Μετά την επανάσταση του 1866 που λάμπρυνε η τραγική Αρκαδική Εθελοθυσία, οι Κρητικοί δεν μπορούσαν να υποφέρουν άλλο την Οθωμανική κυριαρχία. Με την παραμικρή αφορμή σήκωναν καινούργιο μπαϊράκι.
Το 1878 με τη Σύμβαση της Χαλέπας, ένα από τα πράγματα που πέτυχαν ήταν η δέσμευση του σουλτάνου ότι η Κρήτη θα αστυνομευόταν μόνο από Κρητικούς. Αποφασίστηκε μάλιστα η δημιουργία σώματος Χωροφυλακής μόνο από κατοίκους της Κρήτης, στο οποίο οι χριστιανοί θα μπορούσαν να γίνουν και αξιωματικοί.
Οι Τούρκοι όμως για μια ακόμα φορά δεν τήρησαν την «μπέσα». Το 1889 ο σουλτάνος αφού κατάργησε το συγκεκριμένο άρθρο της σύμβασης, ανέθεσε στον συνταγματάρχη Ταξίν την αστυνόμευση της Κρήτης, θέτοντάς τον επικεφαλής σώματος 200 ανδρών που στρατολογήθηκαν στη Μακεδονία. Ο συνταγματάρχης Ταξίν είναι αυτός που αργότερα ως στρατηγός παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στον προελαύνοντα Ελληνικό Στρατό. Το 1896, επειδή οι ταραχές συνεχίζονταν, ο σουλτάνος, κάτω από την πίεση των ξένων δυνάμεων, δέχθηκε τη δημιουργία και αποστολή στο νησί σώματος 100 Μαυροβούνιων χωροφυλάκων, με διοικητή τον Άγγλο ταγματάρχη Μπορ. Η ύπαιθρος ελεγχόταν από τους επαναστατημένους Κρητικούς, ενώ οι πόλεις από τους Τούρκους. Οι μεγάλες δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία, Ιταλία, Γερμανία) έστειλαν στόλους στο νησί, ώστε να ελέγξουν/βοηθήσουν την εκτόνωση της κατάστασης.
Η νέα αυτή εξέλιξη οδήγησε το βασιλιά Γεώργιο Α’ και την κυβέρνηση Δηλιγιάννη να επέμβουν άμεσα. Εκστρατευτικό σώμα 1.500 ανδρών μ’ επικεφαλής τον συνταγματάρχη και υπασπιστή του βασιλιά Τιμολέοντα Βάσσο, αποβιβάστηκε την 3η Φεβρουαρίου 1897 στο Κολυμπάρι. Στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο στάλθηκαν εθελοντές και πολεμοφόδια. Ο Βάσσος ανακοινώνει την εντολή που έχει να καταλάβει το νησί στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις τον ειδοποιούν να μην πλησιάσει την πόλη σε ακτίνα μικρότερη των έξι χιλιομέτρων. Η απόβαση του ελληνικού στρατού προκάλεσε την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα του Κάιζερ της Γερμανίας. Μετά από τις μεταξύ τους διαβουλεύσεις έγιναν δεκτές οι ρωσικές προτάσεις, δηλαδή να κηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη με την επικυριαρχία του Σουλτάνου και να αποσυρθούν οι ελληνικές δυνάμεις από το νησί.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις για να αποτρέψουν τη σύγκρουση των δύο αντιπάλων δημιούργησαν ουδέτερη ζώνη στο Ακρωτήρι μεταξύ Κρητικών και Τούρκων. Ο Ιμπραήμ πασάς προκάλεσε έντεχνα συμπλοκή με τους επαναστάτες, τους οποίους παρέσυραν υποχωρώντας οι Τούρκοι στην ουδέτερη ζώνη. Οι ναύαρχοι του στόλου των Δυνάμεων απαίτησαν να αποσυρθούν οι επαναστάτες στις προηγούμενες θέσεις τους, πράγμα που εκείνοι αρνήθηκαν. Στις 9 Φεβρουαρίου 1897 ο Ιταλός Κανεβάρο, επικεφαλής των ναυάρχων, άρχισε το βομβαρδισμό του επαναστατικού στρατοπέδου. Τότε μία οβίδα σπάει τον ιστό της ελληνικής σημαίας και ο αγωνιστής Σπύρος Καγιαλεδάκης την υψώνει ξανά κάνοντας το σώμα του κοντάρι. Το γεγονός του βομβαρδισμού προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις και το επεισόδιο της σημαίας έγινε θρύλος. Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις φοιτητές έκαναν διαδηλώσεις, ενώ διανοούμενοι και πολιτικοί κατέκριναν τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος συνέταξε έντονη διαμαρτυρία προς τους ναυάρχους, όπου διακήρυττε την αποφασιστικότητα των Κρητικών. Η επανάσταση πλέον είχε ξεσηκώσει όλη την Κρήτη.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν αναπτύξει μεγάλη διπλωματική δραστηριότητα για να βρουν ένα σχέδιο κοινά αποδεκτό για τη λύση του κρητικού ζητήματος.
Στη μάχη κι ο γιος του γιατρού
Εκείνο το Φεβρουάριο του 1897, όλη η περιοχή του Μυλοποτάμου αναστατώθηκε από τις έντονες φήμες ότι ρέμπελοι Τούρκοι εφορμούν με μανία και σφάζουν Χριστιανούς στα περίχωρα του Ρεθύμνου, (Ατσιπόπουλο, Περβόλια, Άδελε, Πηγή) ενώ ισχυρές δυνάμεις των Τούρκων μαζεύτηκαν στον Πϋρκο (Κούλε) του Λατζιμά, πάνω από της «Γραίς το δέτη» με πρόθεση να πάνε στο Ρέθυμνο για να καταστείλουν πιθανή εξέγερση.
Αμέσως έσπευσαν αγγελιαφόροι να ξεσηκώσουν τον πληθυσμό προκειμένου να ανακοπεί η πορεία των Τούρκων προς το Ρέθυμνο Κυρίως όμως να εκμεταλλευθούν μια ακόμα ευκαιρία μήπως και διώξουν επιτέλους το σκοτάδι της σκλαβιάς.
Οι οδηγίες που δόθηκαν ήταν να πάρουν εκδίκηση οι Ρεθεμνιώτες για το αίμα των αθώων που έρεε άφθονο από το μαχαίρι των ρέμπελων και να εξασφαλίσουν το δυνατόν αιχμαλώτους για την περίπτωση που θα έφθαναν στο στάδιο των διαπραγματεύσεων.
Για την ενημέρωση και των πιο απόμακρων χωριών άρχισαν να παίζουν οι καμπάνες και να πέφτουν μπαλωθιές ολούθε σημάδι ότι ξεκίνησε ο ξεσηκωμός.
Στο άκουσμά τους κανένας νεαρός δεν έμεινε αδιάφορος. Λες και πήγαιναν σε πανηγύρι κίνησαν να ανταμώσουν τους άλλους και να ενισχύσουν τα τμήματα που θα αναλάμβαναν δράση.
Άκουσε το κάλεσμα της τιμής κι ο Μανόλης Βερύκιος ο γιος του γιατρού Νίκου Βερύκιου που είχε έρθει εθελοντής να πολεμήσει στην επανάσταση του 1866 κι έμεινε. Δεν έχασε καιρό κι έτρεξε πρώτα στον πατέρα του να πάρει την ευχή του. Ο γιατρός όμως πάγωσε όταν άκουσε την απόφαση του γιου του. Μοναχογιό τον είχε και χαϊδεμένο. Για πρώτη φορά ο ατρόμητος αγωνιστής ένοιωθε τρέμουλο σε όλο του το κορμί. Γιατί και ο γιος του; Ήταν μόλις 18 χρόνων, ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι με σπάνια ομορφιά. Άνετα θα τον παρομοίαζες με το μυθικό Αχιλλέα. Είχε τελειώσει και το Ελληνικό Σχολείο. «Άσε του είπε να πάνε οι πολλοί που δεν έχουνε και δουλειά. Μικρός είσαι ακόμα…».
Ο Μανόλης απόρησε με τη στάση του πατέρα του. Μα από αυτόν δεν είχε γαλουχηθεί με το νάμα του αγνού πατριωτισμού; Από τον πατέρα του δεν διδάχτηκε ιστορία και το χρέος κάθε νέου να υπερασπίζεται την πατρίδα του;
Προσπάθησε στο πνεύμα αυτό να τον ηρεμίσει. Έτσι κι αλλιώς είχε πάρει την απόφασή του. Ας το καταλάβαινε και ο πατέρας του για να μην του δημιουργεί διλήμματα. Είχε ήδη πάρει από το μπαούλο τον παλιό γκρά, το ίδιο όπλο που χρησιμοποίησε ο πατέρας του. Εκείνος μη μπορώντας άλλο να τον εμποδίσει περιορίστηκε να του δώσει κάποιες συμβουλές, σαν εμπειροπόλεμος αυτός. Και τέλος τον ξεπροβόδισε με την ευχή του.
Γοργοπόδαρος καθώς ήταν ο νεαρός δεν άργησε να σμίξει με τους χωριανούς του που είχαν πρωτοξεκινήσει. Φτάσανε κάποτε στη Σπηλιάρα που είχαν μαζευτεί κι οι άλλοι από τα γύρω χωριά.
Η χαρά του Μανόλη δεν περιγράφεται όταν τους είπαν ότι ακόμα δεν πήραν τον λόγο τα ντουφέκια. Θα ήταν κι αυτός στο πανηγύρι μόλις αποφάσιζαν οι αρχηγοί να δώσουν το πρόσταγμα της μάχης.
Στο μεταξύ όλο και περισσότεροι έφθαναν και ενισχύσουν τους άλλους που είχαν πρωτοπάει. Αντιλήφθηκαν όμως οι νιζάμηδες όλη αυτή την κίνηση και αποφάσισαν να κόψουν την ορμή των Χριστιανών Επιχείρησαν με ομοβροντίες να τους φοβερίσουν αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να ορμήσουν καταπάνω τους με λύσσα οι Ρωμιοί.
«Απάνω τους μωρέ να τους φάμε» ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή. Ήταν ο Βερύκιος.
Έδειχνε να έχει κέφι τρελό. Πάνω όμως που έσκυψε να ξαναγεμίσει μια εχθρική μπάλα τον βρήκε στο λαιμό. Έγυρε σαν σφαγμένος. Έτρεξαν κοντά του οι συναγωνιστές του αλλά ήταν αργά για το παλικάρι. Τον φίλησαν και γύρισαν στη μάχη.
Το βράδυ πια θα τιμούσαν το ηρωικό παλικάρι. Δεν άργησε το νέο να φθάσει και μέχρι τους Δαφνέδες που είχε εγκατασταθεί ο άτυχος πατέρας. Κανένας όμως δεν έπαιρνε το ρίσκο να του δώσει το μαύρο μαντάτο. Αποφάσισαν οι προεστοί να αναλάβουν το θλιβερό καθήκον. Πήγαν στο σπίτι του γιατρού και προσπαθούσαν να του φέρουν απέξω απέξω το τραγικό συμβάν.
Αρχικά του είπαν πως είχε τραυματιστεί μάλλον ελαφρά και τον έφεραν χωριανοί στο σπίτι. Ο άτυχος πατέρας, ένοιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Έτρεξε στα εικονίσματα και άρχισε κλαίγοντας να παρακαλεί το Θεό για τη σωτηρία του γιου του. Έμπειρος γιατρός ήταν θα τα κατάφερνε να τον σώσει αρκεί και το τραύμα να μην ήταν θανατερό.
Ο θόρυβος απέξω τον έκανε να τρέξει στην εξώθυρα. Και τότε είδε το λεβέντη του άψυχο σορό πάνω σε ένα υποζύγιο. Ράγισαν και οι πέτρες από το θρήνο που ακολούθησε. Τον ξάπλωσαν στη μέση της κάμαρης κι όλοι θαύμαζαν ακόμα και τώρα την κορμοστασιά του. Έμοιαζε σαν να κοιμόταν. Χαμογελούσε σαν να ήθελε να παρηγορήσει όλους για να μην κλαίνε το χαμό του. Έκανε το χρέος του κι ήταν δική του επιλογή.
Φιγούρα αρχαίας τραγωδίας η άμοιρη μάνα του έκοψε τα μαλλιά της και του έδεσε τα χέρια. Από κοντά και οι αδελφές του τον μοιρολογούσαν σπαράζοντας στο κλάμα.
Τα ίδια επαναλήφθηκαν την επομένη την ώρα της κηδείας. Μαζεύτηκαν και από τα γύρω χωριά, μόλις άκουσαν την νεκρική καμπάνα, για να συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία τον ήρωα. Οι άνδρες τον αποχαιρέτισαν με μπαταριές κατά το έθιμο.
Στις 6 Μαρτίου 1897 οι ναύαρχοι πήραν εντολή από τις κυβερνήσεις των χωρών τους να κηρύξουν την αυτονομία της Κρήτης υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Οι Κρητικοί απάντησαν ότι δεν δέχονται την αυτονομία αλλά μόνο την Ένωση, ενώ η Πύλη δήλωσε ότι θα ενέκρινε ως διοικητή της Κρήτης Τούρκο υπήκοο. Στο μεταξύ τα πνεύματα στην Ελλάδα είχαν οξυνθεί και πολλοί ζητούσαν την κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας. Το αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου, δηλαδή η ήττα της Ελλάδας, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του κρητικού ζητήματος. Η κυβέρνηση Ράλλη αναγκάστηκε να ανακαλέσει στις 21 Απριλίου τον Τιμολέοντα Βάσσο και το εκστρατευτικό σώμα από την Κρήτη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Κρητικοί, μετά από συνελεύσεις των ηγετών τους στους Αρμένους, στις Αρχάνες και στο Μελιδόνι, αναγκάστηκαν να δεχτούν την αυτονομία.
Ο Μανόλης Βερύκιος δεν ήταν ο μόνος νεκρός στην επανάσταση αυτή. Ήταν όμως από τους δαχτυλοδειχτούμενους νέους χάρις στη λεβεντιά και την απαράμιλλη ομορφιά του.
Τον ήρωα ανάστησε η πένα του Μ.Γ. Αλεφαντινού, σε δημοσίευμα αρκετά χρόνια αργότερα. Κι έτσι φθάνει ως εμάς να θυμίσει το χρέος της ευγνωμοσύνης σε ένα ακόμα άγνωστο ήρωα.
ΠΗΓΕΣ:
Μ.Γ. Αλεφαντινού: Ιστορικά Ανέκδοτα-Ο Μανόλης Ν. Βερύκιος- Ένας ακόμα λησμονημένος ήρωας (εφ. «Κρητική Επιθεώρηση» – Μάρτιος 1937).