«Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα…
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε μ’ ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά…
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας».
(Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα»)
Το απόσπασμα προέρχεται από την ποιητική συλλογή του μεγάλου μας δημιουργού, Μικρασιάτη στην καταγωγή, Γιώργου Σεφέρη, η οποία φέρει τον τίτλο «Μυθιστόρημα», ποιητικός απόηχος, μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, από μνήμες, αναπολήσεις, σπαραγμούς της Μικρασιατικής καταστροφής. Το ποιητικό χωρίο επιλέχτηκε ως αφόρμηση για τη βιβλιοκρισία της δεύτερης ιστορικής μυθιστορίας του Μανώλη Συλλιγάρδου, υπό τον τίτλο «Πρόσφυγες».
Ο προσφιλής συγγραφέας μετά από την επιτυχή είσοδο και πολιτογράφησή του «εις των ιδεών την πόλι», πατώντας γερά στο «πρώτο σκαλί» της πνευματικής δημιουργίας με το έργο του «Η κραυγή του λύκου», δοκιμάζει ν’ ανεβεί επάξια το δεύτερο σκαλί, επιμένοντας στο λογοτεχνικό είδος του ιστορικού μυθιστορήματος.
Διαφαίνεται, λοιπόν, μέσα από την ανάγνωση και του δεύτερου έργου του πως τα καταφέρνει να ανταποκριθεί στις ήδη υψηλές προσδοκίες που δημιούργησε το πρώτο του δημιούργημα, καθώς πρόκειται για μια ακόμη μυθιστορία ολοζώντανη, η οποία κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση μέχρι την τελευταία αράδα της, σε μια έντεχνα σχεδιασμένη κλιμάκωση, κορύφωση και εκτόνωση δραματικού «κρεσέντο».
Το έργο οικοδομείται σπονδυλωτά από ανεξάρτητες, δραματικές ανθρώπινες ιστορίες, οι οποίες εκτυλίσσονται παράλληλα ή σε διαφορετικό χρόνο και γεωγραφικό χώρο. Διαδρομές από χνάρια ματωμένα που τελικά σε κάποιο σημείο τέμνονται, διάσπαρτες ψηφίδες που εν τέλει συναρθρώνονται και συνθέτουν το μυθιστορηματικό μωσαϊκό, κομμάτια παζλ που συναρμολογούνται προοδευτικά και μπαίνουν εν τέλει στην κατάλληλη θέση, νήματα που πλέκονται επιδέξια από την αφηγηματική τέχνη του συγγραφέα σε πολυποίκιλτο λογοτεχνικό υφαντό.
Σε μακροεπίπεδο, το κείμενο διατρέχει επιλεκτικά ιστορικούς σταθμούς εκατό χρόνων και παραπάνω. Εκκινώντας από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, εστιάζει στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή με την τραγωδία της προσφυγιάς και τις επιπτώσεις της. Ακολούθως, με χρονικό άλμα μεταβαίνει στην παγκόσμια κρίση των ημερών μας, όπου ασίγαστες, διαρκώς αναζωπυρούμενες, εστίες πολέμου, ζωντανά εξελισσόμενα σύγχρονα δράματα, μαζικές καταστροφές, ωμή, αδυσώπητη βία και θηριωδία, εξωθούν άμοιρα ανθρώπινα πλάσματα αθρόα. ξανά στους δρόμους της προσφυγιάς.
Πρόκειται για αιματηρό ταξίδι στον χρόνο, με την αφήγηση να αναπτύσσεται όχι γραμμικά, αλλά, αντίθετα, με προδρομές και αναδρομές, με χρονικά άλματα και παλινδρομήσεις. Ταυτόχρονα, πρόκειται για διαδρομή και στον χώρο, καθώς το στημόνι της λογοτεχνικής αφήγησης υφαίνεται σε διάφορες χώρες, ευρωπαϊκές και μη (Γερμανία, Γαλλία, Ελλάδα, Μ. Ασία, Συρία, Τουρκία κ.α.) και διανθίζεται με πολυπολιτισμικές πινελιές από την ιδιαίτερη κουλτούρα κάθε λαού.
Στην Ελλάδα η ιστορία εξελίσσεται διατρέχοντας διάφορες περιοχές, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λέσβο, το νησί της Σαπφούς και του ποιητή του Αιγαίου, τόποι που τους έλαχε ξανά μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα να υποδεχτούν ανθρώπινα ράκη, με τον σπαραγμό, τον θρήνο, το μοιρολόι να πάλλεται πένθιμα στα ξεραμένα χείλη τους, για τη χαμένη ανεπιστρεπτί μέσα σε μια νυχτιά πρότερη ευτυχία, με τις φωτιές της κόλασης, που διάβηκαν να αναδεύουν φρικαλέα στα τυραννισμένα, αποκαμωμένα πρόσωπά τους, αλλά και με τον φόβο τον ναυαγισμένο στις κολυμπήθρες των ματιών τους να μαργώνει κάθε ελπίδα τους, για το άδηλο, σκοτεινό μέλλον από δω και μπρος…
Διεθνές πολιτικό σκηνικό, συμμαχίες σε παγκόσμιο επίπεδο, απάνθρωπες θεοκρατικές ιδεολογίες, τρομοκρατικά χτυπήματα, στυγνά, αποτρόπαια μαζικά εγκλήματα και βαθιά, ανήκεστη οδύνη της αιματοκυλισμένης ανθρωπότητας.
Ωστόσο, ως ευνόητο, δεν πρόκειται για ξηρές καταγραφές, καθώς η Ιστορία υπηρετεί και εμπλουτίζει τη μυθιστορία. Η Ιστορία προσωποποιείται, λαμβάνει υπόσταση συγκεκριμένη, μέσα από βαθιά συγκινητικές, συγκλονιστικές και καταματωμένες βιογραφίες. Γιατί, σε μικροεπίπεδο, εκτυλίσσονται συγκλονιστικές ανθρώπινες ιστορίες -τα πάθια, η τραγική συχνά μοίρα των μυθιστορηματικών ηρώων- ως μικρές, πολύχρωμες ψηφίδες που δένουν σ’ ένα αρμονικό όλον από τη δημιουργική φαντασία και την αφηγηματική τέχνη του συγγραφέα.
Ζωηρή εικονοπλασία, δεινές, τολμηρές, ωμές, άκρατα ρεαλιστικές, φρικαλέες περιγραφές, εναλλασσόμενες με εξάρσεις ποιητικού λυρισμού, σε χωρία που ο πόνος κατακλύζει την ανθρώπινη ψυχή, είναι δυσβάσταχτος, δεν αντέχεται και, έτσι, δεν είναι μπορετό να αποδοθεί με αναφορικό, πεζό λόγο. Η αφηγηματική πλοκή ταχεία σαν κινηματογραφική λήψη, περιελίσσεται και ανατέμνει τον χώρο και τον χρόνο.
Ολοζώντανοι οι χαρακτήρες, έξοχη διείσδυση στην ψυχολογία και τα ασύνειδα ελατήρια των πράξεών τους, πλοκή που κόβει την ανάσα. Αδόκητες μεταπτώσεις της ανθρώπινης τύχης, Τραγικές, σπαρακτικές, ανθρώπινες στιγμές άφατης οδύνης. Ενδόμυχες συγκρούσεις, διλήμματα και ενοχές, δραματικά, ψυχολογικά αδιέξοδα.
Οι ήρωες, ανεξαρτήτως εθνοπολιτισμικής καταγωγής, είναι ομοούσιοι, από το ίδιο προζύμι, με όλους εμάς τους απλούς, κοινούς ανθρώπους που διψάμε για γαλήνη και αξιοπρεπή καθημερινότητα, έτσι ώστε να εγείρεται μέσα μας ο έλεος και ο φόβος για την τύχη τους. Συμπάσχουμε μαζί τους, αγωνιούμε με τις δραματικές περιπέτειές τους, σπαράζουμε με τις αδόκητες ανατροπές της μοίρας τους και τις συμφορές που ενσκήπτουν στη ζωή τους.
Συνεπώς, αίρονται γεωγραφικοί και χρονικοί περιορισμοί, τεχνητά σύνορα και η μοίρα των προσφύγων μοιάζει να είναι παντού και πάντα η ίδια: ναυάγια ονείρων για γαλήνη και ευτυχία, διαλυμένες σχεδίες ζωής, κακουχίες, κατατρεγμός, ξεκλήρισμα οικογενειών, απεγνωσμένος αγώνας, να πιαστούν με νύχια και με δόντια από τη ζωή, να σωθούν, να επιβιώσουν, να ριζώσουν ξανά κάπου. Με τη θανατερή απειλή καραδοκούσα παντού. Παλεύοντας συχνά με τη μανία της θάλασσας, με λυσσαλέα, θεόρατα κύματα, που τους ξεβράζουν ναυαγούς πάνω σε αλίκτυπα, αφιλόξενα, κοφτερά βράχια. Κι ακόμη, κοινή μοίρα τους στους τόπους μετεγκατάστασης, ο ακατάπαυστος εξευτελισμός και η άκρα ταπείνωση, η απώλεια της ταυτότητας και ο εκμηδενισμός. Η καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η καταβαράθρωση της περηφάνιας. Σε συνθήκες εξαθλίωσης με στέρηση ακόμη και των στοιχειωδών για επιβίωση και στυγνή εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο για την εξασφάλισή τους.
Ο Θόδωρος Αμπατζόγλου, μεγαλέμπορος, η Ερασμία, η σύζυγός του και τα υπέροχα παιδιά τους, ο Κώστας, η Ερατώ, άνθρωποι που ονειρεύονταν να ζήσουν όμορφα κι ειρηνικά, βλέπουν τα σχέδια της ζωής τους να πυρπολούνται σε μια νύχτα, στη μαρτυρική Σμύρνη του 1922. Τα ονόματά τους αλλάζουν μόνο μέσα στον χρόνο. Καθώς, η Ιστορία αλλάζει ρότα και ο Κρανίου Τόπος, ο Γολγοθάς μετατοπίζεται στη Δαμασκό της Συρίας του 21ου αιώνα, τη θέση τους παίρνουν ο χριστιανός δάσκαλος Χασάν, η πιανίστρια Αϊσέ, η εικαστικός Φατμέ και οι μικροί, τρυφεροί μάρτυρες, πρωταγωνιστές της σύγχρονης τραγωδίας, ο Αχμέτ και ο Αλή. Πρόσφυγες, παλιοί και σύγχρονοι, που ανεπίγνωστα, συνδέονται, πέρα από την κοινή μοίρα του ξεριζωμού, του κατατρεγμού και της διασποράς, και με ακατάλυτους δεσμούς αίματος.
Η λογοτεχνική γραφή, υπό την οπτική γωνία του παντογνώστη αφηγητή, αποτελεί γοητευτικό κράμα λογικής και ευαισθησίας, γνώσης και δημιουργικής φαντασίας. Η γλώσσα καλλιεπής, ρευστή, χυμώδης, ευκίνητη, φροντισμένη επιμελώς. Το αφηγηματικό υλικό εμπλουτίζεται από, πλούσιες ιστορικές πηγές, πορτραίτα ιστορικών προσωπικοτήτων μ’ επιδεξιότητα συνυφασμένων στον αφηγηματικό ιστό (π.χ. ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο αοίδιμος, τραγικά απολεσθείς μητροπολίτης Σμύρνης, Χρυσόστομος, o Ελευθέριος Βενιζέλος κ.α.). Ακόμη, συμπληρώνεται με στοιχεία πολιτικής και οικονομίας, αλλά και αναφορές σε έργα Τεχνών και Γραμμάτων Ευρωπαίων πνευματικών δημιουργών, αποκαλύπτοντας την πλατιά, σφαιρική παιδεία και το εύρος των ενδιαφερόντων του συγγραφέα.
Ο Μανώλης Συλλιγάρδος, γαλουχημένος με πίστη σε ηθικές και δημοκρατικές αξίες, είναι άνθρωπος ευαίσθητος και καλλιεργημένος, προϋπόθεση sine qua non, θαρρώ, για την αρτίωση κάθε επίδοξου λογοτέχνη.
Επιπλέον, διαθέτει αθωότητα, αγνότητα κι αυθεντικότητα, ακαταμάχητα χαρακτηριστικά, δυσεύρετα στην εποχή μας. Έτσι, αφενός, γίνεται αυτόματα αγαπητός σε όσους τον γνωρίζουν. Αφετέρου, ατενίζει τα πράγματα με φιλοπερίεργη διάθεση, παρθενική ματιά και ωξυμμένη παρατηρητικότητα, ώστε να εισδύει στη βαθύτερη ουσία τους, να αίρει τις άμυνες που ορθώνει η λογική μας και να μας συγκινεί βαθιά. Ίσως, γιατί οι νωποί από δάκρυα και τρυφεροί άνθρωποι έχουν το χάρισμα να αφήνουν αχνάρια, αποτυπώματα στην ψυχή των άλλων.
Με άγρυπνη, γρηγορούσα συνείδηση παρακολουθεί τα τεκταινόμενα της σύγχρονης εποχής, την παθολογία του καιρού μας. Με γυμνά δάκτυλα τολμά, πρωτοτυπώντας, ν’ αγγίζει ηλεκτροφόρα σύγχρονα θέματα που συγκλονίζουν την ανθρωπότητα, όπως το κίνημα των μαχητών του Αλλάχ, των Τζιχαντιστών, και να αποτυπώνει στο έργο του, με απόλυτη φυσικότητα και πειστικότητα, την κυριαρχία του τυφλού μίσους και του φανατισμού, την εφιαλτική ατμόσφαιρα του τρόμου, τη διαρκώς παρούσα θανατερή απειλή του μαζικού ολέθρου.
Εμφορούμενος με ανθρωπιστικές αξίες, ο συγγραφέας μας, υπέρμαχος της ειρήνης και της αγάπης, απεχθάνεται και στηλιτεύει την κάθε λογής βία, τις απολυταρχικές, απάνθρωπες ιδεολογίες. Φανερώνεται, εξάλλου, έντονα κοινωνικά προβληματισμένος για τα επαναλαμβανόμενα, με μαθηματική ακρίβεια, πάθη και λάθη της Ιστορίας, που τα ακριβοπληρώνουν δυστυχώς αθώοι, ανυποψίαστοι λαοί. Ακόμη, αγανακτεί με την επιμονή των ισχυρών του κόσμου να κωφεύουν, να μη διδάσκονται από το παρελθόν, αλλά να συμπαρασύρουν ανάλγητα στον όλεθρο τις τύχες των μικρών, ανυπεράσπιστων και αδύναμων, με την τυφλή εμμονή τους σε ανηλεή, απάνθρωπα καθεστώτα, προς εξυπηρέτηση στυγνών, ιδιοτελών πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Έτσι, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως το βιβλίο «Πρόσφυγες», αίρεται σε πανανθρώπινη, οικουμενική κραυγή ενάντια στον πόλεμο, στη βία και την τρομοκρατία που αιματοβάφει την ανθρωπότητα. Ενάντια σε όλους τους δυνατούς του κόσμου που δε διστάζουν να θυσιάζουν, στον βωμό του χρήματος, της εξουσίας και της ιδιοτέλειας, τον άνθρωπο και τα απλά, τρυφερά, όμορφα όνειρά του για γαλήνη, προκοπή και ευτυχία.
Το βιβλίο, λοιπόν, του Μανώλη Συλλιγάρδου στέλνει ένα παγκόσμιο, ανθρωπιστικό μήνυμα συναδέλφωσης και αλληλεγγύης των λαών. Όλοι είμαστε ένα, τρωτοί, ευάλωτοι, κλυδωνιζόμενοι από ανεξέλεγκτες, αστάθμητες, πολιτικοοικονομικές συγκυρίες και χρειάζεται να νιώσουμε αδελφική συμπόνια για κείνους που υποφέρουν τώρα χωρίς να φταίνε, για τα θύματα, τα τυχαία αθύρματα σε χέρια μοίρας σκοτεινής, σκληρής και ανάλγητης.
«Αγάπα τον άνθρωπο, γιατί είσαι εσύ», λέει ο Καζαντζάκης. Όλοι μας είμαστε εν δυνάμει πρόσφυγες, ή, ακόμη χειρότερα, πρόσφυγες στον ίδιο τον τόπο μας, όπως συχνά τελευταία λέγεται. Στο προγονικό κύτταρό μας είναι εγγεγραμμένη ως μνήμη η προσφυγιά. Το αίμα μας μέσα στα άδηλα μονοπάτια του γνωρίζει καλά ότι απρόβλεπτοι συσχετισμοί δυνάμεων και παραγόντων, αδόκητες μεταπτώσεις, ανατροπές της τύχης, μπορούν ανά πάσα στιγμή να γκρεμίσουν το σκαρίφημα της ζωή μας, να διαλύσουν τα όμορφα, απλά όνειρα του καθενός μας, για ευτυχία, προκοπή και γαλήνη.
Και σ’ αυτό το σημείο φαίνεται ότι, μέσα από μυστικούς, αθέατους διαύλους επικοινωνίας, σμίγουν οι φωνές των πνευματικών ανθρώπων και συνηχούν, σε μια απόλυτη συμφωνία πεζού και ποιητικού λόγου. Κι ο λόγος επικυρώνοντας τη σύμπλευση, την αρμονική συμπόρευση πεζογραφίας και ποίησης επιστρέφει, διαγράφοντας κύκλο, στο «Μυθιστόρημα» του ποιητή Γιώργου Σεφέρη:
«Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια
ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:
Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη».
(Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα»)
* Η Έφη Μπουκουβάλα – Κλώντζα είναι φιλόλογος- ψυχολόγος- Msc Επιστήμες Αγωγής