Στον βωμό του κέρδους
Ένας αγρότης πόθανε κι οι γύρω τονέ κλαίνε,
τον λόγο ψιθυρίζουνε κάποιοι χωρίς να λένε.
Από παλιά φαρμάκωνε ο άμοιρος τη γη του
κέρδος μεγάλο έβγανε απ’ την παραγωγή του.
Ό,τι ‘βγανε δεν έτρωγε, ήτανε ψεκασμένο,
μα το κακό τον ηύρηκε γιατί ‘τρωγε το ξένο.
Μην παραξενευόμαστε που το «κακό» θερίζει,
ο γεις το λάκκο τ’ αλλουνού σκάφτει για να κερδίζει!