Η Μάρθα Πετράκη γεννήθηκε στις 2/02/1926 στην Καλή Συκιά και πέθανε στις 21/03/2020 στο χωριό Φωτεινού όπου έζησε πολλά χρόνια με τον σύζυγο της Μανούσο Παπαδάκη, με τον οποίο απόκτησαν ένα γιο, δυο κόρες, πέντε εγγόνια και ένα δισέγγονο. Η Καλή Συκιά, όπως και το Φωτεινού, είναι χωριά γνωστά για την φιλοξενία τους αλλά και τους αγώνες των κατοίκων τους για την απελευθέρωση από τους κατακτητές.
Η αντιστασιακή δράση των κατοίκων της Καλή Συκιάς στην περίοδο της Γερμανοκατοχής έχει καταγραφεί από τους ιστορικούς όπως και το τι υπέστη από τα σκληρά αντίποινα των Γερμανών κατακτητών στη συνέχεια.
Η μητέρα της Μαρία, ήταν από το Ροδάκινο το γένος Φρονιμάκη και παντρεύτηκε στην Καλή Συκιά τον Μανώλη Πετράκη που έζησε πολλά χρόνια και απόκτησαν έξη παιδιά. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων, όταν οι Γερμανοί μαζί με τους Σουμπερίτες δοσίλογους έκαψαν το χωριό, πρόλαβε και ξέφυγε από ένα παράθυρο χωρίς να την αντιληφτούν.
Η Μάρθα με τα αδέρφια της έζησε αυτή την θηριωδία στις 6 του Οκτώβρη του 1943 και έχοντας το ταλέντο να γράφει σε δεκαπεντασύλλαβο, έγραψε μια ρίμα που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Η Κατοχή δεν μας λύγισε» που έγραψε ο δημοσιογράφος Μανώλης Παντινάκης και αναφέρεται στα χωριά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής.
Παρακάτω ακολουθεί ένα απόσπασμα αυτής της μεγάλης ιστορικής ρίμας.
Το Χρονικό της Καλή Συκιάς
Το χίλια εννιακόσια και έτος σαραντα τρία έγινε στην Καλή Συκιά μέγα πανωλεθρία.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρα πάθη, εκάη η Καλή Συκιά χωρίς αιτία να ‘χει.
Τον μήνα τον Οκτώβριο ήταν Τετάρτη μέρα, ήρθαν οι σκύλοι Γερμανοί με τρομερή φοβέρα.
Και βγάζουν μια διαταγή όλοι μικροί μεγάλοι, να πάμε να καθίσουμε πιο κάτω στο Λιβάδι.
Εις το «Λιβάδι» πήγαμε, καθίσαμε στη βρύση και μασε κουβεδιάζανε, δεν είχανε τη λύπη.
Σταφύλια, απίδια πήραμε πολλά να ντως κρατούμε και τους εκαλοπιάναμε να ιδούμε τι θα πούνε.
Τα φρούτα σαν εφάγανε άγρια μας φωνάζουν αρκούδες φύγετε από δω, αμέτε στη γωνία
Και εμιλιά μη βγάζετε, έχετε τιμωρία.
Οι Γερμανοί ‘τανε μαζί με δέκα καταδότες και τα χωριά που κάψανε , αυτοί ‘τανε προδότες
Οι καταδότες φώνιαζαν, οι άντρες σας που πάνε, τα όπλα τους που τα ‘χουνε, ούλες θα σασε φάμε.
Εμείς δε φοβηθήκαμε και με καρδιά μιλούμε, όπλα δεν έχουμε εδώ, τι να σας μαρτυρούμε.
Πέστε μας ποια σας θα βρεθεί, όπου θα μαρτυρήσει ένα τουφέκι στο χωριό, ζωή για να κερδίσει.
Εμείς για τους ανθρώπους μας ζωή δεν εκτιμούμε, όπλα δεν μαρτυρούμενε, καλιά να σκοτωθούμε.
Στο στήθος μας εθέτανε τα όπλα τα παντέρμα, μα πως θα μας σκοτώνανε δεν είχαμε ιδέα.
Εις τη γωνιά καθόμαστε, καθόλου δε μιλούμε, οι καταδότες φώναζαν ζωή σας αφαιρούμε.
Εις το χωριό γυρίζουνε και σαν τους σκύλους κάνουν, στην κάτω μπάντα του χωριού τέσσερα σπίτια ανάβουν
Το πρώτο που εκάψανε του Ευστράτιου Γρυντάκη το δεύτερο ανάψανε Ευάγγελου Πετράκη…
Δεν ήταν μόνο τα ιστορικά γεγονότα που κατέγραψε με ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο η αείμνηστη Μάρθα, αλλά και πολλά άλλα γεγονότα της καθημερινής ζωής όπως η αγάπη, η χαρά, η φύση, το γλέντι, ο θάνατος, και άλλα. Επίσης έγραφε σατυρικές μαντινάδες εμπνευσμένη από γεγονότα που συνέβαιναν στο χωριό.
Μερικές μαντινάδες της είναι…
Φιλιά απού ‘ναι ψεύτικη ποτέ σου μην τη δίνεις
γιατί ανάβεις μια φωθιά απού δεν τηνε σβήνεις.
Πως σ’ αγαπούσα μια φορά δε θα το διαψεύσω
δε σου ‘καμα συμβόλαιο πως θα ‘ρθω να σε κλέψω.
Όταν ο ήλιος χάνεται και σταματά να λιάζει
εγώ για σένα καίγομαι και άλλος σ’ αγκαλιάζει.
Γλυκιά ζωή σε κράτουνα μέσα σ’ ένα ποτήρι
αλλά η μοίρα η σκληρή δε μου ‘καμε χατίρι.
Όσοι την γνώρισαν δεν ξεχνούν τον ακέραιο χαρακτήρα της, την αγάπη για την οικογένειά της, την φιλοξενία της, την όρεξή της να βοηθήσει κάποιον που είχε ανάγκη, την νοικοκυροσύνη αλλά και το μερακλίκι της. Ο σύζυγός της, τα παιδιά και τα εγγόνια της είναι υπερήφανοι για αυτήν και δεν την ξεχνούν ποτέ. Κλείνω με μια μαντινάδα αφιερωμένη στην μνήμη της:
Έφυγες μα το νάμι σου δεν πρόκειται να σβήσει
με περηφάνια κι αθρωπιά εδιάβηκες τη ζήση.