Ξεφυλλίζω την τρίτη συμπληρωμένη έκδοση του βιβλίου του Μανόλη Παντινάκη «Η επαρχία Αγ. Βασιλείου αφηγείται – Η κατοχή δεν μας λύγισε» από τις εκδόσεις «Καλαϊτζάκης Α.Ε.».
Στις 500 σελίδες που προλογίζει ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μαν. Μαθιουδάκης, συμπεριλαμβάνονται πολλές νέες μαρτυρίες αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, που με τη γλώσσα της καρδιάς και της αλήθειας αφηγούνται όλα όσα βίωσαν τη φρικτή περίοδο της κατοχής.
Τα χρόνια πέρασαν αλλά οι μνήμες παραμένουν τόσο ζωντανές που ο αναγνώστης αισθάνεται πως ζει τα γεγονότα και τη φρίκη των στιγμών, νοιώθοντας βαθειά στα σωθικά τον πόνο από τις καυτές σφαίρες των Ναζί και το παράπονο που ξεχειλίζει από τα άδικα μαρτύρια που βίωσε ο γενναίος κι’ ανυπόταχτος λαός μας.
Ο Ανάστος Απανωμεριτάκης αφηγείται: «Εκαμαμενε οκτώ μέρες στη φυλακή στη Φορτέτζα και κάθε πρωί μας κατεβάζανε και μας ανακρίνανε. Με ρωτούσανε κάθε φορά: «Πού ‘ναι οι Εγγλέζοι;».
«Δε – γ – ξέρω, εγώ ‘μουνε στρατιώτης και ήρθα απ’ το στρατό και δεν – εγάτεχα πως είναι Εγγλέζοι στο χωριό μας…».
Κι ήτονε στη -ν- ανάκριση ένας Γερμανός, Μουσάτος ελέγεντονε, και μου ‘θετενε το πολυβόλο ‘παέ στ’ αυτί και το τσάχτιζενε δήθεν, λέει, πως με πυροβολάνε, για να φοβηθώ και να πω. Κάθε φορά των ήλεγα: «Δε-γ- ξέρω, δε-γ- ξέρω, δε-γ- ξέρω…».
«Στσι οκτώ μέρες μας-ε-παίρνουνε και μας-ε-πάνε στσι επανορθωτικές φυλακές στα Χανιά και μας-ε-βάνουνε στο κρατητήριο. Κάνομε εφτά μήνες. Δεκαεφτά μέρες επεράσανε να μας-ε-δώσουνε φαΐ, μόνο τρία χαρούπια τη-ν-ημέρα».
Όλα αυτά προκαλούν οργή κι έναν ανεξέλεγκτο θυμό, που είναι δύσκολο να διαχειριστείς και να καταλαγιάσει μέσα σου.
Τα γεγονότα που προκύπτουν από τις αφηγήσεις όσων τα έζησαν, εκτός από τη σφραγίδα της γνησιότητας, φέρνουν στην επιφάνεια νέα στοιχεία και δεδομένα που φωτίζουν την συγκεκριμένη περίοδο της τοπικής μας ιστορίας απ’ όλες τις πλευρές, γι’ αυτό έχουν τεράστια ιστορική αξία.
Υπάρχουν όμως κι αποσπάσματα, που αποτελούν ύμνο στην ανθρωπιά και τη μεγαλοψυχία των απλών ανθρώπων του λαού μας.
Ο Δημήτρης Απανωμεριτάκης θυμάται με συγκίνηση: «Εγώ, τότε, ηλικίας 18 χρονών, ήμουν σκοπός μ’ ένα άλλο παλικάρι στη Χαλεβή. Διακρίναμε στη φεγγαροβραδιά δυο σκιές κι όταν πλησίασαν, διαπιστώσαμε ότι ήταν ένας Γερμανός υπολοχαγός κι ένας Ιταλός λοχίας. Τους ακινητοποιήσαμε, αιφνιδιάζοντάς τους, και τους πήραμε τα όπλα. Έβγαλα τα ρούχα του Ιταλού, τα φόρεσα και του έδωσα τα δικά μου, που ήταν από γερμανικό τσουβάλι…
Τους παραδώσαμε και μάλιστα κοίταξαν ορισμένοι να τους σκοτώσουν. Δεν τους άφησα. Τους πήγα σε μια ρεματιά. Ο Γερμανός έκλαιγε, μου έδειχνε φωτογραφίες των παιδιών και των γονιών του. Τον λυπήθηκα! Μου είπε ότι είναι Αυστριακός και είναι κατά του Χίτλερ. Τελικά, σε συνεννόηση με τους καπετάνιους, τον αντάλλαξαν μαζί με άλλους Γερμανούς που είχαν πιάσει, με Άγγλους. Ο Μιχάλης, έτσι τον έλεγαν, πήγε στη Βιέννη, κατετάχθη στο Στρατό και έφθασε στο βαθμό του στρατηγού…
Το 1988 ήλθε στο Ρέθυμνο και με αναζήτησε. «Το Μήτσο, το Μήτσο, το Μήτσο», έλεγε στη Λαμπινή και στο Μιξόρρουμα που πήγε. Έμενε με τη γυναίκα του στον Πλακιά κι έκαναν διακοπές. Καταφέραμε να συναντηθούμε. Δεν περιγράφονται όσα έγιναν σ’ αυτή τη συνάντηση. Μου φιλούσε τα χέρια και τα πόδια, κλαίγαμε κι οι δυο. Πέρασε πολλή ώρα για να συνέλθουμε!
Κάθε σελίδα του βιβλίου είναι μια αδιάψευστη αλήθεια που όμως φέρνει κόμπους στο λαιμό κι απανωτές γροθιές στο στομάχι.
Κι αναρωτιέμαι αλήθεια, από ποια πηγή ο Μανόλης Παντινάκης που ξεκίνησε την έρευνα και καταγραφή της κατοχικής περιόδου ως νεαρός δημοσιογράφος, αντλεί τόσο τεράστια δύναμη και πόσο μεγάλα ψυχικά αποθέματα μπορεί να διαθέτει για ν’ ασχολείται τόσες δεκαετίες μ’ αυτό το σημαντικότατο αλλά τόσο ψυχοφθόρο έργο.
Πιστεύω πώς μόνο μια πειστική εξήγηση υπάρχει.
Ο Μανόλης διακατέχεται από κείνη τη δημιουργική τρέλα του Κρητικού που περιγράφει ο Καζαντζάκης, μια τρέλα που ελέγχει το μυαλό και την καρδιά του, γι’ αυτό δε λογαριάζει τίποτα, δεν ελπίζει σε τίποτα και… είναι λεύτερος.
Σίγουρα μόνο ένας τέτοιος «τρελός» θα μπορούσε να θυσιάσει, χωρίς κανένα οικονομικό όφελος, ολόκληρη ζωή σ’ αυτό τον ιερό σκοπό χωρίς να περιμένει, ούτε καν να χρειάζεται, καμιά επιβράβευση ηθική ή οικονομική.
Παλεύει σ’ όλη του τη ζωή οικονομικά αδύναμος, να σώσει την ιστορία του τόπου, αβοήθητος από την πολιτεία, κι αντιμετωπίζοντας πολλές φορές την αδιαφορία, εκείνων που η ψυχική τους μιζέρια δεν τους επιτρέπει να εκτιμήσουν το μεγαλείο της ψυχής και του στόχου ζωής του, στον οποίο έχει αφιερωθεί.
Ο ηρωισμός του συγγραφέα δεν διαφέρει σε τίποτα από τον ηρωισμό των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, αφού κι εκείνος τις ίδιες μεγάλες ηθικές αξίες του λαού μας υπερασπίζεται.
Σε μια εποχή που το παγκόσμιο σύστημα επιτίθεται δυναμικά σε μια προσπάθεια να καμφθούν και οι τελευταίες αντιστάσεις μας, μέσα από την πνευματική, ηθική και κάθε άλλης μορφής εξαθλίωση, που θα έχει ως αποτέλεσμα τον έλεγχο των συνειδήσεών μας και τη μετατροπή μας σε άβουλα όντα, ελάχιστοι είναι οι σημερινοί ήρωες που απέναντι σ’ αυτή την απειλή, θυσιάζουν την προσωπική τους ζωή και καριέρα, για να οδηγήσουν κυρίως τη νέα γενιά στο ξέφωτο των μεγάλων ηθικών αξιών.
Ένας τέτοιος αγωνιστής είναι ο Μανόλης Παντινάκης που έχει γράψει δώδεκα βιβλία μέχρι σήμερα.
Κι αν το έργο του δεν αναγνωριστεί σ’ αυτή τη ζωή, μετά θάνατον θα σπεύσουν όλοι να τον τιμήσουν.
Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.