Μέρες μνήμης για την προσφυγιά κι είναι καιρός να επισημανθεί για το Ρέθυμνο μια πρωτοπορία που δεν του έχει επαρκώς αναγνωρισθεί.
Μπορεί κι εδώ να υπήρχαν οι πολέμιοι στο να δοθεί μια γωνίτσα για τους δυστυχισμένους πρόσφυγες. Μπορεί κι εδώ να δέχονταν οι ξεριζωμένοι πικρές κουβέντες με κυρίαρχες τις λέξεις «πρόσφυγκες» και «τουρκόσποροι». Στο Ρέθυμνο όμως είχαν αναληφθεί ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου διωγμού, στο Ρέθυμνο εγκαταστάθηκαν λίγες οικογένειες από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία. Οι πρώτοι πρόσφυγες, που έφθασαν τον Αύγουστο του 1922, προέρχονταν από τον υπό ρωσική κυριαρχία Πόντο. Μέχρι τον Οκτώβριο, 3.000 περίπου Έλληνες από τη Μικρά Ασία, αλλά και Αρμένιοι βρίσκονταν στην πόλη.
Η θαρραλέα δράση της Λέλας Κούνουπα που δεν δίστασε να βγει πόρτα πόρτα και να ικετέψει για την βοήθεια των προσφύγων που πέθαιναν από πείνα αρνούμενοι από αξιοπρέπεια να απλώσουν χέρι επαιτείας σώζει ζωές.
Οι πρόσφυγες ζούσαν διπλό δράμα. Είχαν αφήσει πίσω τους περιουσίες. Είχαν μάθει να ζουν σε απίστευτο πλούτο. Πώς να δεχθούν τώρα απότομα τη νέα τους κατάσταση και να καταφύγουν στην επαιτεία για να ζήσουν; Ανήκουστο. Καλύτερα ο θάνατος. Πάνω από όλα η αξιοπρέπεια ήταν το έμβλημα ζωής των προσφύγων. Έτσι με την οργάνωση συσσιτίων χάρις στην υπέροχη εκείνη γυναίκα σώθηκαν πολλοί ξεριζωμένοι από βέβαιο θάνατο.
Το Λύκειο Ελληνίδων καταφέρνει να οργανώσει τμήματα κοπτικής ραπτικής και να δώσει ένα σπουδαίο εφόδιο στις προσφυγοπούλες για να εξασφαλίσουν το μέλλον τους.
Ήδη το Λύκειο Ελληνίδων είχε από καιρό πριν ακόμα από το «διωγμό» επαφή με τις Κυρίες της Εθνικής Αμύνης Σμύρνης τις οποίες και εμψύχωναν για να ξεπεράσουν την αγωνία που βίωναν μη ξέροντας τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Τώρα ενεργά βοηθούσε με όλες του τις δυνάμεις για μια αποτελεσματική και ουσιώδη στήριξη των προσφύγων.
Μεγάλη η συμβολή και του Συλλόγου Κυριών πέρα από την ατομική προσπάθεια της Λέλας Κούνουπα.
Η τοπική Εκκλησία δεν μπορούσε φυσικά να μείνει αδιάφορη μπροστά σε τόση δυστυχία αν και θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα.
Σε συνέντευξή του στην «Κρητική Επιθεώρηση» (12 Νοεμβρίου 1922) ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου αναφέρει πως δόθηκε προσωρινή λύση για τη στέγαση των προσφύγων με την φιλοξενία τους στις Μονές Αρκαδίου και Αρσανίου, αλλά δυστυχώς μόνον σαράντα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν. Οι άλλες μονές δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν και λόγω απόστασης. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καν επαρχιακή οδοποιία και η μετακίνηση με τα μέσα που υπήρχαν ήταν μια δοκιμασία για κείνον που την επιχειρούσε.
Μια λύση επίσης θα ήταν τα μετόχια αλλά θα έπρεπε να προηγηθεί μια διαδικασία μετά φυσικά και από παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου Κρήτης επειδή το θέμα των προσφύγων αφορούσε όλο το νησί Ζήσε Μάη μου όμως…
Από τα πρώτα εκείνα στοιχεία συμπεραίνουμε ότι όποιος επρόλαβε τον Κύριο «οίδε».
Κλίμα συμπαράστασης
Οι εφημερίδες της εποχής ωστόσο μας δίνουν ένα θερμό κλίμα συμπαράστασης για τους πρόσφυγες με τη δημοσίευση δωρεών και όχι μόνον. Είναι πολλοί εκείνοι που σπεύδουν να δώσουν από το υστέρημά τους για τη βοήθεια των δυστυχισμένων της Ιωνίας. Αυτό που μας προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι η προθυμία και των Τούρκων του Ρεθύμνου να βοηθήσουν.
Μια τεράστια στήλη -που έπεσε στην αντίληψή μας- αναφέρει ονόματα και αντίστοιχα ποσά που προέρχονται από Τούρκους. Είναι πολλά περισσότερα από όσα αναφέρονται σε άλλες στήλες με ονόματα φορέων και ντόπιων. Πολλά περισσότερα. Για να δοξαστεί και πάλι η άποψη ότι για όλα τα δεινά ενός τόπου, φταίνε οι ταγοί και ποτέ ο απλός λαός.
Έκκληση για τους αγνοούμενους
Τραγική εικόνα και οι ατέλειωτες στήλες με εκκλήσεις προσφύγων που ζητούν τους χαμένους συγγενείς τους. Αρκετοί στάθηκαν τυχεροί. Και μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού πολλές οικογένειες ενώθηκαν. Άλλοι πάλι κουράστηκαν να περιμένουν και τράβηξαν το δρόμο τους μόνοι στον τόπο που θα έκαναν δεύτερη πατρίδα τους.
Με την είσοδο του 1923, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός ίδρυσε στην πόλη μας γραφείο περίθαλψης προσφύγων με σκοπό να διευκολύνει την διανομή δεμάτων με είδη πρώτης ανάγκης αλλά και να προσφέρει στήριξη στις οικογένειες που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη.
Το γραφείο είχε εγκατασταθεί στο χώρο του Νομογεωπόνου και για τη λειτουργία του είχε τοποθετηθεί από τον Ερυθρό Σταυρό κάποιος Παιδάκης.
Στο μεταξύ και με την αύξηση του πληθυσμού των προσφύγων ιδρύθηκαν και οι πρώτοι προσφυγικοί συνοικισμοί. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, τον Δεκέμβριο του 1925, στον νομό Ρεθύμνου, ο «αστικός» πληθυσμός ανερχόταν σε 615 οικογένειες (2.352 άτομα) και ο «γεωργικός» σε 874 (3.173 άτομα). Οι πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο, προέρχονταν από την Παλαιά και Νέα Φώκαια, τη Σμύρνη, τον Τσεσμέ και άλλους οικισμούς της δυτικής Μικράς Ασίας.
Γεγονός είναι ότι ο τόπος ωφελήθηκε τα μέγιστα από τους πρόσφυγες. Άλλοι με την τεχνογνωσία τους, άλλοι με την εμπειρία τους στον πρωτογενή τομέα και άλλοι με την επιστημοσύνη τους πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στον τόπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γιατρός Ευκλείδης. Ένας φωτισμένος άνθρωπος, ένας αγνός πατριώτης, ένας μεγάλος φιλάνθρωπος.
Ο ανάργυρος γιατρός
Ο Μιχαήλ Νικολάου Ευκλείδης γεννήθηκε στην Λίγδα Αιδινίου της Μικράς Ασίας το 1879.
Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Σαββόπουλος αλλά το Ευκλείδης του έμεινε από τα μαθητικά του χρόνια λόγω της μεγάλης του έφεσης στα μαθηματικά. Είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης αποκτώντας ζηλευτή μόρφωση και ξένες γλώσσες.
Σπούδασε ιατρική στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου αποφοίτησε το 1906. Αλλά σαν γνήσιος μικρασιάτης είχε από νεαρός πολλές πνευματικές ανησυχίες που διεύρυναν την περιουσία της γνώσης του.
Στο βιογραφικό του που διαβάζουμε στο βιβλίο του κ. Εκκεκάκη για τους σημαντικούς Ρεθεμνιώτες, ο Ευκλείδης υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό, καθώς τον υποχρέωναν οι συνθήκες το 1914. Και πολλές από τις αναμνήσεις του περιέλαβε αργότερα στο ημερολόγιό του που τυπώθηκε στο τυπογραφείο «Γεωρβασάκη».
Καθολική καταξίωση
Βρέθηκε στο Ρέθυμνο με το πρώτο κύμα των προσφύγων. Ένας ώριμος άνθρωπος με έντονα τα σημάδια της ταλαιπωρίας από τη μοίρα του ξεριζωμού. Η τοπική κοινωνία τον συμπάθησε αμέσως και τον καταξίωσε στα επίλεκτα μέλη της. Κι εκείνος αφιερώθηκε στη θεραπεία κάθε ασθενή. Έδινε τον καλύτερο εαυτό του για θεραπεία και μόλις ερχόταν η ώρα της πληρωμής συμπεριφερόταν σαν να τον έπνιγε ένα θεριό. Όταν είχε να κάνει με πτωχό ασθενή, δεν είχε πρόβλημα. Πετούσε ένα βιαστικό, «περαστικά σας» κι έφευγε χωρίς να δώσει περιθώρια στην οικογένεια να σκεφτεί την πληρωμή. Ακόμα και με τους εύπορους ένοιωθε άβολα. Σαν να εξαργύρωνε το θείο δώρο της γνώσης του Ιπποκράτη.
Σίγουρα ο Ευκλείδης θα ήταν ευτυχισμένος σε μια κοινωνία χωρίς συναλλαγή σε χρήμα.
Ένας απλός άνθρωπος
Ο Κώστας Μαμαλάκης μας τον περιγράφει ψηλό, με παχύ καστανό μουστάκι και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
Ήταν ένας απλός άνθρωπος, με ύφος ταπεινό και βάδιζε πάντα συλλογισμένα. Σεμνός, απέριττος, με επιστημοσύνη θαυμαστή κι ευρυμάθεια που έθελγε τον ακροατή του. Ήταν πάντα ενήμερος για το κάθε τι που αφορούσε τις εξελίξεις στην επιστήμη του, είχε άποψη, χωρίς να φανατίζεται και να φανατίζει. Κι ο πατριωτισμός του είχε τη φλόγα μιας θρησκείας. Αυτό φαίνεται από τους επικηδείους ηρώων που εκφωνούσε και τα απομνημονεύματα που άφησε γεμάτα λυρισμό και απαλλαγμένα από υποκειμενικές σκέψεις και θεωρίες που αναμοχλεύουν πάθη. Ήταν ένας βαθιά φιλοσοφημένος άνθρωπος που τιμούσε την ανθρωπιά και την επιστήμη του. Τα δημοσιεύματά του επίσης στον τοπικό τύπο έθελγαν το αναγνωστικό του κοινό.
Και προκαλούσε το σεβασμό αν και η εμφάνισή του θα μπορούσε να καθρεπτίζει τον οίκτο στα βλέμματα των ανθρώπων.
Αναφέρει σχετικά ο εκλεκτός συγγραφέας Μανόλης Κούνουπας:
«Φορούσε ένα χιλιομπαλωμένο παντελόνι, ένα τριμμένο σακάκι και πουκάμισο με σκληρό κολάρο, που σήμαιναν ότι ο γιατρός είχε γνωρίσει αλλοτινές δόξες. Το καπέλο του, μόνο καπέλο που δεν ήταν, είχε χάσει τη φόρμα του, είχε πάρει ένα παράξενο σχήμα και με αρκετή προσπάθεια θα μπορούσες να το φανταστείς, πως ήταν και τι μεγαλοπρέπεια και σοβαρότητα θα του ‘δινε κάποτε εκεί στην Ανατολή.
Τις κάλτσες τις είχαν ξεχάσει τα πόδια του γιατρού. Απόμειναν κι αυτές μαζί με τόσα άλλα αγαθά στην Αιολική γη. Το μοναδικό ζευγάρι που φορούσε σαν έφευγε με την ψυχή στο στόμα, το είχε μαντάρει η γυναίκα του κάμποσες φορές, ίσαμε που έλιωσε.
Ο γιατρός Ευκλείδης λεφτά δε ζητούσε ποτέ, αλλά κι αν του ‘διναν δεν τα έπαιρνε. Πώς ζούσε; Αυτό το γνώριζε μόνο ο Θεός και η κυρία Μαντώ η γυναίκα του.
Μια άξια σύντροφος
Προσφυγοπούλα κι αυτή -το γένος Νταλάκα- ήρθε από τα Βουρλά ένα χωριό κοντά στη Σμύρνη. Όπως αφηγήθηκε πριν από χρόνια στην κα Μαρία Τσιριμονάκη και αναφέρεται στο βιβλίο της εκλεκτής μας συμπολίτισσας, «Αυτοί που ήρθαν», όταν βρέθηκε κι αυτή με την μάνα της στο Ρέθυμνο, αφήνοντας πίσω μια αδελφή και μνήμες γεμάτες φρίκη, από τύχη βρήκε δουλειά στο νοσοκομείο, όπου και την είδε ο Ευκλείδης, που ήταν εσωτερικός γιατρός, την αγάπησε και τη ζήτησε από τη μάνα της.
Η γυναίκα δίστασε γιατί η Μαντώ της είχε σαν όλα τα κορίτσια ακολουθήσει σπουδές, πήγαινε στο Γυμνάσιο όταν τους βρήκε η καταστροφή και δεν είχε προλάβει να προετοιμαστεί για τα καθήκοντα της νοικοκυράς. Ήταν τόσο μικρή που δεν ήξερε ούτε νερό να βράσει.
Κι ο γιατρός είχε απαντήσει:
«Δεν πειράζει εγώ θα της πάρω Τσελεμεντέ».
Παντρεύτηκαν μετά από δυο χρόνια, ώστε να φαίνεται λιγότερο η διαφορά ηλικίας, γιατί όλοι την περνούσαν για κόρη του.
Φαίνεται όμως πως εξελίχθηκε σε σπουδαία νοικοκυρά και ήξερε να κουμαντάρει το σπίτι παρά την ανέχεια που βίωνε με τον άνδρα της.
Το μόνο τους βιος μια υπέροχη γούνα αστρακάν, που κουβαλούσε η κυρία Μαντώ, τους έσωσε από την πείνα της Κατοχής. Κάποια μέρα την πούλησαν σε ένα μαυραγορίτη κοψοχρονιά θα πεις, αλλά εξασφάλισαν τροφή για ένα διάστημα.
Ένας ειλικρινής φίλος
Ο Ευκλείδης, είχε συνδεθεί στενά με την οικογένεια Κούνουπα. Με τον πατέρα ιδιαίτερα σε κρίσιμες εποχές μοιράζονταν ακόμα και το ψίχουλο.
Ο Μανόλης Κούνουπας, μας διασώζει το παρακάτω συγκινητικό περιστατικό στο βιβλίο του «Στενοποριές και στενορύμια» (σελ. 128-131) που δείχνει το δέσιμο των δύο ανδρών και το ψυχικό μεγαλείο του Ευκλείδη. Συνέβη στην πιο μαύρη περίοδο της κατοχής, όταν η πείνα θέριζε τους ανθρώπους και όσοι δεν είχαν κτηματική περιουσία λιμοκτονούσαν.
Ένα βράδυ κάλεσαν τον Ευκλείδη, σε ένα φτωχόσπιτο στον τουρκομαχαλά, ενός συμπατριώτη του από τα Βουρλά για να εξετάσει το παιδί της οικογενείας. Εκεί που εξέταζε έπεσε άθελα το μάτι του σε μια σανίδα όπου ήταν αραδιασμένα καμιά δεκαριά καρβέλια ζυμωτό ψωμί. Το θέαμα του έφερε ζάλη και ταραχή. Είχε τόσο καιρό να δει ολόκληρο καρβέλι. Και τόσα πολλά μαζί ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις αντοχές του.
Η περηφάνια του υπερίσχυσε για μια ακόμα φορά. Και πάνω που τέλειωνε την εξέταση η νοικοκυρά κατέβασε ένα καρβέλι κι ετοιμαζόταν να κόψει φέτες.
– Πόσο κάνει γιατρέ η επίσκεψη; ρώτησε ο ψαράς, ενώ ο γιατρός κοιτούσε σαν υπνωτισμένος τη γυναίκα που έκοβε το ψωμί.
«Τι να σας πω είπε στο τέλος ξεροκαταπίνοντας. Αν θέλετε κόψτε μου δυο φετούλες ψωμί. Δυο ψυχές είμαστε. Μας φτάνει…».
Ο ψαράς όμως ούτε που ν’ ακούσει τόσο ταπεινό αίτημα. Πήρε ένα ολόκληρο καρβέλι και το έδωσε στο γιατρό. Εκείνος ένιωσε βαθιά ταραχή. Για να σιγουρευτεί πως δεν ονειρεύεται πήρε το ψωμί, το σίμωσε στη μύτη του, το μύρισε, το χάιδεψε, το φίλησε.
Στη συνέχεια πέρασε από το φίλο του το Γιάννη Κούνουπα το φαρμακοποιό για να του κάνει τη χαρά. Αμέσως του ζήτησε μαχαίρι γρήγορα πριν μπει πελάτης στο φαρμακείο.
Μοίρασε το ψωμί στα δύο κι έδωσε στο Γιάννη το μισό.
«Πάρε αυτό για τα παιδιά σου» του είπε. Κι έφυγε τρέχοντας να προλάβει το μεγάλο νέο στη γυναίκα του.
Εκείνο το βράδυ στο σπίτι της οικογένειας Κούνουπα είχαν γιορτή με τα παιδιά να απολαμβάνουν ψίχουλο ψίχουλο τη φέτα τους για να παρατείνουν όσο γίνεται την απόλαυση.
«Να επιβιώνεις για τον εαυτό σου και μόνο δεν έχει αξία» έλεγε το άλλο βράδυ στον φίλο του ο γιατρός. «Αξία έχει να επιβιώνεις για τους άλλους γιατί η ζωή είναι κάτι ιερό!».
Τιμές για έναν σημαντικό άνθρωπο
Το Ρέθυμνο τίμησε αυτό τον ακέραιο άνθρωπο, εκλέγοντάς τον δημοτικό σύμβουλο. Διετέλεσε και αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου.
Πέθανε σε απόλυτη φτώχεια το 1950, χωρίς να σταματήσει ούτε λεπτό την περίθαλψη ασθενών, κυρίως απόρων. Η ανιδιοτέλειά του, η ευγένεια και το ήθος του ανταμείφθηκαν από το δήμο, που ανέλαβε τιμής ένεκεν τα έξοδα της κηδείας. Σήμερα υπάρχει και οδός αφιερωμένη στη μνήμη του.
Και δεν γίνεται ακόμα και σήμερα αναφορά στο όνομά του, χωρίς να υποκλίνονται με σεβασμό οι συνειδήσεις σε έναν επιστήμονα που η χαρά του να υπηρετεί τον πάσχοντα συνάνθρωπο, εκμηδένιζε ακόμα και τις ανάγκες για επιβίωση.
Όσο για την κυρία Μαντώ, τη γυναίκα του, έζησε με απόλυτη αξιοπρέπεια κι αυτή μέχρι το 1991 και πέθανε σε ηλικία 87 ετών, εδώ στο Ρέθυμνο που την καλοδέχτηκε όταν κατέφυγε εδώ, προσφυγοπούλα, με μοναδικό βιος τις αξίες που της δίδαξαν οι αλησμόνητες πατρίδες.
Θα συνεχίσουμε όμως…