Μέσα σε ένα κλίμα ιδιαίτερα βαρύ, εξαιτίας της οικονομικής, πολιτικής και αξιακής κρίσης που βιώνει εντόνως ο ελληνικός λαός, πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018 η ετήσια Γενική Συνέλευση του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου.
Στη Γενική Συνέλευση, όπου συμμετείχαν 300 σύνεδροι, πρόεδροι και εκλέκτορες των Ιατρικών Συλλόγων όλης της χώρας, εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία ο Διοικητικός και Οικονομικός Απολογισμός του 2017, ο προϋπολογισμός του 2018, καθώς και η εισήγηση της Διοίκησης του Π.Ι.Σ.
Όπως αναφέρει ο Ιατρικός Σύλλογος Ρεθύμνης σε ανακοίνωσή του, στη διάρκεια των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης, μεταξύ άλλων τονίστηκαν τα παρακάτω:
– Οι μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες υγείας καθιστούν ελλειμματική την περίθαλψη του ελληνικού λαού και την ασφαλή και ποιοτική ιατρική λειτουργία.
– Η πρωτοβάθμια περίθαλψη παρά τα σχέδια και τις εξαγγελίες είναι ελλειμματική, σχεδόν ανύπαρκτη, τα Νοσοκομεία βρίσκονται στα όριά τους και η δημόσια υγεία του πληθυσμού έχει υποστεί πλήγματα από τις ελλείψεις και τις αδυναμίες των Υγειονομικών Υπηρεσιών.
– Οι νέοι ιατροί οδηγούνται στην ανεργία ή την μετανάστευση πριν ή αμέσως μετά τη λήψη της ειδικότητας κυρίως λόγω των πρόσκαιρων και ελαστικών σχέσεων εργασίας που τους προτείνονται καθώς και των συνθηκών εργασίας.
– Πρέπει άμεσα να δομηθεί η Πρωτοβάθμια Περίθαλψη, όχι όπως σχεδιάστηκε, αλλά με όραμα και προοπτική για το μέλλον και όχι με αιφνιδιασμούς όπως για παράδειγμα οι νέες απαράδεκτες συμβάσεις του ΕΟΠΥΥ.
– Πρέπει άμεσα να καλυφθούν με μόνιμο προσωπικό οι κενές θέσεις στα Νοσοκομεία του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού προκειμένου να υπάρχει περίθαλψη ανθρώπινη και αξιοπρεπής, επαρκής και ασφαλής, χωρίς την εξάντληση του προσωπικού και την ταλαιπωρία των πολιτών, η οποία υπάρχει σήμερα.
«Να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση Novartis »
Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνης, η Συνέλευση ζήτησε -και θα επιμείνει να ζητά- να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση Novartis και γενικότερα στις αθέμιτες πρακτικές των φαρμακευτικών εταιρειών και στην λειτουργία κρατικών φορέων επιφορτισμένων με τον έλεγχο και την λογοδοσία για την φαρμακευτική και ιατροτεχνολογική, δημόσια, νοσοκομειακή και εξω-νοσοκομειακή δαπάνη που ενέχονται άμεσα στο πραγματικό σκάνδαλο των υπερκοστολογήσεων φαρμάκων, υλικών και υπηρεσιών.
«Πρέπει να σταματήσει η αλόγιστη κατηγορία εναντίον των γιατρών και η συλλογική ενοχοποίηση του κλάδου χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, για καθιερωμένες επί δεκαετίες πρακτικές με την συμμετοχή και την επίγνωση της πολιτείας αλλά και της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Δεν μπορεί ο ιατρικός κόσμος να γίνεται η αποκλειστική «βορά» στο βωμό σκοπιμοτήτων, όπως συμβαίνει κάθε φορά που τα πράγματα για τους πολίτες δυσκολεύουν» τονίζεται στην ανακοίνωση.
Συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση και ιατρική λειτουργία
Στην συνέλευση τονίσθηκε ιδιαίτερα ότι πρέπει να αναλάβουν όλοι, πολιτεία και ιατρικοί επιστημονικοί φορείς, τις ευθύνες που τους αντιστοιχούν και να τεθεί σε νέα βάση το κρίσιμο ζήτημα της συνεχιζόμενης ιατρικής εκπαίδευσης που είναι αυτονόητο ότι πρέπει να υπάρχει και να ενισχύεται, γιατί η βελτίωση του επιστημονικού επιπέδου των γιατρών έχει άμεσο αντίκτυπο στην καλύτερη περίθαλψη των Ελλήνων πολιτών.
Τονίστηκε επίσης ότι είναι πλέον αναγκαίο να υπάρχει θεσμοθετημένη ενεργή συμμετοχή, καθώς και η ενδεδειγμένη επιστημονική στήριξη της νομικής υπηρεσίας του ΠΙΣ στους γιατρούς που ευρίσκονται συνεχώς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπό την απειλή μηνύσεων και δικαστικών διώξεων, ένα φαινόμενο, όπως επισημάνθηκε, που παίρνει διαστάσεις και έχει συνέπειες αρνητικές στην σωστή ιατρική λειτουργία.
«Οι γιατροί σύμφωνα με τους γραπτούς και άγραφους νόμους πρέπει να είναι πιστοί στον όρκο και στην αποστολή τους, να συνεχίζουν την επιμόρφωσή τους και να ασκούν τη λειτουργία τους με ήθος και αξιοπρέπεια, όπως επιβάλλεται, και όπως ασκείται από την πλειοψηφία τους» τονίστηκε στην Συνέλευση.
Τέλος, όπως αναφέρει ο Ιατρικός Σύλλογος Ρεθύμνου, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος, μέσα και από τη Γενική του Συνέλευση, εξέφρασε την αγωνία του και την αγανάκτησή του για την διαχρονική υποβάθμιση των Υγειονομικών υπηρεσιών και ζητά από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της υγείας και περίθαλψης σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες, εκσυγχρονίζοντας και εξορθολογίζοντας το σύστημα υγείας.