Μια παραγνωρισμένη εξέλιξη των τελευταίων επεισοδιακών μηνών είναι ότι η πολιτική λιτότητας έχει όντως αρχίσει να αναστρέφεται από τις αρχές του 2015. Tο πρώτο τρίμηνο του έτους οι δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν με τον υψηλότερο ρυθμό από το 2007, ενώ η συλλογή των φόρων μειώθηκε σημαντικά, κυρίως λόγω της χαλάρωσης του εισπρακτικού μηχανισμού. Οι συνέπειες, όμως, της πολιτικής αυτής δεν ήταν οι αναμενόμενες: η ελληνική οικονομία ξαναμπήκε σε ύφεση, διακόπτοντας την ανάκαμψη που είχε ξεκινήσει δειλά το 2014. Η σχέση, λοιπόν, μεταξύ ανάπτυξης και λιτότητας δεν είναι τόσο απλή όσο πολλές φορές παρουσιάζεται.
Για να ερμηνεύσουμε αυτές τις εξελίξεις είναι απαραίτητη η προσεκτική ανάγνωση των στοιχείων που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η ανάκαμψη του 2014 οφείλεται στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι ανέκτησαν την αυτοπεποίθηση να δαπανήσουν εντός της χώρας και παρήγαγαν περισσότερα ανταγωνιστικά προϊόντα προς εξαγωγή. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις αυξήθηκαν μετά από τέσσερα χρόνια συνεχούς πτώσης (κατά 1,3% και 2,7%, αντιστοίχως) ενώ βελτιώθηκε το εμπορικό ισοζύγιο καθώς οι εξαγωγές αυξήθηκαν περισσότερο από τις εισαγωγές (9% έναντι 7,4%). Αντιθέτως οι δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν ελαφρά (κατά 0,9%), λόγω της συνεχιζόμενης ανάγκης περιορισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Το πρώτο τρίμηνο του 2015, όμως, παρατηρείται η πλήρης αντιστροφή αυτής της εικόνας. Η δημόσια καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 2,9%, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση έμεινε στάσιμη και οι επενδύσεις και εξαγωγές μειώθηκαν (κατά 7,9% και 0,6%, αντιστοίχως). Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ότι η οικονομία ξαναμπήκε σε ύφεση (η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε κατά 0,2%) παρά τη θετική συμβολή των δημοσίων δαπανών και την, στην πράξη, μείωση της φορολογίας. Συνεπώς, ο δημόσιος τομέας δεν αρκεί για να φέρει την οικονομική ανάκαμψη όταν δεν συνοδεύεται από την ιδιωτική δραστηριότητα.
Οι λόγοι για τους οποίους μειώθηκε η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα είναι πάνω-κάτω γνωστοί. Η ατέρμονη και, μέχρι στιγμής, ατελέσφορη διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και εταίρων έχει δημιουργήσει τεράστια αβεβαιότητα σχετικά με την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Ο φόβος του GREXIT δρα ανασταλτικά προς την κατανάλωση και τις επενδύσεις μειώνοντας την καταναλωτική εμπιστοσύνη και τις επιχειρηματικές προσδοκίες. Επιπλέον, η μεγάλη μείωση της ρευστότητας λόγω της εκροής των καταθέσεων και της κυβερνητικής δέσμευσης κάθε είδους αποθεματικών έχει δυσχεράνει τη χρηματοδότηση οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και πολέμιοι της πολιτικής λιτότητας, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, αναγνωρίζουν ότι η επιστροφή της Ελλάδας στην ύφεση οφείλεται κυρίως στην αύξηση της αβεβαιότητας (εδώ, στα αγγλικά).
Το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι το τέλος της λιτότητας δεν αρκεί για να επανέλθουμε σε τροχιά ανάπτυξης – απαραίτητη προϋπόθεση ήταν και παραμένει η ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας. Ο ιδιωτικός τομέας, όμως, δεν πρόκειται να ανακάμψει όταν βρίσκεται σε συνεχή αβεβαιότητα σχετικά με το νόμισμα που θα χρησιμοποιεί σε έξι μήνες από σήμερα, ούτε μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας χωρίς σταθερότητα και ρευστότητα.
Το κόστος, λοιπόν, της διαπραγμάτευσης είναι τεράστιο. Η ανάκαμψη έχει μείνει μετέωρη ενώ μόλις πριν έξι μήνες προβλεπόταν ανάπτυξη 2,9% για το 2015. Η μόνη ρεαλιστική διέξοδος είναι η επίτευξη μιας συμφωνίας με τους εταίρους, η οποία θα μειώσει την αβεβαιότητα και θα επαναφέρει κάποια μορφή σταθερότητας στην οικονομία, ακόμα και αν αυτή συνοδεύεται από περαιτέρω μέτρα.
* Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Royal Holloway του Λονδίνου