Την Κυριακή 9 Ιουλίου 2017 η οικογένεια του Μανώλη Γαβρά τέλεσε το ετήσιο μνημόσυνό του στο Μοναστήρι του Σωτήρα Χριστού στον Κουμπέ. Ένας χρόνος μετά… Καιρός για μια αποτίμηση. Όταν μιλάμε για γνωστούς μας ανθρώπους που έφυγαν από αυτή τη ζωή, ο συνήθης εγκωμιαστικός, συμβατικός και γλυκερός λόγος δεν ωφελεί. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις φέρνει το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. Προκαλεί συγκαταβατικό χαμόγελο εκ μέρους αυτών που γνώριζαν από κοντά τον εκλιπόντα. Το εγκώμιο για να έχει βάρος και αξία χρειάζεται τεκμήρια, γεγονότα, facts. Χρειάζεται προσεκτική και τίμια ιχνηλασία. Διαφορετικά ο λόγος καταντά κενός και άδειος.
Με τον Μανώλη τον Γαβρά υπάρχει μια επί πλέον δυσκολία. Δεν επεδίωξε ποτέ στη ζωή του να αφήσει τα ίχνη που ζητάει η αδηφάγος επικαιρότητα. Αν ζητούμε λοιπόν ίχνη ξεφυλλίζοντας εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του, θα απογοητευτούμε. Ο Μανώλης, όπως και άλλοι σοβαροί Ρεθεμνιώτες, δεν επεδίωξε ποτέ τη δημοσιότητα. Αντίθετα, την απέφευγε συστηματικά. Δεν τον ευχαριστούσε, ούτε ο ίδιος να μιλάει για τον εαυτόν του, ούτε οι άλλοι γι’ αυτόν. Η όποια προσπάθεια αγιογράφησής του θα ενοχλούσε πρώτα-πρώτα τον ίδιο. Το να μιλήσεις για ένα άνθρωπο αυτού του χαρακτήρα, παίρνεις ένα ρίσκο. Τον έχεις μπροστά σου. Σε κοιτάζει κατάματα. Δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις. Αντικρίζεις τον Μανώλη με εκείνο το μισό αστείο, μισό σοβαρό υπομειδίαμά του και τον ακούς να σου λέει: «Ρε μπαγάσα, πολύ λιβάνι έριξες στο θυμιατήρι σου, βγάλε το όλο. Με χαλάει»…
Τον γνώρισα από κοντά στα 1968-1969. Υπάλληλος του Νομαρχιακού Ταμείου ο Μανώλης και υπάλληλος της Δημόσιας Βιβλιοθήκης ο γράφων.. Συναντηθήκαμε στα θρανία της τάξης του Lower του φροντιστήριου Αγγλικής Χαμπάκη. Δασκάλα μας, μια ψηλόλιγνη Ιρλανδέζα, η Λίζα MacKenna, δακτυλοδεικτούμενη ως η μοναδική ξένη στο Ρέθυμνο. Εκείνα τα χρόνια ελάχιστοι στο Ρέθυμνο έκαναν αγγλικά και ακόμα πιο λίγοι τα μιλούσαν. Πήγαμε στην Αθήνα για τις εξετάσεις και οι τρεις της τάξης, ο Μανώλης στα 38 του, ο Μιχάλης στα 28 του και η Κατερίνα Βασιλάκη στα 17 της!!! Το πήραμε και οι τρεις.
Κάποια στιγμή μάθαμε ότι ο Μανώλης παραιτήθηκε από το Νομαρχιακό Ταμείο. Ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το κτήμα που είχε στους Ποταμούς. Η παραίτηση αυτή ξάφνιασε τη ρεθεμνιώτικη κοινωνία. Ένας σαρανταπεντάρης να εγκαταλείψει την ασφάλεια του Δημοσίου για να ασχοληθεί με τη γεωργία, που εκείνη την εποχή δεν την έπαιρνε κανείς στα σοβαρά, ήταν πραγματικά πρωτάκουστο. Ακολούθησε περίοδος δημιουργικής σιωπής. Ο Μανώλης δούλευε συστηματικά και αθόρυβα. Σιγά σιγά η δουλειά στο κτήμα απέδιδε. Αναγνωριζόταν. Τα ακτινίδιά του έβγαλαν όνομα έγιναν brand name, τόσο στην τοπική αγορά όσο και στις αγορές του εξωτερικού. Οι καταναλωτές ήταν διατεθειμένοι να τα πληρώνουν ακριβότερα από τα άλλα λόγω, της εξαιρετικής τους ποιότητας. Ήταν ένας πραγματικός άθλος, αποτέλεσμα επίπονης δουλειάς και, φυσικά, λεβεντιάς και νοικοκυροσύνης. Κάποια στιγμή, εξηντάρης πια, συνειδητοποιεί ότι για τη δουλειά του είναι απαραίτητος ο υπολογιστής. Δε διστάζει ούτε στιγμή. Ο διά βίου φιλοπρόοδος και φιλομαθής Μανώλης γίνεται ξανά μαθητής κάθεται στο θρανίο και παίρνει μαθήματα πληροφορικής!
Όμως παρά την επιτυχία, τα προβλήματα είναι μεγάλα. Ενέκυψε σοβαρή αρρώστια στο κτήμα. Ο Μανώλης βρέθηκε μπροστά σε ένα πολύ μεγάλο δίλημμα. Να αντιμετωπίσει το πρόβλημα φαρμακευτικά, πράγμα όμως που απειλούσε να επηρεάσει αρνητικά όλη τη γύρω περιοχή, ή να ξεπατώσει όλα τα δενδρύλλια και να αρχίσει από την αρχή. Προτίμησε την πιο επώδυνη λύση για το καλό της περιοχής. Πολλοί γεωπόνοι πρόβλεψαν τον κίνδυνο οικονομικής καταστροφής του και προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, όμως ο Μανώλης δε λύγισε. Ακολούθησε τη συνείδησή του. Ρίσκαρε ένα υψηλό δάνειο από την Αγροτική και προχώρησε θαρραλέα στην εκρίζωση και την απ’ αρχής φύτευση νέων δενδρυλλίων.
Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Οι τόκοι και οι μισθοί των εργαζομένων να τρέχουν, ενώ η παραγωγή να καθυστερεί επικίνδυνα. Τα πανωτόκια κεφαλοποιούνται και το χρέος σκαρφαλώνει σε άπιαστα ύψη. Ολόκληρη η τραγωδία του ελληνικού αγροτικού ζητήματος, που ξεκινά από το 19ο αι. και φτάνει ως τις μέρες μας, μπροστά μας. Τη στιγμή που άλλοι στον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα πλούτιζαν με τις ανεξέλεγκτες επιδοτήσεις και τις ψεύτικες δηλώσεις, ο Μανώλης κινδύνευε να τα χάσει όλα. Αβάστακτη η ύβρις ξεχειλίζει το ποτήρι της αγανάκτησης. Το διαβρωτικό ερώτημα, αν αξίζει να είναι κανείς τίμιος στις μέρες μας, αδυσώπητο. Απανωτές και αμείλικτες οι ειδοποιητικές απειλές της Αγροτικής Τράπεζας για επικείμενη κατάσχεση όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Απελπισμένος ξεκινά τη διαδικασία πώλησης ακόμα και του διαμερίσματος που μένει. Όμως δε λύγισε, αντιμετώπισε την δεινή κατάσταση που δημιουργήθηκε με αξιοπρέπεια και ήθος. Δε ζήτησε ελεημοσύνη. Δεν κλάφτηκε, δεν δέχτηκε να του χαριστούν. Στάθηκε όρθιος μέχρι την κυριολεκτικά ύστατη ώρα, που ανέλπιστα του ήλθε η είδηση μιας αξιοπρεπούς και βατής λύσης. Ανταπεξήλθε στις υποχρεώσεις του μέχρι το τελευταίο ευρώ. Έμεινε με το κεφάλι ψηλά. Με μόχθο και επιμονή τα κατάφερε. Η βαθιά νύκτα επιτέλους ξημέρωσε. Τα ακτινίδια του κτήματος Γαβρά γινόταν και πάλι ανάρπαστα στις ντόπιες και τις διεθνείς αγορές. Η επιχείρηση του Μανώλη έγινε ξανά ένα αξιοθαύμαστο brand name.
Αν βρισκόμαστε σε άλλη χώρα, ο Μανώλης Γαβράς θα γινόταν το πρότυπο και το μοντέλο του επιτυχημένου αγρότη – επιχειρηματία. Το κράτος θα τον ενθάρρυνε να επεκτείνει την επιχείρηση χρηματοδοτώντας τον, χωρίς καμιά επιφύλαξη ή γραφειοκρατικό εμπόδιο και βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν θα τον είχε αφήσει να φτάσει στο χείλος της οικονομικής του καταστροφής. Στην ψωροκώσταινα όμως που μόνο αχυρένιοι κομματάνθρωποι επιβιώνουν, άνθρωποι σαν τον Μανώλη δεν έχουν θέση.
Ένα χρόνο περίπου πριν πεθάνει, τον είχα επισκεφθεί για να ζητήσω τη συμβουλή του. Ένα μέλος του σπιτιού μου, άνεργο εξαιτίας της κρίσης, σκεφτόταν σοβαρά να ασχοληθεί με τη γεωργία. Γενναιόδωρα, χωρίς κανένα δισταγμό μας έδωσε και με το παραπάνω όσες πληροφορίες του ζητήσαμε. Ο ίδιος όμως δεν έκρυβε την πικρία του. Είχε καταρτίσει φακέλους ολόκληρους με τεκμηριωμένες προτάσεις. Είχε πείσει ιδιοκτήτες χιλιάδων στρεμμάτων γης να ενώσουν τις προσπάθειές τους για μια μοναδική σε σοβαρότητα ντόπια και διεθνώς ανταγωνιστική επιχείρηση. Πρόταση και προτάσεις, που με βάση τη δική του πετυχημένη εμπειρία είχαν όλα τα φόντα επιτυχίας. «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω»!!! Οι φάκελοι ταξίδευαν αενάως μεταξύ Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Αθηνών και κάποια στιγμή καταχωνιάστηκαν στα γνωστά χρονοντούλαπα. Ναι, το ψηλάφισα προσωπικά! Ο Μανώλης έφυγε πικραμένος και απογοητευμένος από τη συμπεριφορά της κρατικής Ελλάδας.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, μπορώ, κοιτάζοντάς στα μάτια να πω ανεπιφύλακτα ότι το πέρασμα του Μανώλη Γαβρά από τον τόπο μας, άφησε ασυνήθιστα έκτυπα αποτυπώματα λεβεντιάς και αξιοσύνης. Αυτά ακριβώς μας επιτάσσουν να τον θυμούμαστε, να τον τιμούμε ως… γνωρίζοντες και, φυσικά, να τον κατατάξουμε ανεπιφύλακτα στους Ρεθεμνιώτες που άφησαν σοβαρά και βαθιά ίχνη πίσω τους.
Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στην τ. Γεωπόνο της Αγροτικής Τράπεζας κ. Αγγελική Σταγάκη (το γένος Βολακάκη) για την έγκυρη πληροφόρηση σχετικά με την περιπέτεια του χρέους στην Αγροτική Τράπεζα και στο Φώτο Αρκάδι για τη φωτογραφική υποστήριξη του δημοσιεύματος.
* Ο Μιχάλης Τζεκάκης, είναι τ. διευθυντής της Δημόσιας και της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης