Ελάχιστα χρόνια κράτησε η γνωριμία μας, όμως κι ας κοντεύουν σαράντα χρόνια από τον θάνατό του, τον αναζητώ όποτε η πόλη γονατίζει και πνιγόμαστε σε μια μιζέρια ψυχής.
Αναζητώ το χιούμορ, το κέφι του, το έξυπνο καλαμπούρι του. Μου λείπει το πείσμα του για να δούμε τον τόπο μας λίγο ψηλότερα. Αυτός ήταν ο Μάρκος Γιουμπάκης Ένας ωραίος άνθρωπος.
Αναζητώντας στοιχεία για το αφιέρωμα, που του αξίζει, στάθηκα τυχερή. Τον είχε νεκρολογήσει ο εκλεκτός μας συμπολίτης Μιχάλης Τζεκάκης κι είχαν ακολουθήσει και άλλοι ξεχωριστοί επίσης, από Ρέθυμνο και Χανιά.
Λένε πως κρίνεται η πορεία ενός ανθρώπου από τα δάκρυα που θα πέσουν στο ξόδι του. Στην προκειμένη περίπτωση πόσο αγαπητός ήταν ο Μάρκος φαίνεται από τα κείμενα που ακολούθησαν μετά το θάνατό του.
Άφησε ίχνη με το χιούμορ του
Είχα προσέξει σε ανύποπτο χρόνο ότι δεν υπάρχει παλιός Ρεθεμνιώτης να μη θυμάται κάτι σπαρταριστό και όμορφο από τον Γιουμπάκη.
Κυρίως το χιούμορ του ήταν μοναδικό. Δεν μπορώ να μην αναφέρω κάτι προσωπικό.
Είναι Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, (1973), συμμετέχω, όπως γινόταν, τότε σε μια επιτροπή του Δήμου για τη βαθμολογία των τραγουδιών. Και κοντεύω να… αποβάλω (έγκυος ήμουν), επειδή τα έφερε, η καλή ώρα, να κάθομαι δίπλα στον Μάρκο.
Άκουγε σοβαρός σοβαρός τα τραγούδια και μετά με μια γκριμάτσα, που ήταν όλα τα λεφτά, έλεγε στο χαρτί, με ύφος απολογητικό, σαν να αιτιολογούσε τη χαμηλή του βαθμολογία…
«Τι να σου κάμω; Τάπα κι επαέ…».
Άλλος πάλι τον θυμάται σε καρναβάλι να ξεσηκώνει τον κόσμο κρατώντας δοχείο… νυκτός και μια αρμαθιά λουκάνικα. Και χωρίς να προσβάλλει, χωρίς να σοκάρει κανέναν, σκορπούσε το αβίαστο γέλιο.
Σε μια περίπτωση μόνο σοβάρευε. Σε ό,τι αφορούσε τη Βιβλιοθήκη και τη λειτουργία της.
Μικρή ζωή αλλά μεστή
Από τις πηγές που προανέφερα, αξίζει τώρα να ξεφυλλίσουμε το τόσο σύντομο βιβλίο της ζωής του Μάρκου Γιουμπάκη, αλλά τόσο μεστό σε περιεχόμενο και δράσεις.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Μοναδικό βιός της φαμίλιας του το φιλότιμο και η αδιαμφισβήτητη εντιμότητα. Ο Μάρκος, στα γυμνασιακά του χρόνια, βίωσε τη φρίκη της κατοχής. Ο θάνατος έγνεφε πολλές φορές από μακριά και η στέρηση μαράζωνε τις μέρες.
Αυτός όμως είχε βρει το μεγάλο γιατρικό για να ξεπερνά εκείνα τα βιώματα. Διακωμωδούσε με υγιή και έξυπνο τρόπο, το κάθε τι. Και είχε τη μοναδική ικανότητα να παρασύρει και τους άλλους σε μια πιο αισιόδοξη αντιμετώπιση της κακομοιριάς που μάστιζε το Ρεθυμνάκι μας.
Το όνειρο της Βιβλιοθήκης
Η επαφή και η συνεργασία με τον τιτάνα της πολιτιστικής μας ζωής Πολύβιο Τσάκωνα τον επηρέασε βαθιά. Τον άκουγε με βαθιά προσοχή και συμφωνούσε μαζί του, πως όταν το Ρέθυμνο διαθέτει παράδοση στο πνεύμα δεν του χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να δώσει σαν πόλη το στίγμα του.
Η μεγάλη ιδέα της Βιβλιοθήκης έγινε και δικός του πόθος. Μου έλεγαν παλιά, χρόνια πάνε από τότε, ότι ο Μάρκος μάζευε φύλλο φύλλο έντυπα κι εφημερίδες για να δημιουργήσει σώματα και να υπάρχει ένα αρχείο του τόπου. Ήταν η πρώτη ας πούμε «μαγιά» για το θαύμα που θα ακολουθούσε…
Για ένα μεγάλο διάστημα τρεφόταν με το όραμα, γιατί ποιος θα τον αντάμειβε για το μόχθο του; Και δεν ήταν μόνο στην υπηρεσία της Βιβλιοθήκης, ανιδιοτελής εργάτης. Κάθε κοινωνική δράση τον συγκινούσε και τον ενθουσίαζε. Έτσι βρέθηκε και στους προσκόπους που του έδιναν την ικανοποίηση ότι συμμετέχει ένα θεσμό στα μέτρα του: Αγάπη για τη φύση, φροντίδα για το συνάνθρωπο.
Ένας ιδεολόγος
Ένας ιδεολόγος ήταν πάντα Από τους λίγους ανθρώπους που διέθετε όραμα.
Με τη στράτευσή του βρέθηκε στην Κορέα Εθελοντής από κούνια. Κάθε τι που έκρυβε αγνό ιδεαλισμό τον συγκινούσε. Σαν όλους τους ομοίους του πικράθηκε αρκετές φορές. Μα είχε τόσο μεγάλη καρδιά που χωρούσε συγγνώμη για κάθε παραστράτημα ακόμα και της ανθρωπότητας.
Σαν τέλειωσε και η περιπέτειά του αυτή, γύρισε και αφοσιώθηκε πια ολόψυχα στη Βιβλιοθήκη, πολύτιμος βοηθός του Πολύβιου Τσάκωνα.
Όπως αναφέρει στη θαυμάσια νεκρολογία, που είχε εκφωνήσει, ο Μιχάλης Τζεκάκης, ο Γιουμπάκης, είχε κάνει το χώρο δίπλα από την Αγία Βαρβάρα δεύτερο σπίτι του. Εκεί στην εκκλησία παντρεύτηκε μια υπέροχη γυναίκα και εκεί επίσης βάφτισε τα παιδιά του.
Είπαν και δεν είναι ψέμα πως αν δεν υπήρχε το πάθος του Γιουμπάκη ίσως να μην είχαν Βιβλιοθήκη και μάλιστα την πρώτη Δημόσια Βιβλιοθήκη στην Κρήτη όταν στις άλλες πόλεις λειτουργούσαν δημοτικές.
Θα μπορούσε να δεχτεί αδιαμαρτύρητα κάθε κακοτυχία. Αρκεί να μην έθιγε τη Βιβλιοθήκη. Δεν άντεχε να τη βλέπει ούτε μισή ώρα κλειστή. Εκεί στο καθήκον, με την ευθύνη του διευθυντού ερχόταν σ’ επαφή με τα νιάτα κι έδινε κίνητρα για φιλαναγνωσία.
Κι όταν τέλειωνε η καθημερινή υποχρέωση στο επαγγελματικό καθήκον, στρεφόταν σε κάθε κοινωνική δράση που έδινε ζωντάνια στον τόπο.
Επόμενος χώρος λατρείας η σκηνή
Ένας τομέας που λάτρεψε και τον λάτρεψε, ήταν η Ερασιτεχνική Σκηνή του Ωδείου Ρεθύμνου. Ο Μανόλης ο Βογιατζάκης έπινε νερό στο όνομά του.
Ενδεικτικά, γιατί είναι πολλά τα δημοσιεύματα, στέκομαι σε ένα απόσπασμα του Κώστα Μαμαλάκη, από τη σειρά του «Η πόλη που δεν σβήνει».
Γράφει μεταξύ άλλων, για την παράσταση με το έργο του Νίκου Ορφανού «Καλά ξέτελα», όπου ο Μάρκος κρατούσε ένα βασικό ρόλο:
«Ο Μάρκος Γιουμπάκης, σαν Ανεμογιακουμής, είχε μπει στο «πετσί του ρόλου του».
Ήταν απολαυστικός… Κυριαρχούσε στη σκηνή και την αλώνιζε. Έχω την εντύπωση ότι αυτοσχεδίαζε κιόλας κατά τρόπο βέβαια θεμιτό.
Είχε και κάτι ευρήματα χαριτωμένα που υποπτεύομαι πως ήταν δικής του έμπνευσης. Όπως το σπάσιμο του καρυδιού. Οι σιαγώνες του εκτελούσαν χρέη καρυοθραύστη.
Έσπαζε το καρύδι με μια απότομη κίνηση έχοντας κάνει λαβή, με τα χέρια του, στο πάνω μέρος του κεφαλιού του και του σαγονιού του.
Ή τσακίζοντας κούτσουρα αμπελοκουρμούλας, μ’ ένα περίεργο κωμικό τρόπο με την πατούχα του στιβανιού του.
Όλα αυτά όμως ήσαν ψυχολογημένα και γινόντουσαν σε κατάλληλη στιγμή, σαν εκδήλωση ευθυμίας, αμηχανίας, ψεύτικης οργής. Ήτανε και μαντιναδολόγος ο Ανεμογιακουμής. Έφθασε στο σημείο να μας δώσει και μικρό δείγμα μαντιναδομαχίας».
Και ο Μαμαλάκης κατέληγε:
«Έχω τη γνώμη, ότι αυτή η μάσκα του προσώπου του Γιουμπάκη, με το εκφραστικό ύφος, τις «μούτες», το αεικίνητο σκούρο που λάμπει από πονηριά βλέμμα, όλα αυτά τα σκηνικά προσόντα, εάν έχει και φωτογένεια, του δίνουν μεγάλη «κινηματογραφικότητα».
Οφείλουμε στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι ο μόνος ηθοποιός που έμεινε στην ιστορία για τις «μούτες» του, τις γκριμάτσες του, ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης. Και να φανταστούμε γιατί ο Μάρκος Γιουμπάκης έκανε το κοινό του να σπαρταρά στο γέλιο.
Και δημοσιογράφος
Βρήκα και πολλά δικά του άρθρα στον τοπικό τύπο χωρίς διάκριση. Τον ενδιέφεραν τα θέματα της πόλης και φαίνεται πολύ επηρεασμένος από τη γραφή του Λυκούργου Καφφάτου τον οποίο θαύμαζε ιδιαίτερα.
Αυτή η συνέντευξή του, που με είχε εντυπωσιάσει, ομολογώ, ήταν από την Αλίκη Βουγιουκλάκη, όταν είχε έρθει στο Ρέθυμνο. Ερωτήσεις μεστές, ουσιαστικές, από τις απαντήσεις των οποίων μάλιστα έβγαινε και είδηση. Η εθνική μας σταρ, που ήταν τότε στα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα, του ομολογούσε ότι έχει καταγωγή από το Ρέθυμνο.
Όταν θα κάνουμε τις αναφορές μας στην καλλιτεχνική ζωή, θα βάλουμε μεγάλα αποσπάσματα από αυτή τη συνέντευξη.
Με τον αξέχαστο Κωστή Μαυρουλάκη, άλλον επίσης αγνό ιδεολόγο, ξεκίνησαν μια εφημερίδα το «Νέο Κόσμο», χωρίς όμως να σταματήσει να γράφει και στις άλλες εφημερίδες.
Η αγάπη του για την ιστορική έρευνα μας έδωσε δυο αξιοπρόσεκτα βιβλία, για το Ρέθυμνο και τη Φορτέτζα, ενώ ένα τρίτο, που μάλλον έμεινε ανέκδοτο αναφέρεται στον Ρεθεμνιώτικο Τύπο από το ξεκίνημά του από το 1869, μέχρι τις μέρες που έσβησε τα καντήλι της ζωής του φλογερού αυτού Ρεθεμνιώτη. Γνωστός και ο τουριστικός οδηγός που έκαναν με τον Μιχάλη Τζεκάκη.
Ένας παράγοντας του τόπου
Ο Μάρκος Γιουμπάκης ήταν ένας παράγοντας του τόπου γεμάτος αγάπη για όλους, ένας ανιδιοτελής κοινωνικός εργάτης.
Όταν όλοι ξεσηκώθηκαν να φύγουν, δεκαετία του ’60, αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα, αυτός σήκωσε παρακλητικά τα χέρια. Δεν άντεχε να βλέπει την πόλη να ερημώνει.
Κι ήρθε η αρρώστια ύπουλη εκεί που κανένας δεν φανταζόταν ότι θα φώλιαζε σε κείνο το γεμάτο ζωή σώμα.
Η γυναίκα του Αικατερίνη, μια εξαίρετη γυναίκα, προσπάθησε να του κρύψει τη φοβερή αλήθεια. Κι όταν πλησίαζε το τέλος, εκείνη συνέχιζε να του κάνει ενέσεις, δήθεν ότι η θεραπεία έπρεπε να τελειώσει. Κι ας μην άφηναν οι γιατροί καμιά ελπίδα.
Έτσι μια μέρα θλιβερή, στις 14 Ιανουαρίου 1976 η αγνή ψυχή του Μάρκου, πέταξε ψηλά για να ξεκουραστεί πια το βασανισμένο του κορμί. Τον έκλαψαν και οι «πέτρες».
Και τον Ρέθυμνο πάντα τον αναζητά. Η απώλεια παραμένει μεγάλη. Γιατί εκείνο το πλατύ χαμόγελο κι εκείνη η έμφυτη αισιοδοξία, που μας έδινε φως στην καθημερινότητά μας, βασίλεψαν δυστυχώς για πάντα μαζί του.