Ήταν από τις πιο άγριες εποχές που ζούσε η Κρήτη κάτω από τον τουρκικό ζυγό 1793. Φωτιά και μαχαίρι παντού μέχρι να γονατίσει ο ραγιάς.
Απέναντι στην προσπάθεια εξισλαμισμού των υπόδουλων που με βιαιοπραγίες παντού προσπαθούσε να εξασφαλίσει ο Τούρκος κατακτητής μια λαμπρή μορφή της ιεροσύνης, πρόβαλε σθεναρή αντίσταση ο Μεθόδιος Σιλλιγάρδος επίσκοπος Λάμπης.
Η τόλμη του είχε εξοργίσει τους Οθωμανούς. Και δεν άργησαν να του κλείσουν το στόμα. Μάρτυρας της άγριας δολοφονίας του ηρωικού επισκόπου ο ανιψιός του Μανουήλ, γιος της αδελφής του και του Πρωτόπαπα Ιερώνυμου Βερνάδου. Σώθηκε σαν από θαύμα, αλλά η φρικτή εικόνα που είδε στοίχειωσε στη σκέψη του σε όλη του τη ζωή και διαμόρφωσε την προσωπικότητά του στο εκμαγείο των αγνών πατριωτών.
Ο Μανουήλ Βερνάδος γεννήθηκε στο Νεύς Αμάρι το 1777. Στα 16 του χρόνια τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πήρε μαθήματα στο Πατριαρχείο και σε ελληνικές σχολές. Μόρφωση σπάνια για την εποχή του είχε την τύχη να λάβει ο νεαρός Αμαριώτης.
Το 1796 καταφεύγει σε έναν άλλο θείο του, αδελφό της μητέρας του που διέπρεπε στο Βουκουρέστι, τον Μανόλη Σιλλιγάρδο. Εκεί ο Μανουήλ είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει κοντά στον Κωνσταντίνο Οικονόμου εξ Οικονόμων, μεγάλου διαφωτιστή του γένους. Η μόρφωση, το ήθος και η αρχοντική συμπεριφορά του νεαρού, γίνονται αφορμή να συνάψει σχέσεις με υψηλόβαθμους κοινωνικά παράγοντες. Σχετίζεται μεταξύ άλλων και υπηρετεί στην αυλή του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου (Μιχ. Βόδα) και κατορθώνει με την ευφυΐα του και τη φιλομάθειά του να ξεχωρίσει ανάμεσα στους λόγιους του τόπου. Ο ηγεμόνας του απονέμει τον τίτλο του άρχοντα Καμινάρη (στρατιωτικό αξίωμα, χιλίαρχος ή συνταγματάρχης) και καταγράφεται στη Βίβλο των Οσποδάρων (συγγενών) της ηγεμονίας της Μολδαβίας. Ήταν από τους πρώτους Φιλικούς και ανέπτυξε μεγάλη πατριωτική δράση με γνωστούς Φιλικούς όπως ο Αναγνωστόπουλος, ο Γαλάτης, ο Υψηλάντης, ο Ρίζος Νερουλός.
Η ανάγκη δημιουργίας τυπογραφείου στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες προέκυψε μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δραματική σύλληψη του Ρήγα στη Βιέννη και το μαρτυρικό θάνατό του το 1798. Οι συνεργάτες του Ρήγα αδελφοί Πούλιου διώχτηκαν, το τυπογραφείο τους στη Βιέννη, όπου είχε τυπώσει ο Ρήγας τα επαναστατικά του φυλλάδια, έκλεισε και η τυπογραφική δραστηριότητα της ελληνικής παροικίας κάμφθηκε. Τα γεγονότα αυτά δημιούργησαν ένα κύμα φυγής των διανοουμένων, των τεχνικών και των τεχνιτών της τυπογραφίας, προς τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ιδίως στη Μολδαβία, της οποίας κυριότερη πόλη ήταν το Ιάσιο. Έτσι στη χώρα αυτή δημιουργήθηκε ένα κλίμα δραστηριότητας σε όλους τους τομείς και η πνευματική ζωή και η ελληνική παιδεία ενισχύθηκαν. Έλειπαν όμως τυπογραφεία (αυτά που υπήρχαν δεν αρκούσαν) και δεν υπήρχε τεχνική υποδομή για την κατασκευή τυπογραφικών εξαρτημάτων και τυπογραφικών στοιχείων. Η μόνη λύση επομένως ήταν η μεταφορά τους από το εξωτερικό.
Όταν στη Βιέννη έγιναν γνωστές οι προθέσεις των Ελλήνων, να ιδρύσουν τυπογραφείο στο Ιάσιο, δημιουργήθηκαν υποψίες ότι σκοπός τους ήταν να επιταχύνουν την έναρξη της επανάστασης. Η Αυστρία αντέδρασε για να προστατεύσει τα οικονομικά της συμφέροντα (τα κέρδη από τις εκδόσεις ήταν σημαντικά), αλλά και για να εμποδίσει την πνευματική ωφέλεια των Ελλήνων και κυρίως να εμποδίσει την επανάσταση. Έτσι οι Αυστριακοί οργάνωσαν μυστική παρακολούθηση σχετικά με την αποστολή τυπογραφικής μονάδας. Παρά τις διαβεβαιώσεις των πρακτόρων τους ότι όλα βαίνουν καλώς, τα τυπογραφικά στοιχεία και το πιεστήριο αποστέλλονται από τη Λειψία και μέσω Βιέννης φθάνουν στους Έλληνες του Ιάσιου.
Πληροφορίες για τη σύσταση ελληνικού τυπογραφείου το 1812 στο Ιάσιο καταγράφονται στα περιοδικά Αρμονία και Λ. Ερμής όπου αναφέρεται ότι, επειδή δεν βρέθηκε χρηματοδότης για το τυπογραφείο, έγινε πατριωτικός έρανος και συγκεντρώθηκαν 10.000 γρόσια, ποσό μεγάλο για την εποχή εκείνη. Στη συνέχεια ορίσθηκε διαχειριστική επιτροπή από έξι μέλη, δύο εφόρους και τέσσερεις επιτρόπους, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Μανουήλ Βερνάρδος. Η επιτροπή έφερε από τη Λειψία τα αναγκαία τυπογραφικά στοιχεία και κατασκεύασαν εδώ τα αναγκαία σκεύη. Άλλες πηγές αναφέρουν πιο συγκεκριμένα ότι ο Εμμανουήλ Βερνάρδος ήταν αυτός που το 1812 απευθύνθηκε στους «φιλογενείς και φιλόμουσους Γραικούς» και συγκέντρωσε τις συνδρομές για την ίδρυση αυτού του τυπογραφείου.
Και ενώ το τυπογραφείο ήταν έτοιμο να αρχίσει να λειτουργεί, παρουσιάστηκε νέο εμπόδιο. O μητροπολίτης Βενιαμίν αντέδρασε ισχυριζόμενος ότι «η Μητρόπολις έχει παλαιόν προνόμιον της τυπογραφίας», το οποίο αποκλείει κάθε άλλο τυπογραφείο. Ο ισχυρισμός του βασιζόταν στο ότι εκεί λειτουργούσε πατριαρχικό τυπογραφείο από το 1639, το οποίο μάλιστα ήταν το πρώτο που ιδρύθηκε στο Ιάσιο. Τελικά ο μητροπολίτης εκτιμώντας το κοινό όφελος από το νέο τυπογραφείο έδωσε την άδειά του να λειτουργήσει. Η λειτουργία του συνεχίστηκε με επιτυχία μέχρι το 1821 και βραβεύτηκε από τον υψηλότατο Σκαρλάτο με χρυσόβουλο, με το οποίο παρέχονται προνόμια στην τυπογραφία αυτή και τους τυπογράφους όπως: να μην επιτραπεί σε άλλον να συστήσει τυπογραφία στη Μολδαβία (εκτός της ιεράς μητρόπολης), την απαλλαγή των εργαζομένων στην τυπογραφία από φόρους και αγγαρείες, την τελωνιακή απαλλαγή του τυπογραφικού χαρτιού, το αφορολόγητο των τυπογραφικών προϊόντων κ.ά. Ψυχή του τυπογραφείου ήταν ο Μανουήλ Βερνάρδος, ο οποίος είχε το αξίωμα του επιστάτη (διευθυντή) σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας του. Μάλιστα έπεισε τον αδελφό του Γεώργιο να μάθει την τυπογραφική τέχνη και να εργαστεί στο τυπογραφείο αυτό, στο οποίο πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον 21 εκδόσεις ελληνικών βιβλίων. Το τυπογραφείο αυτό έχει ιστορική αξία, αφού εδώ τυπώθηκαν οι προκηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη: προς τους «Αδελφούς της Εταιρείας των Φιλικών», προς τους «Γραικούς της Μολδαβίας και της Βλαχίας», το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», οι «Νόμοι Στρατιωτικοί» και ένα βιβλιαράκι με προσευχές, «Συναπταί και εκτενείς λεγόμεναι εν καιρώ πολέμου….» για χρήση των ιερολοχιτών, με έξοδα της «εν Ιασίω Φιλογενούς εταιρίας των Φιλικών».
Από τους πρώτους Φιλικούς
Ο Εμμανουήλ Βερνάρδος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1816, όπως και άλλοι επιφανείς Κρητικοί που ζούσαν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, και υπήρξε ο πρώτος επίσημος κήρυκας της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη. Το 1819 κατέβηκε στα Σφακιά με το πρόσχημα να φέρει βιβλία και χρήματα στο σχολείο της Παναγίας της Θυμιανής, στην πραγματικότητα όμως για να δει πώς είναι τα πράγματα στη Κρήτη, να διαδώσει τις ιδέες της Φιλικής Εταιρείας και να μυήσει νέα μέλη. Και πράγματι κατάφερε να μυήσει πολλούς Κρητικούς.
Συνεργάστηκε με τον Παπαφλέσσα και άλλους φιλικούς για την προετοιμασία της Επανάστασης και διέθεσε μεγάλα ποσά για τον εξοπλισμό των στρατιωτών. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου Υψηλάντη και έδειξε μεγάλο πατριωτισμό.
Ο Μανουήλ Βερνάρδος τη διετία 1819-1820 μύησε με τη σειρά του επτά Φιλικούς, μεταξύ των οποίων και τρεις Κρητικούς: Μανουήλ Καλλικράτη, Δημήτρη Βλαστό και Γρηγόριο Καλλονά. Ο Καλλονάς το 1821 εμύησε τους: Μελχισεδέκ Τσουδερό ηγούμενο Πρέβελη, Γεώργιο Τσουδερό, Μιχαήλ Κουρμούλη κρυπτοχριστιανό, Γεώργιο Κουρμούλη κρυπτοχριστιανό.
Άδοξο τέλος ως διπλωμάτης
Το 1820 διορίζεται πρέσβης της Τουρκίας στο Παρίσι, αλλά η έκρηξη της Επανάστασης δεν του επιτρέπει να συνεχίσει την καριέρα διπλωμάτη. Βιάζεται να πολεμήσει για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Το 1812 ίδρυσε στο Ιάσιο ελληνικό τυπογραφείο, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1821 και πραγματοποίησε τουλάχιστον 21 εκδόσεις ελληνικών βιβλίων, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο «Άσματα και πονήματα διαφόρων», με στιχουργήματα του Ρήγα Φεραίου και δικά του, καθώς και φιλελληνικά κείμενα. Ο Μανουήλ Βερνάδος δεν υπολογίζει τα χρήματα, προκειμένου να στηρίξει την επανάσταση. Ξοδεύει αβέρτα για τις ανάγκες σε οπλισμό και οργάνωση, ενώ παίρνει μέρος και σε όλες τις μάχες Γαλάτσι, Σκουλένι, Δραγατσάνι, που γίνονται στη Μολδαβία. Μετά την πανωλεθρία του Ιερού Λόχου ο Μανουήλ καταφεύγει με τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο στη Ρωσία.
Θα επακολουθήσουν τα υπολείμματα του Ιερού Λόχου, όμως ο Μανουήλ γρήγορα αναζητά δρόμο διαφυγής επειδή δεν μπορούσε να χάνει χρόνο όταν η πατρίδα του πολεμούσε. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες διέφυγε αρχικά στην Οδησσό και από εκεί μετέβη στη Βενετία με σκοπό να φθάσει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Είχε χάσει όλη του την περιουσία.
Όλα τα χρήματα για τον αγώνα – Πνευματικές ανησυχίες
Ήταν το 1824 που έφθασε στον προορισμό του εντελώς φτωχός, αφού είχε διαθέσει όλα του τα χρήματα στον αγώνα. Τα προσόντα του όμως είναι πολύτιμα για τις ανάγκες της πατρίδας του. Ορίζεται γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης, αργότερα γίνεται υφυπουργός και τέλος το 1825 υπουργός. Τα αξιώματα δεν του απαγορεύουν να απουσιάζει από το πεδίο της τιμής. Παίρνει μέρος στη Μάχη των Μύλων, εναντίον του Ιμπραήμ με την ομάδα των Κρητικών. Πότε με την πέννα πότε με τα άρματα ο Βερνάδος στάθηκε επάξια σε όλα τα αγωνιστικά μετερίζια.
Το 1826 γίνεται αντιπρόσωπος βουλευτής Κρήτης και μαζί με τον γαμπρό του Μιχαήλ Βενιέρη παίρνει μέρος στη Γ’ Συνέλευση Τροιζηνίας.
Η εμπειρία του τον κάνει μέλος πολλών επιτροπών όπως Παιδείας, Οικονομίας και Δικαίου όπου προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες. Η δράση του γενικά είναι πολύτιμη και πολυσήμαντη, αναγκαία για την υποδομή του νεοσύστατου κράτους. Στην υποδοχή του Καποδίστρια δεν λείπει και ο Μανουήλ ως μέλος της εννεαμελούς επιτροπής. Χαίρει από όλους μεγάλης εκτίμησης.
Ο Καποδίστριας εκτιμώντας τα προσόντα του τον αξιοποιεί αναλόγως και τον χρησιμοποιεί για τις προσόδους της Πελοποννήσου και ως επίτροπο των Κεντρικών Κυκλάδων.
Το 1824 ήλθε στο Ναύπλιο και ανέλαβε την γενική γραμματεία του υπουργείου Δικαίου μέχρι το 1825. Αντιπροσώπευσε την Κρήτη στις Γ’ και Δ’ εθνοσυνελεύσεις που έγιναν στην Τροιζήνα (1826) και στο Άργος (1829) ως πληρεξούσιος των Κρητικών. Υπηρέτησε ως δικαστικός σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος και συνέχισε την πνευματική του δράση. Ο Εμμανουήλ Βερνάρδος γνώριζε επτά γλώσσες και ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους Έλληνες της εποχής του. Το 1834 τύπωσε στη Σύρο μια συλλογή ποιημάτων του με τίτλο «Δεινολογία». Επίσης μετέφρασε από τα Γαλλικά τα έργα «Ακριβής περιγραφή της νήσου Κρήτης» το 1836, «Ιστορία της Κρήτης» το 1846, «Γενικαί αρχαί της δημοσίας και βιομηχανικής Οικονομίας» κ. ά. Το σημαντικότερο όμως έργο του «Απομνημονεύματα από την Επανάσταση του 1821 στη Μολδαβία» φαίνεται να χάθηκε.
Μπορεί να ήταν φλογερός πατριώτης, αλλά τηρούσε και τις παραδόσεις. Η ανάγκη να δημιουργήσει οικογένεια τον έφερε κοντά σε μια αξιόλογη κοπέλα. Ήταν κόρη του Μιχαήλ Κουρμούλη. Παντρεύτηκαν το 1828 και απέκτησαν έξι παιδιά.
Από τον Μανουήλ Βερνάδο δεν λείπουν και οι πνευματικές ανησυχίες. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και γράφει ποιήματα, (αρχικά ήταν εμπνευσμένα από τον Ρήγα) θούρια και λυρικά. Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις επιστημονικών έργων στην ελληνική γλώσσα.
Στο μεταξύ πεθαίνει ο θείος του Μανουήλ Σιλλιγάρδος στο Βουκουρέστι και αφήνει μια σημαντική περιουσία από 40.000 γρόσια.
Όνειρο το σχολείο στο Αμάρι
Ο Βερνάδος παίρνει ανάσα. Μπορεί να εκπληρώσει ένα μεγάλο του όνειρο. Καταφέρνει να διατεθεί το ποσόν για την ανέγερση σχολείου στην επαρχία Αμαρίου και υποδεικνύει το Βυζάρι ως κέντρο της επαρχίας. Ο Επίσκοπος Λάμπης λαμβάνει τα χρήματα το 1835 για να τα διαχειριστεί μέχρι την ολοκλήρωση του έργου και μια ολόκληρη βιβλιοθήκη που φροντίζει να συμπληρώσει ο ίδιος ο Βερνάδος. Τα χρήματα όμως δεν φτάνουν για την ολοκλήρωση του σχολείου και τότε ο Μανουήλ χωρίς δεύτερη σκέψη, διαθέτει το εισόδημα ενός σπιτιού του στην Αθήνα. Κατά την περίοδο του Όθωνα υπηρέτησε επίσης ως δικαστικός στην Αθήνα και στη Λαμία. Το 1834 τύπωσε στη Σύρο στιχουργήματά του με τον τίτλο Δεινολογία. Μετέφρασε από τα γαλλικά τα έργα. Ακριβής περιγραφή της νήσου Κρήτης (Αθήνα 1836), ο διατηρητής της νηπιότητος και της νεότητος (Ερμούπολη 1836), Ιστορία της Κρήτης (Αθήνα 1846) και Γενικαί αρχαί της δημοσίας και βιομηχανικής οικονομίας.
Ευτυχώς για τα παιδιά του σπούδασαν με έξοδα του Όθωνα και της Αμαλίας, προνόμιο που είχαν όλοι οι αγωνιστές. Διαφορετικά ο ίδιος δεν είχε τη δύναμη να τους προσφέρει το παραμικρό, καθώς όλα είχαν δοθεί για την πατρίδα του. Και ποτέ δεν ήθελε να κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην προσφορά του αυτή που θεωρούσε καθήκον ιερό. Πέρασε μεγάλες δυσκολίες. Ποτέ όμως δεν παραπονέθηκε φροντίζοντας να ζει με αξιοπρέπεια σαν αληθινός Κρητικός.
Πέθανε το 1852 σε ηλικία 75 χρόνων.
Θα έπρεπε να είναι πιο γνωστή η μεγάλη αυτή μορφή που τίμησε το Αμάρι εκπροσωπώντας σε όλη του τη ζωή τις παραδόσεις του τόπου του. Μεγάλη φιλοπατρία, αστείρευτη δίψα για γνώση, βαθειά πνευματικότητα, μεγάλη κοινωνική προσφορά.
Πηγές:
Ανδρέας Νενεδάκης «Αμαριώτικη φωνή»
Π. Ρεδιαδης «Επετηρίς Κρητικών Σπουδών» Ι τόμος -1938 Αθήνα
Κρήτη Αφιέρωμα τ.7 Βιογραφίες
Εύας Λαδιά: «Ρεθεμνιώτες στην επανάσταση του 1821».