Στις 20 Δεκεμβρίου, παραμονές Χριστουγέννων, έφυγε από κοντά μας ο Μανόλης Παυλάκης. Ήταν κυριολεκτικά γέννημα και θρέμμα αυτής της πολιτείας. Γεννήθηκε το 1936, φυσικά στην παλιά πόλη, την περιοχή της Σοχώρας, την πιο ζωντανή και την πιο πολύβουη γειτονιά του παλιού Ρεθύμνου. Ο Μανόλης ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα σεμνός και χαμηλών τόνων. Δεν του άρεσαν οι φανφάρες και τα μεγάλα λόγια. Η ζωή όμως αυτού του ταπεινού ανθρώπου παρουσιάζει κάποια σημεία που δε χαρακτηρίζουν μόνο τον ίδιο, αλλά ταυτίζονται με τα βάσανα, τους αγώνες, το ήθος αυτής της πόλης και ιδιαίτερα της γενιάς που ξεκίνησε λίγο πριν από την κατοχή και έφτασε ως τις μέρες μας. Η γενιά αυτή σιγά σιγά λιγοστεύει. Μαζί της χάνονται και πολλές από τις αξίες, που έκαναν το Ρέθυμνο μια γοητευτική πολιτεία και τους Ρεθεμνιώτες να νιώθουν πως ανήκουν σε μια πόλη μεσ’ την οποία όλοι, σπουδαίοι και ταπεινοί, πρόσφυγες και αυτόχθονες γνωρίζονται προσωπικά, συμπάσχουν και συμμερίζονται τους πόνους, τα βάσανα και τις ελπίδες των άλλων, των συμπολιτών τους. Αποτελούν μια μεγάλη οικογένεια.
Στη ζωή του Μανόλη Παυλάκη διακρίνουμε τρεις περιόδους. Τη ζωή στην πόλη μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 περίπου. Την έξοδο, κυρίως στην Αθήνα ή το εξωτερικό και την επιστροφή. Τηρουμένων των αναλογιών οι χρονολογικές αυτές φάσεις χαρακτηρίζουν το βίο και την πορεία της πλειονότητας των Ρεθεμνιωτών εκείνης της εποχής.
Η ζωή στο Ρέθυμνο πριν από τη μεγάλη έξοδο
Ο θάνατος του πατέρα του, γύρω στο 1939 λίγο πριν από το Αλβανικό και την Κατοχή, έρχεται πολύ νωρίς. Ο Μανόλης είναι μόλις 3 ετών. Δεν μπορεί να μην πάει το μυαλό μου σ’ εκείνη τη μητέρα. Μια χαροκαμένη μάνα με τρία ανήλικα παιδιά. Να περνάει όλη την κακουχία και την πείνα της κατοχής μέσα σε μια εξαθλιωμένη πόλη και να μην το βάζει κάτω. Να παραμένει με το κεφάλι ψηλά. Πρέπει να σκεπτόμαστε συχνά εκείνα τα χρόνια και να αντλούμε δύναμη και αντοχές. Και τα παιδιά εκείνης της εποχής ξυπόλητα, ρακένδυτα και αδέσποτα να μεγαλώνουν στα σοκάκια και τις πλατείες. Η μοίρα κοινή. Φτώχια, έντιμη φτώχεια, μόνο τα στοιχειώδη. Αλλά συγχρόνως και άφθονο παιχνίδι. Ζωή κοινότητας. Τόπι, πολύ τόπι στις γειτονιές και τις πλατείες, χάζεμα στο λιμάνι, παραστάσεις Καραγκιόζη με τον Νώντα ή τον Παπανικολάου, κυριακάτικη λειτουργία στη Μεγάλη ή τη Μικρή Παναγία, ξεσηκώματα για το Κυπριακό, βραδινή βόλτα και τσάρκα στη Λεωφόρο, τη Μεγάλη Αγορά ή την Προκυμαία. Ποδοσφαιρικές συγκινήσεις και τσακώματα στο γήπεδο της Σοχώρας. Μια «κοινωνούσα» πόλη.
Γύρω στο 1950 ο Μανόλης γίνεται μέλος της Φιλαρμονικής του Δήμου. Τις μέρες εκείνες η Φιλαρμονική ήταν ένα καταφύγιο και μια διέξοδο για τα παιδιά των φτωχών οικογενειών του Ρεθύμνου. Τον γνώρισα εκεί, στη Φιλαρμονική γύρω στο 1953. Παίζαμε το ίδιο όργανο, το κλαρίνο και είχαμε τον ίδιο δάσκαλο, τον ταλαντούχο και αξεπέραστο δεξιοτέχνη του κλαρίνου, τον Νίκο Περπυράκη. Θαυμάζαμε και οι δυο μας εκείνο τον καταπληκτικό δάσκαλο. Νιώθαμε πως θα μας ήταν αδύνατον να του μοιάσουμε και να πλησιάσουμε κάπως τη μαγεία της τέχνης του.
Ως μέλη της Δημοτικής Φιλαρμονικής φτιάξαμε μια ανεπανάληπτη συντροφιά. Εκτός από το χαρτζιλίκι, που ήταν αρκετά υπολογίσιμο όχι τόσο για μας όσο για τις οικογένειές μας, χαιρόμαστε την παρέα και μοιραζόμαστε ελπίδες και προσδοκίες. Με τη Φιλαρμονική ζούσαμε έντονα όλες τις μεγάλες στιγμές της πόλης. Τις παρελάσεις, τους περίφημους χορούς του Λυκείου, του Συλλόγου των Κυριών, της Περιηγητικής, τις κηδείες, τους εορτασμούς των μεγάλων επετείων και ιδιαιτέρως εκείνης της Θυσίας του Αρκαδιού. Μα πιο πολύ χαιρόμαστε την παρέα. Ο Μανόλης ήταν από τους πιο σοβαρούς και τους πιο ώριμους της παρέας. Το τέρμα αυτής της περιόδου ήταν για όλους μας κοινό. Η αποφοίτηση από το Γυμνάσιο που σήμαινε συγχρόνως και την αναγκαστική έξοδό μας από την πόλη.
Η έξοδος
Η πορεία μετά το Γυμνάσιο ήταν μονόδρομος. Φυγή στην Αθήνα για σπουδές και ταυτόχρονη προσπάθεια για εξεύρεση δουλειάς, που ήταν το κύριο ζητούμενο. Ελάχιστοι Ρεθεμνιώτες εκείνα τα χρόνια είχαν τη δυνατότητα να σπουδάζουν χωρίς να δουλεύουν. Ο Μανόλης ακολούθησε την κοινή μοίρα όλων των παιδιών της γενιάς μας. Στην Αθήνα πια ο Μανόλης αλλάζει πολλές δουλειές. Εργάζεται σε ζαχαροπλαστείο, γίνεται υπάλληλος σε Νοσοκομείο, πιάνει κι άλλες δουλειές κυνηγώντας το καλύτερο, συγχρόνως σπουδάζει στην Ανώτερη Υγειονομική Σχολή. Τελικά τα καταφέρνει. Παίρνει πτυχίο και διορίζεται επόπτης Υγείας. Δε σταματά όμως εδώ, συνεχίζει την προσπάθεια και παίρνει το πτυχίο της Παντείου Σχολής. Οι κόποι του αρχίζουν πια να αποδίδουν. Μπορεί πια να συνδυάζει και δουλειά (το πρώτο ζητούμενο) και καριέρα. Όμως η ανάμνηση και η νοσταλγία της γενέθλιας πόλης δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Τελικά παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Γύρω στο 1979 αφήνει δουλειές και καριέρα στην Αθήνα και επιστρέφει στο Ρέθυμνο.
Η επιστροφή
Η επιστροφή του Μανόλη στο Ρέθυμνο σημαδεύεται με δύο σημαντικά γεγονότα. Γίνεται στέλεχος του ξενοδοχείου «Ρίθυμνα». Είναι η εποχή που η επιχείρηση των Αδελφών Δασκαλαντωνάκη καρποφορεί και προσφέρει σημαντικές επαγγελματικές ευκαιρίες σε πεπειραμένους και σοβαρούς Ρεθεμνιώτες. Στην εργασία αυτή θα θητεύσει επιτυχώς μέχρι τη συνταξιοδότησή του το έτος 2002.
Το άλλο σημαντικό γεγονός που συνοδεύει την επιστροφή του Μανόλη στο Ρέθυμνο είναι ο γάμος του με τη Νίκη Στεφανάκη από το χωριό Καρέ Ρεθύμνου. Η Νίκη είναι κόρη της πολύ γνωστής στους Ρεθεμνιώτες οικογένειας του Νικολάου Στεφανάκη, μιας οικογένειας που διακρίνεται για την ευγένεια, την αρχοντιά της και την πίστη της στις παραδοσιακές μας αξίες. Ο γάμος αυτός στάθηκε ένα ασφαλές λιμάνι για την πολυκύμαντη ζωή του Μανόλη. Έφτιαξε με τη Νίκη μια πετυχημένη οικογένεια και ανάθρεψαν το παιδί τους, που το σπούδασαν και το αποκατάστησαν.
Μια απρόσμενη έκπληξη. Ένας Ρεθεμνιώτης στην Καρέ
Οι δρόμοι μου με τον Μανόλη, παρόλο που είχα ακολουθήσει παρόμοια πορεία στην Αθήνα, είχαν χωρίσει από το 1957. Πάντα βέβαια ήταν ισχυρές οι μνήμες από τα κοινά μας βιώματα και την παρέα της Φιλαρμονικής. Όταν άκουσα πως πήρε μια Καριώτισσα, δηλαδή μια κοπέλα από το χωριό που γεννήθηκε και ανατράφηκε η μητέρα μου, το χωριό που είχε συνδεθεί με τις παιδικές μου αναμνήσεις, το χάρηκα μα δεν του έδωσα όμως ξεχωριστή σημασία. Είμαστε και οι δύο χωραΐτες, όπως μας έλεγαν τα παιδιά του χωριού και υπέθεσα ότι με τον Μανόλη θα συνέβαινε αυτό που συμβαίνει και με τους άλλους χωραΐτες που παίρνουν γυναίκα από χωριό. Εμφανίζονται κάπου κάπου στο γυναικοχώρι σε πανηγύρι ή γιορτή και εκεί τελειώνουν όλα.
Έπεσα εντελώς έξω. Μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι ο Μανόλης δεν αγάπησε απλώς το χωριό, αλλά ταυτίστηκε μαζί του. Έγινε η ψυχή του χωριού. Κέρδισε την αγάπη και την εμπιστοσύνη όλων. Μόλις του έμενε λίγος χρόνο πήγαινε εκεί. Δεν φρόντιζε μόνο την περιουσία και τους συγγενείς της γυναίκας του. Κυριολεκτικά γνοιαζόταν για όλους τους χωριανούς. Να κάνει θελήματα, να μεταφέρει αρρώστους στο Νοσοκομείο, να συμπαραστέκεται στις χαρές μα και στις λύπες των χωριανών. Ήταν ο καλός άγγελος του χωριού. Πήρε πρωτοβουλίες και προσπάθησε να δώσει ζωή και ουσία στον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού. Προσωπικά έτριβα τα μάτια μου, ως γιος Καριώτισσας, για την απρόσμενη μεταμόρφωση. Ο Μανόλης αποδείχτηκε τελικά το μεγάλο δώρο της πόλης, του Ρεθέμνους στο χωριό της γυναίκας του. Και το χωριό ανταποκρίθηκε άμεσα σ’ αυτή τη προσφορά. Τον αγάπησε, τον έκανε δικό του και στο τέλος έκλαψε και θρήνησε το χαμό του, ως γνήσιο παιδί του. Πριν πεθάνει φρόντισε να φτιάξει ο ίδιος τον τάφο του στης Καρές το νεκροταφείο, τον Τίμιο Σταυρό. Εκεί ετάφη, σημάδι της αγάπης ενός αστού στο χωριό, όπου γνώρισε την τελική του ολοκλήρωση. Ένα συγκινητικό τελείωμα που ήλθε ως επιστέγασμα μιας απλής αλλά συναρπαστικής ζωής.
* Ο Μιχάλης Ν. Τζεκάκης είναι πρώην διευθυντής της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης