Όλα τα περίμεναν οι Ρεθεμνιώτες του 1914, αλλά ότι θα έρθει μια ωραία πρωία και θα αρθρογραφεί γυναίκα σε τοπική εφημερίδα, ούτε που θα μπορούσαν να το φανταστούν.
«Λουίζα Μύλλερ» υπέγραφε. Και το γράψιμό της δεν ήταν κακό. Αλλά γυναίκα τώρα να γράφει στην εφημερίδα; Που ξανακούστηκε; Σε τι εποχές φθάσαμε Θεέ μου…
Βρήκαν θέμα συζήτησης οι καφενόβιοι, αρχίσαμε και τα τς τς τς οι κυρίες των μεγάλων τζακιών και μόνο μια κοπέλα, από τις ομορφότερες της γενιάς της, τα παρακολουθούσε αυτά κρυμμένη στοn δικό της χώρο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, γελώντας με ικανοποίηση για το κατόρθωμά της.
Επειδή όμως και η γενναιότητά έχει τα όριά της, εκείνη ούτε που θα ήθελε να είναι στη θέση και του εχθρού της, αν υπέγραφε με το πραγματικό της όνομα Αλεξάνδρα Κ Ανδρουλιδάκη.
Mια κοπέλα με παρρησία
Λίγες μέρες μετά, η εφημερίδα, σε πρωτοσέλιδο, απηχώντας και την κοινή γνώμη, καταθέτει με παρρησία την άποψή της, που θα μου επιτραπεί να παρέμβω στην απόδοση για τις ανάγκες της φωτοσύνθεσης:
«Ένα κορίτσι κρυπτόμενο πίσω από το ωραίο όσο και δυνατό ψευδώνυμο «Λουίζα Μύλλερ» είχε την έμπνευση και την τόλμη να ζητήσει συνεργασία εις την «Κρητικήν Επιθεώρησιν». Είχε το θάρρος να αψηφήσει τις κουσκουσουριές των «λαδικών», τας συζητήσεις και τα σκάνδαλα των σαλονιών, τα σχόλια και τας λεπτάς ειρωνείας των καφενόβιων, των αυτοχειροτονήτων εαυτών κερβέρων της κοινωνικής ηθικής και να δημοσιεύσει ένα χρονογράφημα και ένα ποίημα.
Το φαινόμενο αυτό για την κοινωνία μας, όπου εξακολουθούν ακόμη να κυριαρχούν οι παλιές και σκουριασμένες περί γυναικός ιδέες, όπου η γυναίκα δεν έχει άλλο προορισμό παρά εκείνον που περιφρονητικά της έδωκε ένας από τους μεγαλύτερους κατηγόρους της ο Νίτσε, να χρησιμεύσει δηλαδή ως είδωλο των ρομαντικών, φαίνεται αληθώς τόσο περίεργο, όσο και απίστευτο.
Κι όμως είναι γεγονός. Γεγονός μάλιστα που με κάμνει να πιστεύω ότι η γυναίκα της κοινωνίας μας, που η ανδρική μας αλαφρομυαλιά δεν θεωρεί παρά μια σάρκινη μάζα που δίνεται στον άνδρα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του, η γυναίκα που δεν έχει θέληση πέρα από τη θέληση του ανδρός, η γυναίκα της οποίας τον κύκλο της δράσης της περιορίζομεν μεταξύ των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού της, η γυναίκα στην οποία, μόλις προ ολίγου, επιτρέψαμε να βγαίνει μόνη έξω, η γυναίκα στην οποία δεν αναγνωρίζουμε καμιά ικανότητα, ούτε καμιά αξία κοινωνική, η γυναίκα για την οποία θεωρούμε την εργασία εξευτελισμό, η γυναίκα της κοινωνίας μας από την οποία ως τώρα μόνο ο φερετζές της χανούμισσας έλειπε, άρχισε να ξυπνά, άρχισε να συναισθάνεται τη θέση της και να διεκδικεί τα δικαιώματά της αρχίζουσα μάλιστα από εκεί, όπου άρχισαν από όλα τα μέρη του κόσμου οι γυναίκες, από τη δημοσιογραφία.
Και απόδειξη ότι από το κοινωνικό μας περιβάλλον εφάνη ένα κορίτσι ή μια κυρία –αδιάφορο-με μυαλό δυνατό και ποτισμένο με νέες ιδέες, με μια έξαρση που την ανύψωσε από όλας τας κοινωνικάς μας προλήψεις, που χωρίς να φοβηθεί την κοινωνία, χωρίς να τη λογαριάσει καν αποφάσισε να συγχρωτιστεί με άνδρες και να συνεργαστεί με αυτούς, έστω και με ψευδώνυμο.
Και μου κάνει μεγάλη εντύπωση το θάρρος και η τόλμη και η ειλικρίνεια με τη οποία πατάσσει στο χρονογράφημά της ότι της φαίνεται ελαττωματικό ανούσιο και άνευ ουδενός αποτελέσματος. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μείνει μόνη η Λουίζα Μύλλερ εις το έργο της».
Και υπογράφει κάποιος το περίεργο, για την εποχή, αυτό σημείωμα που έχουμε την αίσθηση ότι ευωδιάζει άρωμα γυναίκας, (εικασίες κάνουμε) με τα αρχικά Σ.Ν. Γ
Ήρθε η καταξίωση
Όπως γίνεται συνήθως κάποια στιγμή έπαψαν τα σχόλια. Η Λουίζα Μύλλερ είχε καταξιωθεί και μάλιστα απέκτησε και φανατικό αναγνωστικό κοινό.
Για την Αλεξάνδρα ή Σάσα όπως ήταν το χαϊδευτικό της δεν θα ξέραμε τίποτα περισσότερο αν η κ. Μαρία Τσιριμονάκη δεν την ανέφερε στα βιβλία της. Με την ευκαιρία να επανορθώσω το χθεσινό λάθος μου, στο βιβλίο της «ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΕΣ» αναφέρει για τη Χρυσή Αθανασιάδη, στο «Εν Ρεθύμνω διαβάζουμε περισσότερα για την Αλεξάνδρα Ανδρουλιδάκη, τη Λουίζα Μύλλερ, που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτοπόρος της γυναικείας δημοσιογραφίας στο Ρέθυμνο.
Και δεν πρέπει να κάνω λάθος μετρώντας τις γυναικείες παρουσίες που επίσημα έκαναν την εμφάνισή τους στην τοπική δημοσιογραφία .
Από εκλεκτή οικογένεια
Η Αλεξάνδρα ήταν κόρη του συμβολαιογράφου Κωνσταντίνου Ανδρουλιδάκη και της Αργυρής το γένος Αστρινού.
Αδέλφια της ήταν ο Μίνως, δημοσιογράφος, ο Νίκος δικηγόρος, πολιτευτής και διανοούμενος, ο Γιώργος συμβολαιογράφος, η Ευαγγελία μετέπειτα σύζυγος Προκόπη Προκοπάκη δασκάλα, η Ελίζα σύζυγος Σπύρου Θυμιανού και ο Σπύρος συμβολαιογράφος.
Στο βιβλίο της κ. Μαρίας Τσιριμονάκη «Εν Ρεθύμνω» δεσπόζει και μια οικογενειακή τους φωτογραφία εξαιρετικά εντυπωσιακή
Κανένας δεν ήξερε την αληθινή ταυτότητα
Η Αλεξάνδρα συνεχίζει να γράφει και να αισθάνεται καταξιωμένη έστω κι αν ένα ψευδώνυμο την κάλυπτε επαρκέστατα.
Θυμάμαι το 1977, όταν ξεκίνησα μια έρευνα για τις σημαντικές γυναίκες του Ρεθύμνου, κανένας δεν ήξερε να μου πει ποια ήταν η Λουίζα Μύλλερ. Σε σημείο που καθώς δεν είχα ρίζες στο Ρέθυμνο, ώστε να γνωρίζω οικογένειες, πρόσωπα και πράγματα να μπερδευτώ και να θεωρήσω πως είναι η Λέλα Κούνουπα που δημοσιογρφούσε μεν αλλά με το ψευδώνυμο «Σείριος».
Ευτυχώς ο κ. Μανόλης Κούνουπας, γιος της, με έβγαλε από την πλάνη μου αυτή, χωρίς να έχω όμως και απάντηση στην απορία μου.
Η κ. Μαρία Τσιριμονάκη ήταν που ανέδειξε τη γυναικεία αυτή προσωπικότητα, που δυστυχώς δεν έμεινε στη δημοσιογραφία. Έκανε εγκαίρως τις επιλογές της και φαίνεται πως δεν μετάνιωσε γι’ αυτό. Κι όμως. Αν και έκανε ένα απλό πέρασμα η Αλεξάνδρα από τον χώρο της δημοσιογραφίας, μάς άφησε κείμενα που ακόμα και σήμερα διαβάζονται με ενδιαφέρον.
Μου έκανε εντύπωση ένα χρονογράφημά της για την Κασσιανή, προχωρημένο σε αντίληψη για την εποχή της. Είχε όμως και έντονη ποιητική φλέβα, αν κρίνουμε από το παρακάτω ποίημα:
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ
Λουλούδι του περιβολιού
ξεχωρισμένο απ’ τ’ άλλα
Ζήλεια κρυφή που σ’ έβλεπε ,
χαρά τρελή που σ΄ είχε
Μα κει που σε καμάρωνα
και σ’ ακριβοθωρούσα
Απάνω στη δροσοβολιά
στο μοσκοβόλισμά σου
φύσησε λίβας καψερός
κι αγέρας βασκανιάρης
που τη δροσιά σου
ρούφηξε τη μυρωδιά σου πήρε
Και μαραμένο και χλωμό
σε πλάγιασε στο χώμα
Κλαίτε το που μαράθηκε
κλαίτε κειο που το κλαίει
Και ξεχυλούσε -ω μάνα μου-
του Σατανά η λύσσα
Και ολοένα πέταγε
τα κοφτερά μαχαίρια
Στα φλογισμένα στήθια μου
με της σκλαβιάς την πίσσα
λογχίζοντάς τα άγρια
–ω θλίψες –φρενιασμένα
Μ’ έξαφνα μάγο όνειρο
μέσα στον ύπνο μ’ είδα
στα σκοτεινά μεσάνυχτα
που ξαπλωνόταν πέρα
πρόβαλνε ο ήλιος στα βουνά
κι η πρώτη του αχτίδα
ρόδιζε χρυσοστέφανο
το γαλανό αιθέρα
Και τώρα ναι ελεύτερη
– ώ ευτυχιές πελώριες-
Ω! τι τραγούδι υπέρκοσμο πρωτάκουστο ανιστόριο
μ άμετρες και γλυκιές στροφές
θείες και τρισπανώριες
αντάμα με τον απάντεχο
τόνο τον παναρμόνιο.
Το στήθος σου τώρα αγρικώ
ν’ αγγίζει το δικό μου
κι ύστερα απ’ το αστροπέλεκο φουρτουνιασμένη αντάρα
Στην ώρια σου την αγκαλιά
την τρισπαλικαρίσια
ρίχτουμαι πια -ω χάρες μας –
με πόθο με λαχτάρα
Των Ερινύων τα δαδιά
τ’ αλύχτισμα Κερβέρου
Ετώρα πλια την άφοβη
εμένανε δεν σκιάζουν
Ολόγυρα ξαπλώθηκε
η χάρη τ’ ανεσπέρου
του ονειρόπλαστου βραδιού
οι θρύλοι πια φωνάζουν
Αντιπροσωπευτικό ποίημα που μαζί με άλλα θα έκαναν μια ενδιαφέρουσα συλλογή.
Ένα χρονογράφημα
Κι ένα από τα χρονογραφήματά της που με εντυπωσίασαν, ιδιαίτερα, για τα μηνύματά του τα διαχρονικά κατά την ταπεινή μου γνώμη «ΟΙ ΠΟΙΗΤΑΙ ΜΑΣ».
Θα αισθανθούν αληθή ανακούφιση και ενθαρρυντική παρηγορία όλοι οι μεγάλοι Έλληνες ποιηταί με την εξημμένη φαντασία την ποιητικίζουσα φαντασία των «μπεμπέδων» μας οι οποίοι υπερπλεόνασαν επικινδύνως, τώρα εσχάτως, δια τον κακόμοιρον οργανισμό μας αναγκασμένο να δέχηται όλα τα ποιητικά δοκίμια των μικρών αυτών λάτρεων των Μουσών, τα ανυπόφορα, τα ανούσια, τα άτονα τα εμετικά.
Και θα σκιρτήσουν εκ χαράς και αγαλλιάσεως πλήρως δεδικαιολογημένης τα οστά των διαφόρων Παράσχου, Χριστομάνου, Μαβίλη, Μαρτζώκη, διά να αναφέρομεν τους νεότερους βαθειά εις τους τάφους τους, επί τη εμφανίσει εις τον πτωχόν μας ποιητικόν ουρανόν, νέων αστέρων, «μη αυθυποστάτων αλλ΄εν εταίροις εχόντων το είναι». Εννοούμε, οι οποίοι όμως παρ’ ‘όλα αυτά τα αποθαρρυντικά τα οποία σημειούν εις τα πρώτα βήματά των, δεν μας απαγορεύεται να ελπίζομεν ότι θα λάμψουν ημέρα τινά και θα σκορπίσουν το πλούσιο των φως ανά τα πέρατα της …Ρεθύμνης
Ω! πτωχό μου Ρέθυμνο με τις αθάνατες και περίφημες αναποδιές σου και τη σκληράν σου μοίρα, χύνω δάκρια εμπρός εις τον ποιητικόν σου τάφο, τον οποίο σου στολίζουν, ανά πάσαν στιγμήν, με άνθη αξίας ανεκτιμήτου γεμάτας από ρομάντζα και από ποίηση τα άσπλαγχνά σου τέκνα.
Κλαίω, κλαίω γοερώς με τη νέα σου τύχη, η οποία λάμπει, φωσφορίζει και ακτινοβολεί, από τα προοδευτικά πνευματικά έργα, τα οποία τα νέα σου μέλη φιλοτιμούνται να σου προσφέρουν δολοφονικότατα, αντί να τρέξουν εις την νταντά των και να της κλαθμηρίσουν ικετευτικά… τη «σαλιαρίτσα» μου».
Όπως διαπιστώνουμε η αγαπητή Λουίζα Μύλλερ «έσφαζε» με το βαμβάκι, χωρίς να χαρίζεται σε κανένα. Και από τη συνέχεια φαίνεται να την απασχολούν τα κακώς κείμενα και όχι η θεματική που θα της εξασφάλιζε καλές εντυπώσεις, αφού κανέναν δεν θα ενοχλούσε με την πένα της. Σκληρή μερικές φορές, μαχητική τις περισσότερες, ένα πράγμα μπορούσε να αποδείξει σε κάθε της δημοσίευμα. Είχε και ταλέντο αλλά το κυριότερο. Είχε άποψη !!!
Η μεγάλη απόφαση
Αναφέρει σχετικά στο βιβλίο της «Εν Ρεθύμνω» η κ. Μαρία Τσιριμονάκη.
Η Σάσα η πρωτοκόρη του σπιτιού με σπάνιο για την εποχή θάρρος. Με το ψευδώνυμο «Λουίζα Μύλλερ» άρχισε να αρθρογραφεί αντιμετωπίζοντας τη συντηρητική ρεθεμνιώτικη κοινωνία για την οποία ήταν αδιανόητο μια νέα γυναίκα να τολμά να θίγει τα «κακώς κείμενα» της μικρής μας πόλης αλλά και τον σαρκασμό των ανδρών, που απ’ αρχής είδαν στο πρόσωπό της μια απειλή για το ανδρικό κατεστημένο».
Κι όμως υπήρχε κάποιος που έσπευδε να διαβάσει το χρονογράφημα που είχε την υπογραφή «Λουίζα Μύλλερ» με ενδιαφέρον. Αυτός ο φανατικός αναγνώστης δεν ήταν καθόλου τυχαίος. Ήταν ο Σταύρος Κελαϊδής.
Από τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής που έζησε μια ζωή πολυτάραχη και πλούσια σε εμπειρίες.
Υπήρξε διαπρεπής δικηγόρος, αρχικά του Ρεθύμνου κι αργότερα των Χανίων. Παράλληλα όμως με τη δικηγορία υπήρξε «πνευματικός άνθρωπος» κι «ένας σοφός», για τα τοπικά δεδομένα της εποχής του: εξέδωσε βιβλία, δημοσίευε άρθρα στον τοπικό τύπο σχεδόν καθημερινά -ιδίως μετά τη συνταξιοδότησή του το 1954- έδωσε πολλές και αξιόλογες διαλέξεις. Τα θέματά του είχαν σαν βάση την κρητική ιστορία και λαογραφία, αλλά και αναμνήσεις από πολέμους της περιόδου 1912-1945 στους οποίους συμμετείχε.
Ενώ ήταν νεαρός δικηγόρος πήρε μέρος ως οπλαρχηγός εθελοντών από την Κρήτη, αφ’ ενός στους πολέμους 1912-13 (για τους οποίους συνέγραψε μετά τη λήξη τους βιβλίο) και αφ’ ετέρου στον βορειοηπειρωτικό αγώνα το 1914. Πήρε επίσης μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία, όπου κινδύνεψε να σκοτωθεί. Στη Μάχη της Κρήτης (1941) αλλά και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς (1944), ανακλήθηκε στις τάξεις του στρατού και διορίστηκε πρόεδρος του στρατοδικείου στο νησί. Τα κείμενά του είναι γραμμένα με ύφος απλό και κατανοητό από τους πάντες και κυρίως από τους νέους, τους οποίους ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να διδάσκει.
Ήδη ήταν γεμάτος διακρίσεις όταν γνώρισε την Αλεξάνδρα. Η πρόταση να την παντρευτεί δεν την άφησε αδιάφορη. Κι εκείνη που ήξερε πάντα τι ήθελε από τη ζωή της δεν δίστασε να πάρει τις αποφάσεις της.
Όπως αναφέρει η κ. Τσιριμονάκη στο βιβλίο της, τη βραδιά του αρραβώνα της η Αλεξάνδρα, αποχαιρέτισε διά παντός τη δημοσιογραφία, σπάζοντας τη πέννα της. Ίσως να μην ήταν αρκετά σταθερά τα χέρια της στην κίνηση αυτή. Ήταν όμως αποφασισμένη να αφοσιωθεί στην οικογένειά της. Μπορεί να την έχασε η δημοσιογραφία, μπορεί να έπαψε να βρίσκει διέξοδο στο γράψιμο, αλλά σίγουρα κέρδισε την αθάνατη μνήμη μιας εξαιρετικής συζύγου ακολουθώντας τον άνδρα της όπου τον υποχρέωναν οι υπηρεσιακές του υποχρεώσεις να μετακινείται. Ακόμα και στη Μικρά Ασία όπου υπηρέτησε εκείνος ως στρατοδίκης. Έμεινε μάλιστα στο πλάι του μέχρι και τις παραμονές της μεγάλης εθνικής συμφοράς.
Η Αλεξάνδρα υπήρξε επίσης και μια υποδειγματική μητέρα για το γιο της Πάρη, που ακολουθώντας τα χνάρια των γονέων του έγινε ένας από τους διαπρεπέστερους δημοσιογράφους και ερευνητές ιδιαίτερα για την ιστορία των Σφακίων.
Η Αλεξάνδρα πέθανε το 1955 ήρεμα και χωρίς ποτέ να μετανιώσει. Είχε κάνει πάντως όταν έπρεπε τη δική της επανάσταση κι αυτό της ήταν αρκετό.