του πράσινου σε ένα φύλλο δέντρου και πως ξεχώριζε στη ακτινοβολία ενός ηλιοβασιλέματος χρώματα που δεν μπορεί να διακρίνει ο καθένας.
Ο Σύνδεσμος λοιπόν καλούσε τους Ρεθεμνιώτες στην πρώτη ατομική έκθεση της δίδας Ευαγγελίας Στεφανάκη.
Και το γεγονός χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό πρώτα από συμπάθεια στην οικογένεια του κ. Βασίλη, του έντιμου και καλόχαρου επαγγελματία της πόλης, που προμήθευε την τοπική κοινωνία με τα ονομαστά σε ποιότητα γαλακτοκομικά του προϊόντα.
Όλα του τα παιδιά εξάλλου ήταν δαχτυλοδειχτούμενα. Ο Παντελής, η Λιλή του, ο Αντώνης, ο Γιώργος και ο Βαγγέλης.
Το ταλέντο δεν κρύβεται
Για την κόρη τώρα ήξεραν πόσο την ενδιέφερε το σχέδιο.
Πόσες φορές την είχαν δει στη Μητρόπολη, να προσπαθεί να κάνει μια αγιογραφία προσέχοντας τις λεπτομέρειες των εικόνων. Κι άλλες φορές σε λόφους της πόλης να ζωγραφίζει τοπία.
Αν πεις για τις καθηγήτριές της, αυτές πια την ήξεραν πολύ καλά και μάλιστα της συγχωρούσαν την αφηρημάδα τις στιγμές του μαθήματος, θαυμάζοντας αυτά που σχεδίαζε, τότε που φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της.
Καταλάβαιναν και οι γονείς πως η κοπελιά τους έχει μέλλον αλλά καμάρωναν απλά τις δημιουργίες της. Άλλες προτεραιότητες είχε ένα κορίτσι εκείνη την εποχή και μάλιστα αν προερχόταν από παραδοσιακή οικογένεια.
Όταν όμως εκείνη επέμενε να ξεκινήσει μαθήματα σχεδίου δι’ αλληλογραφίας από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, δεν έφεραν αντίρρηση. Η Λιλή γράφτηκε στην ΑΒC και πολύ σύντομα άρχισε να δέχεται επαίνους και θερμά σχόλια από τους καθηγητές της.
Ο ενθουσιασμός των καθηγητών
Γράφει ο καθηγητής της ABC Φάνης Γαλανός αξιολογώντας μια εργασία της (28 Ιουλίου 1952).
«Έχετε πολλά και πολύτιμα προσόντα για την επιτυχία σας στον τομέα της προσωπογραφίας ένα θέμα από τα πιο πλούσια κι ενδιαφέροντα και που αξίζει τον κόπο να τραβήξει ιδιαίτερα την προσοχή σας.
Ένα από τα πιο ενθαρρυντικά στοιχεία για την τελειωτική επιτυχία σας, είναι η τόσο ωραία έκφραση που έχετε δώσει στην έκτη άσκηση και ιδιαίτερα ο τρόμος, ο θυμός και η σκέψις -αλλά και τα τόσο εκφραστικά χιουμοριστικά σας σκίτσα από τα οποία πρέπει απλώς να ξεχωρίσουμε το Α και το Β που είναι και τα πιο εκφραστικά, τα πιο χιουμοριστικά και μαζί απλοποιημένα και «ζωγραφικά».
Επίσης μου αρέσει ιδιαίτερα η απλή και εκφραστική μελέτης σας προσωπογραφίας που φαντάζομαι ότι θα είναι και αυτοπροσωπογραφία σας γιατί ξαναβρίσκω εδώ μερικά στοιχεία από το πρόσωπο της μελέτης εκφράσεων ,που η πείρα μου έχει πει πως γίνονται συνήθως στον καθρέπτη…».
Μια έκθεση σταθμός
Αυτά τα σχόλια ενθουσίαζαν την νεαρή καλλιτέχνιδα και σίγουρα της άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες για ανώτατες σπουδές.
Μέχρι τότε όμως δεν γινόταν καν συζήτηση για Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Και τώρα αυτή η τιμητική πρόσκληση από το Σύνδεσμο Διαδόσεως Καλών Τεχνών ήταν πολύ δελεαστική για να μην την αποδεχτεί. Κι όταν μάλιστα πρόεδρος του Συνδέσμου ήταν ο Ευάγγελος Νησιανάκης από τους πλέον φιλότεχνους της πόλης (αυτός δεν είχε ενισχύσει και τον Φώτη Κόντογλου στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του;) το γεγονός αποκτούσε μεγαλύτερη σημασία.
Άνοιξε λοιπόν η έκθεση και στο φύλλο της Πρωτοχρονιάς του 1955 διαβάζουμε κι ένα κριτικό σημείωμα με υπογραφή «Κουρταλιώτης».
«Αυτές τις μέρες το Ρέθεμνος μας παρουσίασε άλλο ένα «εκλεχτό» στα Γράμματα και στις Τέχνες από εκείνους που συνηθίζει να μας παρουσιάζει συχνά.
Εννοούμε τη δίδα Στεφανάκη,η οποία μας παρουσίασε το δυνατό ταλέντο της, στη ζωγραφική, στην έκθεσή της, στην αίθουσα του Ωδείου. Τριάντα τρία κομμάτια ζωγραφικής παρουσιάζει στην έκθεσή της. Είναι η πρώτη της έκθεση. Είναι αυτοδίδακτος. Νεωτάτη.
Παρουσιάζει προσωπογραφίες με κραγιόν και με πινέλο. Παρουσιάζει τοπία. Εικόνες με πολλά πρόσωπα.
Εκείνο που δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς είναι η αρμονία των χρωμάτων. Χάρισμα που δεν το έχει κανένας ζωγράφος και το οποίον είναι η απόδειξη η βασική ότι ο ζωγράφος αυτός είναι γεννημένος για τη ζωγραφική. Αυτό το δέχονται όλες οι σχολές και το θεωρούν ως απαραίτητο στοιχείο για την εξέλιξη του ζωγράφου. Η σύλληψη και η αποτύπωση της φυσιογνωμίας είναι ένα προσόν όχι συνηθισμένο.
Στην έκθεση της δίδας Στεφανάκη θα το βρείτε. Η προσωπογραφία της μητέρας της, του Ανδ. Παπαδάκι, του αδελφού της, ενός Κρητικού μεσήλικα είναι τα πειστήρια.
Στο θαλασσινό τοπίο, έχει κατά την κρίση μας ακόμα περισσότερη απόδοση. Έχομε τη γνώμη ότι η εξαιρετική της δύναμη να βρίσκει το κατάλληλο χρώμα στην κάθε περίπτωση θα την βοηθήσει να κάνει θαλασσογραφίες εξαιρετικές, άμα κανείς λάβει υπόψη του πως η κάθε θαλασσογραφία έχει χίλιες ανταύγειες φωτός και χρώματος. Πετυχημένη πολύ βρήκαμε και την Κοίμηση της Θεοτόκου, με τα είκοσι πρόσωπα.
Γενικά η έκθεσή της είναι λίαν ενδιαφέρουσα και δείχνει πως το Ρέθεμνος μας παρουσιάζει έναν εγγονό του ζωγράφου Ζωγραφάκη που ζωγράφισε στον καιρό του αρκετά έργα.
Συγχαίρομε θερμότατα την εκλεκτή Ρεθεμνιωτοπούλα και της ευχόμεθα ευρύτατον και εκλεκτόν καλλιτεχνικόν στάδιον…».
Έτσι η Λιλή Στεφανάκη πήρε την πρώτη σημαντική διαβεβαίωση του ταλέντου της κι αποφάσισε να ανοίξει τα φτερά της για παρακάτω. Εκεί που συνάντησε τη μεγάλη επιτυχία και έγινε το ταλέντο της γνωστό και πέρα από τα όρια της χώρας.
Αυτή ήταν η πιο σημαντική στιγμή στην καριέρα της Λιλής Στεφανάκη Αντωνιάδου, που γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1938. Μετά από ώριμη σκέψη και αφού μπορούσε να κάνει το όνειρο πραγματικότητα.
Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. (1960 – 1965) με δάσκαλο το Γιάννη Μόραλη και έκανε ψηφιδωτό με την Ελένη Βαϊλα.
Διαρκής καλλιτεχνική αναζήτηση
Φύση ανήσυχη η Λιλή δεν επαναπαύθηκε στις πρώτες επιτυχίες της. Είχε μια διαρκή αγωνία για καλλιτεχνική αναζήτηση, έψαχνε νέα μονοπάτια καλλιτεχνικής έκφρασης και δεν άργησε να εκπληρώσει ένα ακόμα όνειρό της ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες. Εκεί μελέτησε από κοντά κουλτούρα και τεχνικές, έτσι ώστε να αποκτήσει άποψη για κάθε σχολή και τεχνοτροπία. Στα δύο χρόνια που έμεινε στο εξωτερικό είχε επίσης την ευκαιρία να επισκεφθεί τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης, μελετώντας τα έργα των μεγάλων ζωγράφων.
Και πάνω στις εμπειρίες αυτές να καταθέσει τη δική της πρόταση. Γιατί είχε φτάσει ωριμάζοντας καλλιτεχνικά σε τόσο υψηλό επίπεδο που είχε αναγνωριστεί στο μεταξύ από τους διάφορους κύκλους σχετικούς με την τέχνη και την είχε καταξιώσει διεθνώς.
Ένας αξιαγάπητος άνθρωπος
Ήταν όμως και αξιαγάπητη σαν άνθρωπος η Λιλή Στεφανάκη. Όταν μιλούσες για τη δουλειά της κοκκίνιζε σαν κοριτσάκι. Ήταν τόσο σεμνή και αφάνταστα χαμηλών τόνων. Σε κοιτούσε και είχε μια ματιά τόσο ξεκάθαρη, τόσο άδολη κι αγνή. Ποτέ δεν έκρινε, ποτέ δεν πίκρανε, ποτέ δεν άφησε να γίνεται ευρύτερα γνωστή κάθε της επιτυχία κι ας έπαιρνε μέρος σε τόσες διεθνείς εκθέσεις.
Εδώ όμως στάθηκα τυχερή. Ευτύχησα να βρω άμεσα την καλύτερη πηγή πληροφόρησης, όταν κυνηγούσα την είδηση, στη στερημένη από θέματα επικαιρότητα της εποχής. Ήταν ο αδελφός της ο Βαγγέλης Στεφανάκης, γνωστός παράγοντας του πολιτισμού, στον οποίο η πόλη οφείλει αρκετές μεγάλες πολιτιστικές δράσεις. Καμάρωνε για την αδελφή του κι όπως μου μετέφερε τα νέα για να χαρώ, επειδή πραγματικά είχα ξεχωρίσει αυτή τη γυναίκα και την εκτιμούσα ιδιαίτερα, είχα πάντα ζωντανό ρεπορτάζ.
Θέματα γεμάτα συμβολισμούς
Η Λιλή Στεφανάκη στα έργα της καλλιεργούσε θέματα σουρεαλιστικού, συμβολικού χαρακτήρα, με βάση ένα τύπο εξπρεσιονιστικού υπαιθρισμού. Ήταν μία ζωγράφος που κατόρθωσε να δώσει τις προσωπικές τις εμπειρίες κρατώντας ατόφια την πρώτη τους αίσθηση.
Στα έργα της κυριαρχούσε το φως και το χρώμα. Κάποτε τη ρώτησα πως μπορούσε να δημιουργεί τόσο σπάνιες χρωματικές συνθέσεις.
– Μελετώ τη φύση μου είπε απλά. Εκεί βλέπω τα χρώματα εκεί ανακαλύπτω το φως και το μεταφέρω στο έργο μου.
Είχε πάντως έντονο και το αίσθημα του μέτρου. Μπορούσε να δώσει ποιητικό οίστρο στο χρωστήρα της, χωρίς να φθάνει στην υπερβολή. Σε κάθε της πίνακα κυριαρχούσε η ισορροπία σε άποψη, χρώματα, προοπτική. Κατάφερνε να συνδυάζει ψυχρά και θερμά χρώματα με μια μαστοριά που σε εντυπωσίαζε.
Είχε την ευκαιρία να πάρει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις και να διακριθεί. Κορυφαία ονόματα τεχνοκριτικών υπογράφουν τα εγκωμιαστικότερα σχόλια για τη δουλειά της όπου κι αν παρουσίασε έργα της.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα συναντάς σε άπειρες κρατικές και ιδιωτικές συλλογές, ενώ πολλά από αυτά επιλέχτηκαν από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών για να εκπροσωπήσουν τη χώρα μας σε μεγάλα εικαστικά γεγονότα στο εξωτερικό. Ιδιαίτερα στη Ρώμη.
Παρ’ όλα αυτά εκείνη παρέμενε απλή, φιλική, εγκάρδια, αιώνια ερωτευμένη με το Ρέθυμνο, που δεν σταμάτησε να ζωγραφίζει.
Θυμάμαι όποτε ερχόταν στο Ρέθυμνο αναζητούσα τη συντροφιά της. Κι εκείνη μου την πρόσφερε απλόχερα με μια προϋπόθεση. Να της «επιτρέπω» παράλληλα να ζωγραφίζει.
Συζητούσαμε γύρω από τόσα ενδιαφέροντα πράγματα, ενώ εκείνη παράλληλα δημιουργούσε. Και δεν χόρταινες να βλέπεις τις δημιουργίες της.
Θυμάμαι όταν προσέφερε ένα θέμα για το Ρέθυμνο προκειμένου να δώσει ένα καλλιτεχνικό χαρακτήρα στις προσκλήσεις για εκδηλώσεις του Αναγεννησιακού Φεστιβάλ. Μέσα σε λίγες μέρες οι κάρτες έγιναν ανάρπαστες. Ο κόσμος όσο αμύητος κι αν ήταν γύρω από τα καλλιτεχνικά πρόσεχε τα έργα της Λιλής. Είχαν αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διέκριναν από τόσο νωρίς οι καθηγητές της.
Κι αυτά είναι που μας κάνουν λιγότερο οδυνηρή την απουσία της.
Γιατί όπως ανέφερε και σε μια τιμητική εκδήλωση που έγινε το 2011, ο πρόεδρος των Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι» κ. Γιώργος Βλατάκης «Η Λιλή βρίσκεται μαζί μας ψυχή τε και έργω, διότι μια ζωγράφος ακόμη και αν πεθάνει, τα έργα της την διατηρούν ζωντανή. Οι δημιουργοί, οι μεγάλοι δημιουργοί, έχουν ένα μοναδικό προνόμιο, όταν μιλάμε γι’ αυτούς χρησιμοποιούμε, αυθόρμητα, τον ενεστώτα χρόνο σαν να ήταν ακόμη και για πάντα ζωντανοί. Ο ενεστώτας είναι η επιβεβαίωση της διάρκειας, που ήταν πάντοτε ιδανικός στόχος των καλών έργων».
Η ευκαιρία να έχουμε μια εξαιρετική συνεργασία με τον αδελφό της κ. Βαγγέλη Στεφανάκη, σε θέματα πολιτισμού μου επιτρέπει να «χάνομαι» συχνά, σε έναν πλούτο καλλιτεχνικό που κρατάει ο αδελφός της με θρησκευτική ευλάβεια. Έργα της Λιλής αναρίθμητα από τα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα. Αγιογραφίες που αναρωτιέσαι πως γίνεται να τις δημιούργησαν χέρια μιας έφηβης ουσιαστικά. Αυτό το μεγαλείο της τέχνης που δεν έχει ηλικία, πατρίδα, ιδεολογία.
Πριν από χρόνια έγινε μια εξαιρετική έκθεση αναμνηστική στο Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας. Απολαύσαμε ένα πραγματικό καλλιτεχνικό γεγονός. Από εκεί και μετά όμως τα έργα βρίσκονται πολύ καλά προστατευμένα βέβαια αλλά σε αποθηκευτικούς χώρους.
Και αναρωτιέμαι γιατί;;;; Πότε επιτέλους θα καταλάβει η πόλη ότι δεν αξίζει να χρησιμοποιεί πρόχειρες λύσεις για δήθεν πολιτιστική δράση, όταν πραγματικοί θησαυροί βρίσκονται στο περιθώριο.
Μια έκθεση μόνιμη με τα έργα της Λιλής Στεφανάκη Αντωνιάδου που ξέρουμε καλά πως δεν θα αρνηθούν οι συγγενείς της να τα προσφέρουν στην πόλη, δεν θα ήταν ένα μοναδικό αξιοθέατο όπως γίνεται σε τόσες πόλεις στην Ελλάδα;
Η ακόρεστη δίψα για δημιουργία που διακατείχε την αξέχαστη Λιλή, μας έχει κληροδοτήσει αναρίθμητο αριθμό έργων. Η έκθεσή τους θα μπορούσε να έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Θα μπορούσαν τα παιδιά μας, που είναι πλέον υποψιασμένα γύρω από τα εικαστικά, χάρις στην παιδεία των δασκάλων τους να έχουν ένα πρότυπο για να παρακολουθήσουν την πορεία ενός καλλιτέχνη από την παιδική του ηλικία μέχρι την χρυσή του ωριμότητα, που επαίνεσαν κορυφαίοι τεχνοκριτικοί διεθνούς κύρους.
Ο ίδιος ο αδελφός της κ. Βαγγέλης Στεφανάκης επανειλημμένα μας έχει δηλώσει ότι ευχαρίστως θα δώριζε έργα της αδελφής του, αρκεί να ήταν εξασφαλισμένη η τύχη τους. Υπάρχει όμως κι ένα κακό προηγούμενο όταν ψάχναμε επί μήνες να εντοπίσουμε ένα πορτραίτο του Πρεβελάκη, που είχε δωριθεί στο δήμο και ας μην θυμηθώ που και κάτω από ποιες συνθήκες το εντοπίσαμε.
Γιατί μόνο στο Ρέθυμνο κάτι τόσο απλό γίνεται απελπιστικά σύνθετο;
Πολλά θα μπορούσαν να γίνουν και αυτό φυσικά αρκεί να λειτουργούσε η πολιτιστική μας συνείδηση. Γιατί ανθρώπους με ευαισθησία διαθέτουμε. Εργάτες που να ιδρώνουν για τον πολιτισμό ψάχνουμε. Και δυστυχώς ελάχιστους διακρίνουμε πια. Κι αυτούς χωρίς θεσμική ιδιότητα για να βοηθήσουν ουσιαστικά στην πολιτιστική μας αναβάθμιση.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας σαν πόλη στον τόσο νευραλγικό τομέα του πολιτισμού. Γιατί επιμένουμε πως είμαστε πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών χωρίς καν να νοιώσουμε αυτό που θα ‘πρεπε. Ντροπή!!!