Κάπου στη μαρίνα υπάρχει το άγαλμα του Λούη Τίκα. Μια όψιμη απόδοση τιμής σε έναν από τους παγκοσμίου φήμης συνδικαλιστές.
Γιατί το Ρέθυμνο δεν σεμνύνεται μόνο για την Καλλιρρόη Σιγανού Παρρέν και τον Σταύρο Καλλέργη που πρωταγωνίστησαν στους κοινωνικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες. Ήταν και ο Λούης Τίκας. Ο ήρωας της ξενιτιάς.
Κι όμως ποιος τον γνωρίζει; Αυτή είναι η μοίρα των «προφητών» στον τόπο τους. Ο Τίκας θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση;
Ο ήρωας της ξενιτιάς, που θυσιάστηκε για τα δικαιώματα των εργατών, έγινε θρύλος στο Κολοράντο από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Γράφτηκαν τραγούδια γι’ αυτόν από του Αμερικανούς που του έστησαν μνημείο. Αλλά εδώ στον τόπο του τον ανακαλύψαμε εντελώς τυχαία πριν μερικά χρόνια.
Ο Ηλίας Αναστασίου Σπαντιδάκης όπως ήταν το όνομά του πριν ξενιτευτεί γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1886 στη Λούτρα Ρεθύμνου. Οι εποχές δύσκολες και το ψωμί έβγαινε με κόπο. Ήταν στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα που οι νέοι από διάφορες χώρες έβλεπαν στην Αμερική τη δική τους γη της Επαγγελίας κι άφησαν το κύμα της μετανάστευσης να τους παρασύρει. Για τις συνθήκες της εποχής μια τέτοια απόφαση ισοδυναμούσε με ταξίδι σε άλλο Γαλαξία.
Αλλά ο Ηλίας Σπαντιδάκης δεν ήταν από τους ανθρώπους που τρόμαζε η απόσταση προκειμένου να εξασφαλίσει καλύτερη ζωή για τον ίδιο και την οικογένειά του.
Το 1906 έχοντας πάρει την απόφασή του, έβγαλε μια αναμνηστική φωτογραφία ντυμένος με την τοπική του ενδυμασία, το φέσι, τη βράκα, τις μπότες, το κουμπωμένο ως απάνω πουκάμισο και την μπιστόλα του ζωσμένη στη μέση και την άφησε σε συγγενείς και φίλους για να τον θυμούνται.
Το ταξίδι στην Αμερική ξεπερνούσε το μήνα. Κάποτε έφθασε. Αν και για κείνον όλα έμοιαζαν τόσο ξένα με τις συνήθειές του, φρόντισε να προσαρμοστεί. Ξεκίνησε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο, με ημερομίσθιο $1,75, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greek town.
Στο Ζήση Παπανικόλα έναν ιδιόρρυθμο Ελληνοαμερικανό οφείλουμε τις λεπτομέρειες αυτές από τη ζωή του Ρεθεμνιώτη ήρωα της ξενιτιάς αλλά και σε άπειρες πηγές που εντοπίσαμε στο διαδίκτυο κυρίως της ομογένειας.
Ο Περικλής Λουλουδάκης από το Σπήλι του Ρεθύμνου, που ζούσε πια στο Σικάγο, θυμόταν έντονα τον Ηλία Σπαντιδάκη: «Ο Λούις Τίκας είχε καφενείο τότε. Μάρκετ Στριτ δεκαεφτά. Στο Ντένβερ του Κολοράντο ήμασταν τότε ίσως διακόσιοι Κρητικοί, δουλεύαμε στα ανθρακωρυχεία της περιοχής -στο Λαφαγέτ, στο Φρέντερικ, στη Λούισβιλ, στην Ντελάγκουα, στο Λάντλοου. Και κάθε βράδυ σχεδόν αυτοί οι Κρητικοί έρχονταν μπουλούκια στο καφενείο. Με ξελάσπωσε μια φορά όταν είχα μείνει. Μου ‘δωσε μια ευκαιρία. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Ήταν εκατό τα εκατό Κρητικός».
Συμπτωματικά, απέναντι απ’ το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wooblies). Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wooblies είτε όχι, ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα. Αρχικά, προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wooblies. Υπάρχουν πληροφορίες ότι ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!). Άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρεία.
Αναδείχτηκε ηγετική μορφή
Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του, που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Ήταν τζέντλεμαν: οι φωτογραφίες της συλλογής Ντολντ, που υπάρχουν στην πολιτειακή βιβλιοθήκη του Ντένβερ, δείχνουν έναν Αμερικανό πολίτη χωρίς μουστάκι -κάτι ασυνήθιστο για την κρητική κοινότητα- που δεν θα ξεχώριζε από έναν ντόπιο.
Οι κρητικές παραδόσεις ωστόσο δεν έπαψαν ούτε στιγμή να τον ακολουθούν.
Αναζητώντας την καλύτερη ευκαιρία για δουλειά πήρε και πάλι τον δρόμο για ένα επίσης μακρινό ταξίδι. Είχε πληροφορηθεί ότι στο Κολοράντο θα εύρισκε εύκολα δουλειά στα ανθρακωρυχεία. Εκεί, με το αίμα τους οι μετανάστες, στις υπόγειες στοές, «έχτιζαν» τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ούτε και ο ίδιος φανταζόταν ότι η ζωή και η δράση του στην Αμερική θα γινόταν ένας μύθος, αν και η μοίρα υπήρξε σκληρή μαζί του.
Οι συνθήκες εργασίας των ανθρακωρύχων ήταν άθλιες. Η εργασία στα ορυχεία ήταν σκληρή, αλλά η εκμετάλλευση των εταιρειών σε βάρος των εργαζομένων ήταν αβάσταχτη. Ουσιαστικά οι εταιρείες είχαν οργανώσει τη ζωή των ανθρακωρύχων, κατά τρόπο φεουδαρχικό και τους εκμεταλλεύονταν ληστρικότατα. Σπίτια, καταστήματα, ταβέρνες, εκκλησίες, νερό, φως τα πάντα ανήκαν στην εταιρεία που τα κοστολογούσε κατά 25% ακριβότερα, σε σύγκριση με την ελεύθερη αγορά. Και δεν είχαν άλλη επιλογή, καθώς τους επέβαλαν να είναι πελάτες των διευκολύνσεων που παρείχε η εταιρεία για να επιστρέφουν σ’ αυτήν το πενιχρό εισόδημά τους. Κάθε εργαζόμενος πλήρωνε για τροφή και ύπνο 30 δολάρια, όταν το ημερομίσθιο δεν ξεπερνούσε τα 2 δολάρια. Ο Τίκας αποφάσισε να οργανώσει όσο γίνεται καλύτερα το συνδικαλιστικό τους κίνημα έχοντας τη συμπαράσταση ενός μεγάλου μέρους των Ελλήνων εργατών του Κολοράντο. Άρχισε να περιοδεύει με δικά του έξοδα, στις ανθρακοφόρες περιοχές της βόρειας και νότιας περιφέρειας του Κολοράντο στενά συνδεδεμένος με την Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής, την οποία και ενημέρωνε για την επιτόπια έρευνά του. Έτσι κατάφερε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και να εξελιχθεί σε ηγετική μορφή. Ήταν για όλους ο «Λούης ο Έλληνας» ή ο «Λίο ο Κρητικός», όπως τον αποκαλούσαν. Έγινε θρύλος.
Στο Ντένβερ και στο Πουέμπλο συγκέντρωσε μερικά στατιστικά στοιχεία για τους Έλληνες ανθρακωρύχους στη νότια περιφέρεια. Όπως έγραψε σε μια έκθεση του υπήρχαν 350 Έλληνες στα ορυχεία της νότιας περιφέρειας. Από την Πρωτοχρονιά του 1912 ως τον Αύγουστο του 1913 είχαν σκοτωθεί 13 και είχαν τραυματιστεί πολλοί περισσότεροι.
Ένας τραυματίας εργάτης, ο Μάικλ Σταματάκης, που είχε τραυματιστεί σ’ ένα δυστύχημα στο ορυχείο του Πουέμπλο, διηγήθηκε στον Τίκας την περιφρονητική συμπεριφορά και τις απειλές του γιατρού που επί 14 μέρες τον είχε αφήσει αβοήθητο στο νοσοκομείο και τον προειδοποίησε ότι αν μιλούσε για την περίπτωσή του σε οποιονδήποτε θα τον έδιωχνε από το νοσοκομείο.
Ο Νικ Σαρρής και ο Τζέιμς Γκάνος, ο επίσημος διερμηνέας των Ελλήνων του Πουέμπλο, μίλησαν στον Τίκας για τις υπέρογκες τιμές που αναγκάζονταν να πληρώνουν οι εργάτες στα καταστήματα των εταιρειών.
Έτοιμοι για βιομηχανικό πόλεμο
Ο Τίκας σε σκληρή γλώσσα απευθύνθηκε προς το συνδικάτο των ανθρακωρύχων, γράφοντας στο γράμμα του, ότι μεταξύ των 350 συμπατριωτών του επικρατούσε μια ατμόσφαιρα εξέγερσης:
«Αν δεν βελτιωθούν οι συνθήκες, ανέφερε χαρακτηριστικά, είναι έτοιμοι οποιαδήποτε στιγμή να εμπλακούν σε βιομηχανικό πόλεμο και να αγωνιστούν όπως ακριβώς οι πατεράδες και τα αδέλφια τους στη μητέρα πατρίδα πολέμησαν ενάντια στους Τούρκους για να κερδίσουν την ελευθερία τους».
Η τεταμένη ατμόσφαιρα έδειχνε ότι είχε ωριμάσει ο καιρός για μια μεγάλη απεργία στην περιοχή των ανθρακωρυχείων του Κολοράντο, που διαφέντευε ο μεγαλοεπιχειρηματίες Τζον Ντ. Ροκφέλερ. Η απεργία άρχισε επίσημα στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 στο Λάντλοου, για να καταλήξει στα τραγικά γεγονότα και τη σφαγή του Απριλίου 1914. Τα κυριότερα αιτήματα των απεργών ήταν:
– Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι.
– Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρείας.
– Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους.
– Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία.
– Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η εργοδοσία στην αντεπίθεση
Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία προκειμένου να την καταπνίξει άρχισε να κάνει εξώσεις των απεργών από τα καταλύματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία. Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο. Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά της, έμπιστα πρόσωπα, αποφασισμένα αν χρειαστεί να ρίξουν στο ψαχνό. Ο κυβερνήτης το αποδέχθηκε και αυτό. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο, το οποίο έφερε πολυβόλο και οι εθνοφρουροί το αποκαλούσαν Death Special.
«Ρίξτε στο ψαχνό…»
Τον Οκτώβριο ο Τίκας μετακόμισε κι εκείνος στον καταυλισμό των απεργών. Ο μύθος του άρχισε ν’ απλώνεται στο Κολοράντο σύμφωνα με τα γραφόμενα στον Τύπο. Η κινητοποίηση των εργατών και η έναρξη της απεργίας είχαν προκαλέσει την κινητοποίηση των ιδιωτικών πιστολάδων των εταιρειών, ενώ δεν άργησε να εμφανιστεί και ισχυρή δύναμη της εθνοφρουράς αποτελούμενη από περίπου 700 άνδρες. Είχαν έλθει για να επιβάλουν την τάξη χωρίς φασαρίες. «Αλλά αν χρειαστεί να πυροβολήσετε –είπε ο λοχαγός Βαν Σάις- μη ρίχνετε στον αέρα, ρίξτε στο ψαχνό».
Ο Τίκας με τη γενναιότητα που τον διέκρινε, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα.
Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν εισέβαλαν στον καταυλισμό, πυροβολώντας αδιακρίτως σε ό,τι κι αν έβλεπαν να κινείται. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του μετεβλήθη σε λαϊκό προσκύνημα και διαμαρτυρία κατά της βίας και εκμετάλλευσης.
Το Ρέθυμνο εκτός
Όσοι επισκέπτονται σήμερον το Τρινιντάντ – Κολοράντο αντικρίζουν το μεγαλόπρεπες μνημείο των δολοφονηθέντων εργατών, μαζί με τον Κρητικό ηγέτη τους Λούη Τίκα.
Ο Γιώργος Σταυρουλάκης ήταν εκείνος που ασχολήθηκε με πάθος ερευνώντας τη ζωή και τον ηρωικό θάνατο του Τίκα. Και το αποτέλεσμα μιας τιτάνιας προσπάθειας έγινε ένα εξαιρετικό βιβλίο. Ο ίδιος πρωτοστάτησε στην οργάνωση εκδηλώσεων από το Εργατικό Κέντρο για να τιμηθεί ο ήρωας στο χωριό του. Ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς είχε δώσει μια καλή ευκαιρία.
Το 2014 κυκλοφόρησε και μια εξαιρετική ταινία ντοκιμαντέρ του Νίκου Βεντούρα με τίτλο «Παλικάρι», που αναφέρεται στη ζωή και στον τραγικό θάνατο του Ρεθεμνιώτη ήρωα. Σκηνοθεσία, Μοντάζ: Νίκος Βεντούρας
Παραγωγή, έρευνα: Λαμπρινή Χ. Θωμά
Μουσική: Μάνος Βεντούρας
Σύμβουλος Παραγωγής: Μενέλαος Τζαφάλιας
Τραγούδι: Φρανκ Μάνινγκ (Λούης Τίκας, Βραβείο καλύτερου folk τραγουδιού, 2002)
Τοποθεσίες Γυρισμάτων: Όκλαντ Καλιφόρνιας, Σάντα Φε Νέου Μεξικού, Ντένβερ Κολοράντο, Φορτ Κόλινς Κολοράντο, Κολοράντο Σπρινγκς Κολοράντο, Σικάγο, Αθήνα
Η ταινία προέκυψε μετά από ρεπορτάζ που έκανε ο σκηνοθέτης το 2008, μαζί με τη δημοσιογράφο Λαμπρινή Θωμά. Αναζήτησαν τις μνήμες, την ιστορία και την κληρονομιά του Λούη Τίκα και του Λάντλοου στο Κολοράντο και μίλησαν με κορυφαίους ιστορικούς, καλλιτέχνες και απογόνους ανθρακωρύχων, καταγράφοντας τα σημάδια που άφησε στο σώμα της εργατικής Αμερικής. Μία τραγωδία που πολλοί προσπάθησαν να αφήσουν να ξεχαστεί…
Στη Συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο σκηνοθέτης Νίκος Βεντούρας, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, είχε αναφερθεί χαρακτηριστικά: «Σκεφτήκαμε ότι άξιζε να διερευνήσουμε αυτή την ιστορία σε μεγαλύτερο βάθος. Θέλαμε να αποδώσουμε το κλίμα της εποχής των αρχών του 20ού αιώνα, των μεταναστευτικών διεκδικήσεων και την επίθεση στα εργατικά δικαιώματα, ζητήματα που μας αφορούν και σήμερα. Θέλαμε να δούμε τι έχει μείνει στους απογόνους των απεργών και στην ιστορική μνήμη της κοινωνίας. Είναι και ένα είδος έμπνευσης για το πώς άνθρωποι πριν από εμάς αντιστάθηκαν και κέρδισαν».
Η προσωπική διάσταση του ντοκιμαντέρ αποτυπώνεται στις συνεντεύξεις των απογόνων των απεργών. «Οι γιοι των απεργών για πολλά χρόνια ένιωθαν μια αίσθηση ήττας, γιατί μετά τη σφαγή υπήρχε μεγάλη καταστολή, οι γονείς τους δεν έβρισκαν δουλειά. Όμως μέσα στην οικογένεια τους υπήρχε μια αίσθηση υπερηφάνειας», ανέφερε ο σκηνοθέτης και συμπλήρωσε: «Την ιστορία αξίζει να τη μελετάμε επειδή ακριβώς επαναλαμβάνεται. Τα γεγονότα του παρελθόντος μας δίνουν το μήνυμα για το πώς να τα αντιμετωπίζουμε στο παρόν. Στο τέλος, η απεργία στο Λάντλοου καταστάλθηκε, αλλά οι αργότερα πέρασαν ορισμένοι νόμοι για τα εργατικά δικαιώματα».
Η πρωτοβουλία εξάλλου της Παγκρητίου Αμερικής να στηθεί η προτομή του ήρωα στη γενέτειρά του ήρθε να καλύψει ένα μεγάλο κενό. Φυσικά δεν έχει τη μεγαλοπρέπεια της άλλης στο Κολοράντο αλλά «κι από τ’ ολότελα…».
Πηγές:
Γιώργου Σταυρουλάκη: «Ο ήρωας της ξενιτιάς»
Ανθολόγηση στοιχείων από διάφορα κείμενα Εύας Λαδιά (Κρητική Επιθεώρηση (1992) – Άγονη Γραμμή- «Ρεθεμνιώτικα Νέα» (2002-2005-2009)
Συνέντευξη Βεντούρα για το ντοκιμαντέρ το «Παλικάρι»