Ο σχολαστικός και επηρμένος γευσιγνώστης
ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ Ι. ΚΟΥΝΟΥΠΑ
Γευσιγνώστης σύμφωνα με το λεξικό «Μπαμπινιώτη», είναι ο ειδικός στην αξιολόγηση της γεύσης των φαγητών. Κατά την εποχή της Φεουδαρχίας ανάμεσα στο προσωπικό των ευγενών και των αριστοκρατών υπηρετούσε ευδοκίμως και είχε εξέχουσα θέση και ο γευσιγνώστης.
Πριν από το σερβίρισμα του φαγητού στους άρχοντες, αυτός έπρεπε να το δοκιμάσει, να αποφανθεί και να αποφασίσει αμετακλήτως, αν αυτό ήταν κατάλληλο προς βρώσιν (για φάγωμα).
Ας έρθουμε τώρα στα καθ’ ημάς. Στα super markets θα συναντήσομε του τιμητές… των τιμών. Είναι εκείνοι που θα κρίνουν και θα συγκρίνουν τις τιμές των τροφίμων, τις σημειώνουν στο τεφτεράκι τους και μετά θα αποφασίσουν τι και από πού θα ψωνίσουν.
Μετά από αυτόν τον ιδιόρρυθμο, σφιχτό χαρακτήρα στα super markets έπεται μια άλλη παρόμοια συνομοταξία, όπως εκείνη με τους σύγχρονους γευσιγνώστες, οι οποίοι θεωρούν εαυτούς ως expert της γεύσης.
Οι σημερινοί γευσιγνώστες εισέρχονται εις τα super markets με ύφος αλαζονικό και δίνουν την εντύπωση, ότι θα ψωνίσουν με το τσουβάλι. Δεν έχουν δε ουδεμίαν σχέση με τους άλλους συνεσταλμένους πελάτες των παλαιών παντοπωλείων, οι οποίοι δοκίμαζαν μόνο μιαν ελιά.
Με τη νέα τοποθέτηση, ταξινόμηση και εμφάνιση των τροφίμων σε βιτρίνες -ψυγεία ο γευσιγνώστης σταματά κατ’ αρχήν στα είδη αλλαντοποιίας και εντοπίζει ένα χοντρό σαλάμι.
– «Τι σαλάμι είναι αυτό σας παρακαλώ;», λέει στον υπάλληλο δείχνοντας τη βιτρίνα.
– «Είναι σαλάμι αρίστης ποιότητος τύπου Ελβετίας».
– «Μπορώ να δοκιμάσω παρακαλώ;».
Δοκιμάζει.
– «Λιγάκι σκληρό νομίζω πως είναι. Αυτό το άλλο εκεί τί είναι;»
Ως εμπειρογνώμων ειδικός και έμπειρος στη γεύση δοκιμάζει στη σειρά μορταδέλες, φιλέτα καπνιστά, μπέικον, παρίζα και κάθε άλλο καπνιστό αλλαντικό, αλλά ο άνθρωπος είναι απαιτητικός, το ένα του βρωμά το άλλο του μυρίζει. Προχωρεί στα τυριά. «Τί τυρί είναι αυτό μπορώ να δοκιμάσω;»
– «Μετα χαράς», του απαντά ο ευγενικός υπάλληλος και του προσφέρει μια μικρή φέτα. Ο ειδήμων δοκιμάζει και αποφαίνεται μ’ έναν υπεροπτικό μορφασμό, που σημαίνει ότι η γεύση είναι απεχθής.
Ο υπάλληλος θέλει να δικαιολογηθεί… θεωρώντας εαυτόν υπαίτιον για τη δυσάρεστη γεύση του τυριού.
– «Με συγχωρείτε κύριε Ξέρετε. Είναι καλή γραβιέρα αλλά λίγο πικάντική».
– «Λίγο ή πολύ αν είναι, δεν με ενδιαφέρει. Εμένα να μου λείπει».
Η δοκιμή των τυριών καθώς και η δοκιμασία του υπαλλήλου συνεχίζεται. Δοκιμάζονται διαδοχικά μυζήθρες, ανθοτύρια, ξυνομυζήθρες κ.λπ. κ.λπ.
Προχωρεί στα delicatessen. Θέλει ο αθεόφοβος να τα δοκιμάσει όλα, ταραμοσαλάτες, ρώσικη, μελιντζανοσαλάτα κ.λπ.
Η επιμονή του πελάτη προκαλεί στον υπάλληλο μια δυσανασχέτηση. Παρ’ όλα αυτά ο κακομαθημένος πελάτης συνεχίζει απτόητος με μια προσχηματική δικαιολογία.
– «Ξέρετε είμαι λιγάκι δύσκολος στην αγορά. Διαλέγω, δοκιμάζω και αποφασίζω. Γλώσσα και μύτη. Επ’ ουδενί λόγω θα αγοράσω στα τυφλά. Γουρούνι στο σακί που λένε».
Τέλος με την απαράδεκτη αγωγή του βουτά το χέρι του στο βαρέλι της φέτας, ανασύρει ένα μεγάλο κομμάτι μεγέθους ενός αυγού και το καταβροχθίζει, ενώ συνεχίζει την πραγματογνωμοσύνη του. «Ξινό, μαλακό, πατημένο στο αλάτι. Δεν θα πάρω».
Τη στιγμή εκείνη πλησιάζει ο περιφερόμενος και εποπτεύων διευθυντής του super market, που παρακολουθεί την πραγματογνωμοσύνη εξ αποστάσεως και τον παρατηρεί φιλοφρόνως, αλλά με υπαινιγμό. «Δεν είστε υποχρεωμένος να πάρετε κύριε. Αλλά γιατί δεν φτύνετε το κομμάτι που βάλατε στο στόμα σας. Φτύστε το γιατί μπορεί… να σας βλάψει».
Αλλά ο άλλος καταπίνει και την παρατήρηση και τη φέτα και παριστάνει τον αδιάφορο. Προχωρεί στο βάθος, ανενόχλητος και ολοκληρώνει το… γνωστικό έλεγχο με όλα τα είδη σχετικών τροφίμων. Τέλος απέρχεται με άφατην ικανοποίηση χορτασμένος, αλλά και σοφότερος σε γνώση, σε εμπειρία, και σε ειδημοσύνη, πάντοτε εφαρμόζων το αποστολικό απόφθεγμα «πάντα δε δοκιμάζεται, το καλόν κατέχετε» (Θεσλ. Ε’ 21).