Με δισταγμό είπαν τα «καλορίζικα» στον Μανόλη Κανακάκι οι φίλοι του για το μαγαζί που άνοιξε. Κι εδώ που τα λέμε δεν είχαν άδικο. Μια φούκτα όλη κι όλη η κοινωνία του Ρεθύμνου αρχές του 1900. Ποιος να νοιαστεί για προϊόντα που κι ανάγκη να τα είχες τα θεωρούσες πολυτέλεια. Εδώ δεν υπήρχε καθημερινά το ψωμί στο τραπέζι. Τα γλυκά μας μάραναν; Κι έπειτα που πας χριστιανέ μου κι ανοίγεις επιχείρηση δίπλα στου Σπύρου το καφενείο*. Αυτό ήταν στέκι και μάλιστα περιωπής. Κάθε μερακλής Ρεθεμνιώτης που είχε και τον τρόπο του, έβρισκε καλή παρέα για ν’ απολαύσει καφέ, σουμάδα, ρακί, ναργιλέ…. Ο Μανόλης όμως ήταν αποφασισμένος. Τι είχε να χάσει; Έπειτα πίστευε πως είχε βρει το μυστικό να αποκτήσει μόνιμη μέχρι φανατισμού πελατεία. Κι είχε δίκιο. Γιατί κι αν πέρασαν τα χρόνια κι άλλαξε γενιές η διαδοχή του ζαχαροπλαστείου, οι λουκουμάδες «Κανακάκη» παραμένουν εξαιρετικοί…
Ένας ακόμα πρωτοπόρος
Ο Μανόλης Ιωάννου Κανακάκις γεννήθηκε το 1868 σε ένα Ρέθυμνο που έσταζε αίμα από την επανάσταση του ’66 κι άχνιζε ακόμα ο βωμός στο Αρκάδι από την εθελοθυσία τόσων ηρώων Οι δυσκολίες όμως δεν μπορούσαν να λυγίσουν τα φτερά του νεαρού που ήθελε να ρισκάρει για να ξεφύγει από τη μιζέρια. Σαν γνήσιος Ρεθεμνιώτης, όμως, ήξερε, πως για να πετύχεις δεν χρειαζόσουν μόνο τύχη αλλά και γνώσεις. Καλή η εμπειρία, αλλά αν ξέρεις το αντικείμενό σου, γίνεσαι ανταγωνιστικότερος σε μεγαλύτερη αγορά. Επέλεξε το περίφημο ζαχαροπλαστείο -καφενείο «Ολύμπια» στην Αθήνα και αφού μαθήτευσε κι έμαθε όλα τα «μυστικά» της δουλειάς, απέκτησε και την εμπειρία εργαζόμενος.
Άριστος γαλακτοκόμος
Όταν γύρισε στο Ρέθυμνο είχε τον αέρα του ειδικού στα γαλακτοκομικά, αλλά και τους τρόπους ενός τζέντλεμαν. Εργατικός και πρωτοπόρος, άνοιξε το δικό του ζαχαροπλαστείο στο Ρέθυμνο και σύντομα άρχισαν να τον συζητούν σε όλα τα καλά σπίτια, ενώ το μαγαζί του έγινε ένα ακόμα όνειρο για τη φτωχολογιά. Ένα απωθημένο που θα ζητούσε διέξοδο σε καλύτερες εποχές. Άριστος γαλακτοκόμος όπως προείπαμε ο Κανακάκις έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Και τι δεν πρόσφερε με γνώμονες πάντα τη φαντασία και την ποιότητα. Εκτός από τα προϊόντα του γάλακτος, διέθετε επίσης γιαούρτι, κρέμες, φρέσκο βούτυρο, μπουγάτσα και μοναδικούς λουκουμάδες. Αυτοί και αν ήταν ο μεγαλύτερος πειρασμός του καταστήματος. Και πως ευωδίαζαν οι αφιλότιμοι…
Πάτερ φαμίλιας 13 παιδιών!
Σιγά σιγά στάθηκε στα πόδια του ο Μανόλης κι έφτιαξε οικογένεια πληθωρική σαν τον συναισθηματικό του κόσμο. Δεκατρία πιάτα μόνο ήταν των παιδιών στο τραπέζι. Βάλε και τους υπόλοιπους. Πολυφαμελίτης αλλά ποτέ μίζερος. Μπορεί να δούλευε νυχθημερόν για να μη λείψει το ψωμί από την οικογένεια, αλλά χαιρόταν και τη ζωή με την καρδιά του. Όπως αναφέρει με πολλές λεπτομέρειες ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις», ο Μανόλης Κανακάκις είχε προικιστεί από τη φύση με μια θαυμάσια φωνή μπάσου, γι’ αυτό και τις απόκριες μονίμως ανεκηρύσσετο Βασιλιάς Καρνάβαλος. Όταν δε άνοιγε το στόμα του να τραγουδήσει, έβγαινε κύμα βροντώδους μελωδικής φωνής, που μάγευε όλους τους ακροατές του. Αν είχε τη δυνατότητα να την καλλιεργήσει μπορεί να γινόταν ένας καλλιτέχνης διεθνούς βεληνεκούς.
Βασιλιάς Καρνάβαλος
Εκείνος όμως ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του. Και τις Απόκριες ήταν το κυρίαρχο πρόσωπο όπως μας περιγράφει ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις στο περίφημο χρονικό του για την παρέλαση του πρώτου άρματος. Ψυχή της παρέας των πρώτων εκείνων καρναβαλιστών ο Μανόλης. Οι ατάκες του μοναδικές και ευφυέστατες. Ήξερε τα περιθώριά του κι ήταν το μεγάλο του ταλέντο να δίνει κέφι στους ανθρώπους χωρίς να προσβάλει ακόμα κι όταν του επέτρεπαν οι συνθήκες να είναι σκωπτικός. Ακόμα κι όταν το κέφι προκαλούσε για κάποιες υπερβάσεις με λέξεις ή με χειρονομίες. Έμενε όμως μοναδικός χωρίς να χάνει το μέτρο, ακόμα κι όταν σαν Βασιλιάς Καρνάβαλος υπέγραφε ακουμπώντας την πένα κάτω από την ουρά του γαιδάρου, είτε ανακατεύοντας με μια τεράστια κουτάλα το περιεχόμενο ενός καζανιού που από τα συμφραζόμενα και τις ατάκες καταλάβαιναν οι θεατές ότι δεν έκρυβε και τόσο ευώδες περιεχόμενο.
Ο πρώτος που έκανε παγωτό
Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, με την απαράμιλλη πέννα του, μας πληροφορεί επίσης ότι ο Μανόλης Κανακάκις ήταν ο πρώτος που έκανε παγωτό στο Ρέθυμνο. Και μη βιαστείτε να σχολιάσετε «Χαράς στο πράμα» γιατί η διαδικασία αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη, επειδή απλούστατα δεν υπήρχε πάγος. Που να βρεθούν ψυγεία εκείνη την εποχή…. Μυαλό κοφτερό ο Μανόλης κατάφερε να λύσει το βασικό αυτό πρόβλημα. Αξιοποιώντας τις γνωριμίες του κατάφερε να έχει τακτικά χιόνι από τον Ψηλορείτη. Μια διαδρομή που διαρκούσε με τα ζώα περί τις δέκα ώρες. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βαλαρής: «Πήγαιναν αφ’ εσπέρας πάνω στον Ψηλορείτη και τα μεσάνυχτα μάζευαν χιόνι, το ‘καναν βώλους, το ‘βαζαν σε σακιά γεμάτα άχυρα και το φόρτωναν το πρωί, πριν να καψώσει η μέρα και λιώσει. Εννοείται ότι συνήθως έφτανε το μισό φορτίο του χιονιού, γιατί οπωσδήποτε έλιωνε κατά τη διαδρομή. Αμέσως ως έφταναν στου Κανακάκι, το ξεφόρτωναν και άρχιζε την παρασκευή του παγωτού, το οποίον ήταν μεν παγωμένο, αλλά όχι πλήρως σκληρό. Εν πάση περιπτώσει, ήταν κάτι το πρωτοφανές για την πόλη μας, ευτυχώς γιατί δεν περίσσευε χιόνι για να διατηρηθεί». Με τόσες δυσκολίες πώς να έχει παγωτό κάθε μέρα; Και πώς να παρασκευάζει χωρίς τον κίνδυνο να λιώνει το παγωτό περιμένοντας τον πελάτη;
Το κελάρυσμα του Κανακάκι
Η εξυπνάδα του Κανακάκι θριάμβευσε ακόμα μια φορά. Συνεχίζει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» «Έκαμε (ο Κανακάκις) ένα στενόμακρο δοχείο ψηλό και στρογγυλό που έπαιρνε καμιά δεκαπενταριά οκάδες νερό. Αυτό με τρία κολωνάκια στηριζότανε πάνω σε μια βάση, επίσης στρογγυλή, σαν τεψί, στη μέση του οποίου στερέωσε μια μικρή φτερωτή, όπως των νερόμυλων, που στην άκρη του κάθε φτερού, είχε κρεμάσει ένα ασκάγι. Από τον πάτο του δοχείου του νερού ξεκινούσε ένα σωληνάκι που με μια ελαφρύ καμπύλη τσιρούσε το νερό πάνω στη φτερωτή, η οποία γυρίζοντας με ορμή χτυπούσε με τα ασκαγάκια σε τρία ποτήρια που είχε τοποθετήσει γύρω γύρω στη βάση και πλάι στην φτερωτή. Τα ποτήρια περιείχαν διάφορο ύψος νερού, ώστε να παράγουν διάφορο ήχο το καθένα και ηκούετο ένα κελάρυσμα Αυτό το κατασκεύασμα το κρεμούσε πάνω στο φύλλο της εξώπορτας του μαγαζιού και το ‘βαζε να κελαηδεί μόλις ήταν έτοιμο για πούλημα το παγωτό του. Μόλις λοιπόν στη μακάρια ησυχία, που επικρατούσε, ακούαμεν το «κελάρυσμα του Κανακάκι», όπως το λέγαμε εσπεύδαμεν και εγευόμεθα το νοστιμότατο παγωτό του».
Άξιοι απόγονοι
Ο Μανόλης Κανακάκις μέχρι το 1936, που πέθανε, πρόσφερε στο Ρέθυμνο με γευστικές πρωτοτυπίες και ψυχαγωγικές στιγμές, που κυρίως στις Απόκριες, ήταν μοναδικές. Κι όλοι είχαν να επαινούν τον καλό επαγγελματία και τον φιλότιμο οικογενειάρχη. Όσο για τα παιδιά και τα εγγόνια του, μόνο χαρές του έδιναν. Ο Ευάγγελος, έχοντας κληρονομήσει τη δεξιοτεχνία του συνέχισε το ζαχαροπλαστείο με την ίδια ποιότητα και ευρηματικότητα σε γεύσεις που χαρακτήριζε τον πατέρα του. Κι έδωσε βέβαια συνέχεια και στην παρασκευή των υπέροχων λουκουμάδων που έγιναν η προσφιλέστερη συνήθεια κάθε Ρεθεμνιώτη. Ποιος από τους 60άρηδες και άνω δεν θυμάται και σήμερα τον Ευάγγελο με χέρια που δούλευαν σαν καλοκουρδισμένη μηχανή να ρίχνει την καλοδουλεμένη ζύμη στο λάδι που άχνιζε μέσα στο τεράστιο καζάνι. Σημείο αναφοράς και μόνιμο στέκι το δικό του ζαχαροπλαστείο στη Μεγάλη Πόρτα. Και μετά το Βαγγέλη ο Τάσος και ο Λευτέρης. Τίποτα δεν άλλαξε από την ποιότητα «Κανακάκη». Μόνο οι γενιές με άξιους διαδόχους.
Απόγονοί του και μεγάλοι καλλιτέχνες
Αλλά και τα άλλα παιδιά του Μανόλη πήραν όλα καλό δρόμο. Και δυο από αυτά διέπρεψαν στην υψηλή τέχνη. Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής μας πληροφορεί, σχετικά, ότι το πρώτο από τα 13 παιδιά του ο Γιάννης Κανακάκις έγινε ο περίφημος γλύπτης, ενώ ο Λευτέρης του ήταν ο καταξιωμένος ζωγράφος. Εγγονή του δε, από την κόρη του Κωνσταντίνα, η Μαρία Κιμιωνή -Μαραγκού, κριτικός Τέχνης, χάρις στην οποία απέκτησε το Ρέθυμνο την Πινακοθήκη Κανακάκι και το Κέντρο Σύγχρονης Εικαστικής Δημιουργίας. Και την ευγνωμονεί…