Το Πανεπιστήμιο Κρήτης έχει τιμήσει το Μίκη Θεοδωράκη με το Χρυσό Μετάλλιο, σύμφωνα με εισήγηση του πρύτανη Γιώργου Γραμματικάκη και ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου. Ήταν ιδιαίτερη τιμή για μένα να μετέχω ως αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων στην τελετή απονομής και να έχω τον όλο συντονισμό. Θυμάμαι πολύ έντονα ότι ανεβαίνοντας στο βήμα για να αναγνώσω την απόφαση αισθάνθηκα πραγματικό δέος. Μπροστά μου είχα τον ουρανομήκη γίγαντα, που με τα τραγούδια του έθρεψε τα όνειρα και τους στοχασμούς των νέων της γενιάς μου. Στους ρυθμούς της μουσικής του διδαχθήκαμε να ονειρευόμαστε, να ερωτευόμαστε, να στοχαζόμαστε, να αναζητάμε και να προσδοκάμε. Πιο απλά: Ο Μίκης έδωσε πνοή ζωής και περιεχόμενο, στην ύπαρξη σύσσωμης της γενιάς μας. Κι όποτε θυμάμαι πως άπλωνε εκείνες τις τεράστιες χερούκλες του διευθύνοντας την ολιγομελή ορχήστρα του στην πρώτη συναυλία του στο Ηράκλειο το 1961, στην Όαση (σήμερα κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης), ανατριχιάζω και παίρνω δύναμη. Σαν αητός των Λευκών Ορέων μου έμοιαζε, αγέρωχος, γεμάτος σιγουριά, ορμή και δύναμη, έτοιμος να πετάξει στα ύψη και να μας πάρει μαζί του. Συνειρμικά έφερα όλες αυτές τις μνήμες στο μυαλό μου ανεβαίνοντας στο βήμα και με κατέλαβε δέος. Η φωνή μου έτρεμε σχεδόν. Κι όπως σήκωσα για μια στιγμή τα μάτια μου και τον κοίταξα μαζί με τη Μυρτώ τη σύζυγό του, είδα πως με κοίταζε κατάματα, σαν να ήθελε να τα ρουφήξει όλα, λέξη προς λέξη. Πήρα θάρρος κι έδωσα ακόμη μεγαλύτερη προσοχή στην εκφορά και το νόημα των λέξεων.
Κι όταν τελείωσα και τον κάλεσα στο βήμα να παραλάβει το μετάλλιο, το αυθόρμητο χειροκρότημα της κατάμεστης αίθουσας ήταν τόσο ηχηρό και τόσο έντονο, που πραγματικά με ξάφνιασε. Και όταν κάλεσα τον Πρύτανη Γιώργο Γραμματικάκη να του απονείμει το μετάλλιο και τότε πάλι δονήθηκε το σύμπαν από τα χειροκρότημα. Κι έλαβε το λόγο ο Μίκης απλά και σεμνά, μα ήταν δύσκολο να μιλήσει. Ο κόσμος ενθουσιασμένος τον διέκοπτε διαρκώς με τα χειροκροτήματά του. Σιγά-σιγά έστρωσε το κλίμα. Ο κόσμος σεβάστηκε τον ομιλητή και ο Μίκης μίλησε για το Ηράκλειο όπου έδωσε την πρώτη του συναυλία το 1961 και, όπως είπε, του έφερε γούρι, μίλησε για την Κρήτη και το Πανεπιστήμιο Κρήτης, για τους νέους και τη δύσκολη πορεία που είχαν μπροστά τους, όπως και για τη χώρα ολόκληρη.
Το βράδυ στην δεξίωση ήταν πολύ ορεξάτος. Μιλούσε για τα πάντα. Για τη μουσική του, την ιδιαίτερη ιστορία κάποιων τραγουδιών του, για τους αγώνες του λαού, για τις διώξεις του, για την Νεολαία Λαμπράκη, για τον Ωρωπό, για τα μακρονήσια και τις εξορίες, τα πάντα. Κι από εκείνη τη συζήτηση θέλω να σας μεταφέρω δύο περιστατικά που χαρακτηρίζουν τον Μίκη.
Α. Τον επισκέφθηκε κάποτε ο Παττακός και τον συμβούλευσε να παύσει να ασχολείται με την πολιτική. Εσύ του έλεγε είσαι ένας ταλαντούχος μουσικός που ο κόσμος αγαπάει τα τραγούδια σου. Μπορείς να γράφεις τραγούδια και να τα απολαμβάνει ο κόσμος, γιατί να ασχολείσαι με πολιτική; Αυτήν άφησέ την σε άλλους. Και ο απροσδόκητος Μίκης: Μα δεν είμαι πουλάκι να με κλείσετε στο κλουβί να κάνω τσίου τσίου και να σας διασκεδάζω. Άγαλμα ο Παττακός.
Β. Ήταν εξόριστος στον οικισμό Ζάτουνα Αρκαδίας, όπου σημειωτέον η κοινότητα έχει φτιάξει τιμητικά Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη, στο οποίο ο ίδιος ο Θεοδωράκης έχει χαρίσει πολλές από τις παρτιτούρες του. Πήγε λοιπόν τότε ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής με όλη του την κουστωδία να τον επισκεφθεί. Είστε μια χαρά κ. Θεοδωράκη εδώ του λέει. Όλα τα έχετε. Δεν σας λείπει τίποτε, έτσι δεν είναι; Σας λείπει κάτι; Ο Μίκης με όλη του την άνεση, εξάλλου τι άλλο θα μπορούσε να φοβηθεί, του απαντά: Ναι, ναι βεβαίως, όλα μια χαρά. Το μόνο που μου λείπει είναι ένα πιάνο. Αν είχα ένα πιάνω … Μην ανησυχείτε του λέει. Θα φροντίσω να σας έρθει ένα πιάνο.
Πράγματι δεν πέρασαν πολλές μέρες και καταφθάνει ο διοικητής με τους ακολούθους του και ένα άλλο αμάξι στο οποίο είχε φορτωθεί το πιάνο. Ο διοικητής έδωσε τις εντολές του, το πιάνο κατέβηκε από το φορτηγάκι και τοποθετήθηκε στο σπίτι, στο οποίο είχε τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό ο Μίκης. Δεν πίστευα στα μάτια μου, μας εξομολογείται. Τώρα είχα στη διάθεσή μου πιάνο. Έτρεξε αμέσως. Κάθισε στο πιάνο και άρχισε να σχηματίζει τις νότες ενός τραγουδιού. Οι στρατιωτικοί παρακολουθούσαν το μεγάλο Μίκη και τη γλύκα της μελωδίας του σιωπηλοί, ώσπου κάποια στιγμή ο Μίκης πετάγεται όρθιος και για να τους ειρωνευθεί τους δηλώνει κάπως φωναχτά: Ακούστε Χατζηδάκη σας παίζω ε; Μη με συλλάβετε δεν παίζω Θεοδωράκη κουμμουνιστή, Χατζηδάκη παίζω και συνέχισε με άλλο τραγούδι. Τελειώνοντας κι αυτό σηκώνεται και πάλι όρθιος και επαναλαμβάνει: Χατζηδάκης, Χατζηδάκης είπαμε. Δεν παίζω κανένα κομουνιστικό να με συλλάβετε …
Έτσι με τον δικό του σαρκαστικό τρόπο ειρωνεύτηκε τους δικτάτορες, παίζοντας βέβαια ως επί το πλείστον δικά του τραγούδια.
Γ. Νομίζω ήρθε η στιγμή να αφηγηθώ ένα περιστατικό που του αφηγήθηκα εκείνο το βράδυ και του έκανε μεγάλη εντύπωση. Είναι γνωστό ότι, άρχισα την σταδιοδρομία μου ως δάσκαλος σε ένα μικρό ορεινό χωριό στην Καρδίτσα. Εκεί με βρήκε η χούντα. Κάποια μέρα οι χωριανοί είδαν τον αστυνόμο της Μακρυράχης, φόβος και τρόμος για την περιοχή, να κατευθύνεται προς το σπίτι μου. Εγώ στο σχολείο δεν είχα αντιληφθεί τίποτε. Ενημερώθηκα τυχαία από τον πατέρα ενός μαθητή μου. Έτρεξα αμέσως βέβαιος ότι θα έχει βρει κάτι ύποπτο και θα με συλλάβει. Όταν έφτασα βρήκα έντονα τα ίχνη της επίσκεψής του: Τα λίγα πραγματάκια που είχα, όλα ανακατεμένα: ρούχα, βιβλία, στρωσίδια, όλα. Μερικά απαγορευμένα έντυπα και μια μεγάλη φωτογραφία του Γ. Α. Παπανδρέου που φύλαγα στον μπαούλο μου τα βρήκα στη θέση τους. Τρέχω προς τους δίσκους. Ψάχνω τους δίσκους του Μίκη, έλειπαν όλοι. Τους ψάχνω ξανά έναν προς έναν δεν υπήρχε κανείς. Τρόμαξα. Τους πήρε ως τεκμήριο για να με συλλάβει, σκέφθηκα. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η σπιτονοικοκυρά μου. Μιλήσαμε στα πεταχτά, σχεδόν μόνο με συνθήματα. Είχαμε τον φόβο μήπως ο αστυνόμος, που δια μιας είχε εξαφανισθεί βλέποντάς με να έρχομαι, είχε κρυφτεί για να παρακολουθήσει τις συνομιλίες μας. Δεν ήμουν βέβαιος ότι καταλάβαινα σωστά όσα μου έγνεφε η κ. Βασιλική. Οι δίσκοι, της λέω, που βρίσκονται οι δίσκοι; Πήρε όλους τους δίσκους του Θεοδωράκη. Εκείνη μου έγνεψε φοβισμένη να μη μιλώ. Όταν βεβαιωθήκαμε ότι ο αστυνόμος είχε φύγει τη ρωτάω ξανά: Πού βρίσκονται οι δίσκοι; Τους πήρε ο αστυνόμος; Όχι μου λέει τους «κακούς» δίσκους τους έκρυψα εγώ.
Λίγο αργότερα μου εξήγησε ότι μόλις τον είδε να ανηφορίζει με κατεύθυνση το σπίτι μου όρμησε στο δωμάτιό μου άρπαξε τους κακούς δίσκους, όπως τους ονόμασε, και τους έκρυψε. Ο κόσμος, βλέπετε, είχε υποστεί πολλά και ήταν δεόντως υποψιασμένος. Έτρεξε λοιπόν γρήγορα στο δωμάτιό μου και το πρώτο πράγμα που κοίταξε ήταν να κρύψει τους δίσκους του Θεοδωράκη. Και τότε αναφώνησα έκπληκτος: Μα αφού εσύ κυρία Βασιλική δεν ξέρεις να διαβάζεις, πώς κατάλαβες ποιοι γράφουν Θεοδωράκης και τους πήρες; Και τότε μου τα εξήγησε: Είχε προσέξει ότι κάποια τραγούδια κλείνω την πόρτα και τα παράθυρα για να τα ακούω πολύ χαμηλά. Και αυτά τα τραγούδια της άρεσαν περισσότερο. Είχε μάθει και τα περισσότερα λόγια από το καθένα. Είχε βάλει λοιπόν τα σημάδια της και ξεχώριζε τους «κακούς» δίσκους με τα καλά τραγούδια κι όταν έλλειπα στο σχολείο, έκλεινε και αυτή την πόρτα και τα άκουγε, όπως ακριβώς έκανα εγώ. Έτσι πριν προλάβει να διεισδύσει ο επικίνδυνος αστυνόμος, πρόλαβε αυτή να τους απομακρύνει και με έσωσε, Θεός σχωρέσει την…
Και από τότε με καίει η απορία: Στη συλλογή μου υπήρχαν όλοι σχεδόν οι Έλληνες συνθέτες, εκείνη πώς και γιατί ξεχώρισε το Μίκη και μόνο αυτόν; Σήμερα νομίζω πως έχω πια μιαν απάντηση: Ο Μίκης με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής του μπόρεσε να συλλάβει τους παλμούς της ρωμιοσύνης και να τις μετουσιώσει σε νότες. Η Μουσική του λοιπόν δεν πηγάζει απλώς από την ψυχή της ρωμιοσύνης, αλλά συνιστά την ίδια την ψυχή της ρωμιοσύνης. Να, γιατί η μουσική του πέρασε από την καρδιά στο στόμα του λαού με τόση ευχέρεια και τόση άνεση και σε όλους: Από το δάσκαλο ως την απλή κι αγράμματη γυναίκα του χωριού που ποτέ δεν είχε φύγει από το βουνό της, από τον διανοούμενο ως τον απλό εργάτη της γης, τον αναλφάβητο κι από τον οικοδόμο ως τον μεγαλέμπορο, όπως έδειξε και η κηδεία του. Γι’ αυτό και όταν ο Έλληνας σιγομουρμουρίζει ή τραγουδά Θεοδωράκη συνομιλεί με την ίδια του την ψυχή, ευφραίνεται, αισθάνεται περήφανος και ανεβαίνει στα ουράνια. Γι’ αυτό ούτε αυτή η δολοφονική πανδημία του κορονοϊού δεν στάθηκε ικανή να παρεμποδίσει την πάνδημη συμμετοχή της ρωμιοσύνης στον θρήνο και τον θαυμασμό του Μίκη. Με σεβασμό και αγάπη η ρωμιοσύνη γονάτισε σύσσωμη πάνω στη γη που δέχθηκε το πάνσεπτο σκήνωμά Του και με τα πιο ακριβά συναισθήματα του σιγοψιθυρίζει κάθε στιγμή: ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΜΙΚΗ!