Από τις μεγάλες μορφές του Αποδούλου που ελάχιστοι «εκτός των τειχών» γνωρίζουν, ήταν και ο Μανώλης Μιχ. Φωτάκης. Ένας σπάνιος, παραδοσιακός Κρητικός που δεν χαρακτηρίστηκε τυχαία από τον σημαντικό ρημαδόρο Βαρδή Τσιράκη (Τσιροβαρδή), «της ανθρωπιάς ο πρίνος».
Από τότε που κάναμε το αφιέρωμα για τη λεβέντισσα γυναίκα του τη Μαρία το γένος Παραδεισανού, είχαμε επισημάνει τα στοιχεία που μας επέβαλαν αυτό το αφιέρωμα. Και χαιρόμαστε που είμαστε πια σε θέση να εκπληρώσουμε το ηθικό αυτό καθήκον με στοιχεία που μας έδωσε ο γιος του κ. Σταύρος Φωτάκης εκλεκτός λόγιος και συγγραφέας, τον οποίο και ευχαριστούμε από βάθους καρδιάς.
Ας γνωρίσουμε λοιπόν καλύτερα σήμερα τον Μανώλη Μιχ. Φωτάκη, που έγραψε τη δική του ιστορία με το βίο και τα έργα του.
Από ιστορική οικογένεια
Γεννήθηκε στο χωριό Αποδούλου Αμαρίου το έτος 1895. Η μητέρα του ήτανε η Ελένη Γ. Παπαδογιάννη από τον Άι Γιάννη Αμαρίου, με καταγωγή από Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου, δισέγγονη από πατέρα του Νεομάρτυρα Αγγελή. Ο πατέρας του ήτανε ο Μιχαήλ Κ. Φωτάκης, με καταγωγή από Μέλαμπες, γι’ αυτό και λεγόταν Μελαμπιανομιχελής και με το παρατσούκλι Μπέλεχας. Σε πολύ μικρή ηλικία, δύο περίπου ετών, ο Μανώλης Φωτάκης ορφάνεψε από μητέρα, γι’ αυτό και διευκρινιστικά προσδιοριζόταν στους συγγενείς και χωριανούς σαν «το ορφανό».
Παντρεύτηκε τη Μαρία Παραδεισανού του Στεφάνου το γένος Παπαδογιάννη από τον Άι Γιάννη Αμαρίου, τους γονείς της οποίας οι Γερμανοί καταχτητές συνέλαβαν το έτος 1943, τους καταδίκασαν δις εις θάνατον και μεταφερόμενοι σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως πνίγηκαν μεσοπέλαγα, ύστερα από τορπιλισμό του πλοίου που τους μετέφερε.
Σαν γνήσιος πατριώτης έκανε το καθήκον του υπηρετώντας στον Ελληνικό Στρατό έντεκα συνολικά χρόνια. Πρώτα ως εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και στη συνέχεια στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-1918, αλλά και στις πολεμικές επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας 1919-1922.
Για χρόνια μετά διηγιόταν σε ακροατήριο, που κρεμόταν από τα χείλη του, πάμπολλες ιστορίες από τη συμμετοχή του σε μάχες της πρώτης γραμμής στο Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ.
Κι όταν ήθελε να διδάξει για τη δύναμη που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του, αναφερόταν στις τόσες κακουχίες που υπέστη ο στρατός μας κατά την οπισθοχώρηση.
Αν και μεγάλος σχετικά στην ηλικία δεν απουσίασε και από την εποποιία της Μάχης της Κρήτης. Η πληροφορία αυτή αναφέρεται στον έμμετρο επικήδειο του Τσιροβαρδή. Διαβάζουμε συγκεκριμένα ότι ο Μανώλης Φωτάκης, πολέμησε στη μάχη των Περιβολίων και μάλιστα συνέλαβε δυο αιχμαλώτους.
Ένας γνήσιος μερακλής
Όπως κάθε λεβέντης έτσι και «της ανθρωπιάς ο πρίνος» αγαπούσε την καλή παρέα.
Ήτανε ιδιαίτερα μερακλής, γλεντζές, χορευτής και γλυκόλαλος τραγουδιστής και τον διέκρινε η ντομπροσύνη, η λεβεντιά και η ευπρέπεια. Τραγουδούσε ριζίτικα τραγούδια και όμορφες μαντινάδες μα ξεχώριζε μια, η πιο αγαπημένη του:
«Ως είν’ ο δρυς ψηλό δεντρό κι έχει μεγάλους κλώνους
έτσα ‘ναι κι η γι αγάπη μου και θα βαστάξει χρόνους»
Δύσκολα χρόνια κι αυτά που έζησε ο Μανώλης Φωτάκης. «Ανθρωπος όμως που ήθελε την προκοπή δεν έπαψε να αναζητά τρόπους για να εξασφαλίζει τον αξιοπρεπή του βίο.
Άσκησε διάφορα επαγγέλματα για να επιζήσει, όπως του γεωργού, του χτίστη, αλλά ιδιαίτερα του «χαρκιά» (σιδηρουργού). Ήτανε φημισμένος χαρκιάς στην εποχή του και διακρινόταν για την ευρηματικότητά του».
Μας λέει σχετικά ο γιος του κ. Σταύρος Φωτάκης, που έχει κάνει ειδική μελέτη πάνω στα λαογραφικά αυτά στοιχεία.
Ένα χρήσιμο επάγγελμα
«Το επάγγελμα του χαρκιά ήτανε πολύ χρήσιμο σε κάθε χωριό τα παλιά χρόνια. Το χαρκιάδικο ήτανε ένα μικρό συνήθως κτίριο και συνεχώς μουντζουρωμένο από τους καπνούς. Το επάγγελμα του χαρκιά παρέμεινε ως προσδιοριστικό της ταυτότητάς του μα και της γυναίκας του Μαρίας ως «Χαρκιαδίνας». Οι χαρκιάδες ήσαν σχεδόν πάντα μουντζουρωμένοι στη μύτη και στο πρόσωπο από τα χέρια τους που ήτανε μουντζουρωμένα. Το πρώτο χαρκιάδικο και για πολλά χρόνια το είχε στο Αποδούλου και κατόπιν στον Άι Γιάννη, όπου παντρεύτηκε και έζησε ως το τέλος της ζωής του. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε κυρίως ήταν το αμόνι, το φυσερό και η μέγγενη. Στο αμόνι κοπάνιζε τα σίδερα. Το φυσερό έβγαζε δυνατό αέρα για να ανάβουν τα κάρβουνα και να πυρώνει τα σίδερα, αλλά ήθελε τέχνη – συγχρονισμό από αυτόν που το χειριζόταν. Το φυσερό ήτανε ένα είδος ασκί από μαλακό δέρμα καμήλας ειδικά διαμορφωμένο να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει. Η μέγγενη ήτανε ένα μεγάλο εργαλείο που βοηθούσε για να λιμαίρνει εκεί τα σίδερα. Είχε και άλλα εργαλεία, βοηθητικά όπως: τανάλιες, ζουμπάδες, σφυριά, βαριές, κοπίδια και άλλα δευτερεύουσας σημασίας. Έφτιαχνε αλέτρια (ολόκληρα), σκαλίδες, μανάρια, μπαλταδάκια, μαναροσκαλίδες, σκαπέθια, ηνιά, λούρα, πανωζεύλια, τζένια, λοστάρια κ.λπ. Χρειαζόταν πολλές φορές βοήθεια για να χτυπούν τα πυρωμένα σίδερα πάνω στο αμόνι και συχνά πολλοί χωριανοί επισκεπτόταν το χαρκιδιό αλλά και τα παιδιά για να απολαμβάνουν το όλο θέαμα. Τα ρούχα του ήτανε πάντα μουντζουρωμένα αλλά και τρυπημένα από καψίματα, αν και φορούσε πέτσινη ποδιά. Χρησιμοποιούσε ειδικά κάρβουνα για το πύρωμα και το μαλάκωμα των σιδηρικών. Χρησιμοποιούσε επίσης μαλακό σίδερο και ατσάλι.
Ήταν καλός τεχνίτης ο Φωτάκης. Κάθε του δημιούργημα έφερε την υπογραφή της ποιοτικής δουλειάς του. Έλεγαν «αυτό το έσαξε ο Χαρκιάς από τον Άι Γιάννη». Δε χαλούσε χατίρι σε κανένα, εξυπηρετούσε όχι μόνο το χωριό αλλά και τα γύρω χωριά. Και από χρήματα. Ας μην το συζητάμε. Άνθρωπος που καταλάβαινε τη φτώχεια ποτέ δεν πίεσε κανένα για να πληρωθεί και όπως είναι φυσικό με τέτοια συμπεριφορά το τεφτέρι του ήτανε γεμάτο βερεσέδια. Αρκετά από αυτά δεν διαγράφηκαν ποτέ, αφού δεν πληρώθηκαν, ως το τέλος της ζωής του.
Η τέχνη του βοήθησε και την Αντίσταση
Έφτιαχνε και βαριές δουλειές που δεν τις έφτιαχναν άλλοι χαρκιάδες της εποχής σε όλο το Ρέθυμνο, όπως χαρακτηριστικά ένα αρίδι φάμπρικας διαμέτρου 15-20 εκατοστών που είχε στραβώσει. Ο ιδιοκτήτης της φάμπρικας Ελευθέριος Μαριδάκης (Λευτεράκης), αφού εξάντλησε όλες τις δυνατότητες επισκευής (ξεστραβώματος) σε όλο σχεδόν το Ρέθυμνο και αφού δεν αναλάμβανε να το φτιάξει κανείς, κατέληξε στο φημισμένο χαρκιά του Άϊ Γιάννη. Έβαλε λοιπόν στη φωτιά το αρίδι και το ζέσταινε για δυο ώρες περίπου, ώσπου έγινε κατακόκκινο. Έχοντας τη μεγάλη αντίληψη σε ποιο σημείο ήθελε το χτύπημα για να ξεστραβώσει, ανέθεσε σε έναν χεροδύναμο του χωριού να χτυπήσει, τον Ανάστο Μπαγουράκη, υποδεικνύοντάς του το σημείο και του είπε: «Δώσε μια, δώσε άλλη μια, δώσε και μισή ακόμη και μετά απ’ αυτό το αρίδι ήταν έτοιμο». Το «δώσε και μισή» εμπεριέχει όλη την αντίληψη του φημισμένου χαρκιά, που είχε συγκεντρωθεί όλο το χωριό να απολαύσει το θέαμα. Έτσι κατάφερε να ξεστραβώσει το αρίδι αυτό χάρις στην επιμονή του και την ευρηματικότητά του και έτυχε ιδιαίτερου θαυμασμού.
Χάρις στις ικανότητές του, το θάρρος του, την πίστη και αγωνιστικότητά του για λευτεριά, συμμετείχε στην κατασκευή πρωτοποριακού υδροηλεκτρικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατά την περίοδο της κατοχής από τους Γερμανούς και συγκεκριμένα τον Μάιο του 1943. Ο αείμνηστος Μάρκος Πολιουδάκης στο βιβλίο του: «Η Εθνική Αντίσταση κατά τη Γερμανοϊταλική Κατοχή στην Κρήτη 1η Ιουνίου 1941 έως 30 Ιουνίου 1945, Ρέθυμνο 2002», στις σελίδες 198-199, αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο: «Το Υδροηλεκτρικό Εργοστάσιο της Κατοχής», και αναφέρει:
«Μετά την καταστροφή του ασυρμάτου μεταξύ Φουρφουρά και Κουρούτες, στις 8 του Μάη του 1943 και την επιμονή των Γερμανών να καταστρέψουν όλους τους Αγγλικούς ασυρμάτους και τη δράση της κατασκοπείας τους, με συνεχείς επιδρομές, παρουσιάζεται ως κυριότερο πρόβλημα το γέμισμα των μπαταριών με τις οποίες δούλευαν οι ασύρματοι, λόγω παντελούς έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος. Η ανακάλυψη των μπαταριών σήμαινε σίγουρο και άμεσο θάνατο. Οι Γερμανοί παρακολουθούσαν και τα ελαιουργεία που διέθεταν δυναμό. Το Αγγλικό κλιμάκιο βρισκόταν σε αμηχανία και αδυναμία επίλυσης του προβλήματος, που καθιστούσε αδύνατη την αποστολή και λήψη μηνυμάτων στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Τη λύση σκέφτηκε και έδωσε, με τις γνώσεις του μαραγκού και πολυτεχνίτη ο ενταγμένος στην Αγγλική κατασκοπεία, Μανώλης Βοσκάκης από τη Νίθαυρη. Είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς για τη δράση του και είχε αποδράσει από το Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου. Ο αδελφός του Δημόκριτος είχε εκτελεσθεί στην Αγυά. Φοβόταν τους προδότες του χωριού του και κρυβόταν. Είχε κτίσει τα παράθυρα του σπιτιού του στη Νίθαυρη και εργαζόταν κλεισμένος μέσα με τους συνεργάτες του για την τελειοποίηση της εφεύρεσής του. Την περιγράφει ο ίδιος και αξίζει, έστω και περιληπτικά, να αναφέρω την έμπνευση και εκτέλεση αυτής. Την ίδια εποχή στη Γερμανία εργάζονταν πυρετωδώς οι βιομηχανίες και οι επιστήμονες, με πλούσια μέσα, να παραγάγουν τα σύνεργα του θανάτου και της επιβολής του ναζισμού σ’ όλο την κόσμο. Στο μικρό χωριό της Κρήτης, τη Νίθαυρη, κάτω από δύσκολες και τρομακτικές συνθήκες, εργαζόταν το πνεύμα και η θέληση των πατριωτών για να κτυπήσουν το τέρας του Γ’ Ράιχ και να ελευθερωθεί η ανθρωπότητα.
Γράφει σχετικά και ο Μανώλης Βοσκάκης: «Το κουβεντιάσαμε με το Νίκο Σουρή της αγγλικής κατασκοπίας. Πήγα στο Αποδούλου στο συνεργάτη μας Μιχάλη Δ. Λαντζουράκη από το Βαθιακό, που είχε ελαιουργείο και είχε γεμίσει πολλές φορές μπαταρία. Του λέω το μυστικό και του ζητώ να μου δώσει ένα δυναμό 6 βόλτ και μια ξύλινη τροχαλία που είχε. Βρήκα ένα καδρόνι των 8 πόντων, ένα ογδόντα περίπου μάκρος. Στη μια άκρη τοποθέτησα τη φτερωτή που έφτιαξα, για να κτυπά το νερό τα φτερά της και να γυρίζει την τροχαλία και στην άλλη άκρη τοποθέτησα την τροχαλία. Μεταξύ τους μετά την τοποθέτησή τους, έκτισα τοίχο για να μη βρέχεται η τροχαλία με τα νερά. Άμα έφτιαξα τα ανωτέρω χρειάστηκα λουρί. Πήγα και βρήκα τον Περικλαντώνη, τον τσαγκάρη στου Αποδούλου. Είχε ένα μεγάλο δέρμα και του λέω και μου βγάζει λουρίδες με συνολικό μήκος 2 μέτρα και 5 πόντους πλάτος, μετά τα έραψε με κερωμένη οργιά. Η τροχαλία όμως έπρεπε να γυρίζει πάνω σε κουζινέτα. Πήγα στον Άι Γιάννη, στο Χαλκιά που λεγόταν Μανόλης, ήταν ζωηρός άντρας με μουστάκι αντρίστικο, νομίζω τον έλεγαν Φωτάκη, του είχαμε εμπιστοσύνη. Μου έφτιαξε δυο στρογγυλά σιδερένια καρφιά των 12 χιλιοστών. Του υπέδειξα ότι στα θηλυκά κουζινέτα απάνω, θα γύριζε η φτερωτή και θα έμπαιναν σε κάθε πάσαλο. Τα αρσενικά κουζινέτα έβαλε σε κάθε άκρη του άξονα. Οι πάσσαλοι ήταν χονδροί και μυτεροί για να καρφωθούν στο έδαφος. Πάνω σ’ αυτούς θα ζυγιαζόταν η φτερωτή, για να δουλεύει σωστά. Για την τοποθέτηση του εργοστασίου βρήκα ένα κατάλληλο μέρος σ’ ένα παλιό μύλο που άλεθε καρπό (σιτηρά), στον ποταμό Λυγιώτη. Είχε ανάλογο ύψος για να δουλεύει η φτερωτή, μια μεγάλη σαΐτα επήγαινε το νερό στο μύλο. Πετύχαμε καλή κρυψώνα του εργοστασίου από μια ελιά και μια χαρουπιά και άλλα κλαδιά που κουβαλήσαμε εκεί. Σ’ όλες τις εργασίες με βοήθησαν 5 άτομα, ο Νίκος Σουρής, ο Γιάννης Πουλακάκης, ο Ιπποκράτης Αντωνακάκης από το Φουρφουρά και δύο άλλοι που δεν θυμούμαι τα ονόματά τους…».
Η συμμετοχή και συμβολή του Μανώλη Φωτάκη σ’ αυτό το εφεύρημα της εποχής ήτανε ιδιαίτερα σημαντική στον αγώνα για ελευθερία, ανεξαρτησία και δικαιοσύνη, αρχές τις οποίες πίστευε και υπερασπίστηκε στη ζωή του με κάθε τρόπο.
Εκτός από το παραπάνω γεγονός, ο Μανώλης Φωτάκης χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές από τις συμμαχικές δυνάμεις ως αγγελιοφόρος, για μεταφορά έγγραφων μηνυμάτων, γιατί εθεωρείτο ιδιαίτερα έμπιστο πρόσωπο.
Ο Μανώλης Μιχ. Φωτάκης έφυγε το 1975 σε ηλικία 80 χρόνων με όλες τις τιμές που απαιτούσε η μεγάλη πατριωτική και κοινωνική του προσφορά.
Τιμή και δόξα σε ήρωες σαν κι αυτόν. Κι αν τον συμπεριλάβαμε στα αφιερώματά μας, είναι για να προσθέσουμε ένα ακόμα πρότυπο κρητικής λεβεντιάς για τους νέους μας που κοντεύουν σιγά σιγά να ξεχάσουν και την εθνική τους ταυτότητα.
Πηγές: 1. Μάρκος Γ. Πολιουδάκης, «Η Εθνική Αντίσταση κατά τη Γερμανοϊταλική κατοχή στην Κρήτη, 1η Ιουνίου 1941 έως 30 Ιουνίου 1945, Ρέθυμνο 2002, σ. 198-199».
2. Τσιράκης Βαρδής (Τσιροβαρδής), Εφημερ «Η Φωνή των Μελαμπιανών», Ιούλιος 1975
3. Φωτάκης Σταύρος, «Το Χωριό μου Άγιος Ιωάννης Χλιαρός Αμαρίου, Ρέθυμνο 2006»
4.Φωτάκης Σταύρος, «Στη βορεινάδα μιας κορφής, γράφω, τα που θυμούμαι, Ρέθυμνο 2015»