Το Ρέθυμνο δεν είχε μόνο τον «πατέρα του αντάρτη» (Χαρίδημος Σμυρνάκης-Κισσός Αγίου Βασιλείου). Είχε και τη «μάνα» που συναντήσαμε ερευνώντας το γενεαλογικό δέντρο των Αποστόληδων, που κατέγραψε με απόλυτη ακρίβεια ο κ. Βασίλης Κ. Αποστολάκης, ανώτερος αξιωματικός ΕΛ.ΑΣ ε.α.
Ο λόγος για την Μαρία Γεωργίου και Χρυσής Γερακάρη, σύζυγο του γενναίου αντιστασιακού Μίνωα Αποστολάκη την περίφημη «Μίναινα». Πόσα και πόσα δεν έχουν να διηγηθούν όσοι έζησαν τη γυναίκα αυτή.
Ο κ. Αποστολάκης, με τη γοητευτική του γραφή έτσι μας την περιγράφει: Αρχοντική γυναίκα και στο σώμα και στην ψυχή. Νοικοκυρά, φιλόξενη, πάντα με τον καλό τρόπο υποδεχόταν κάθε επισκέπτη στο σπίτι της.
Η Μαρία Μ. Αποστολάκη γεννήθηκε στον Πρινέ, το γένος Γερακάρη το 1903 και κλήθηκε από τον Θεό 25/11/1995. Γαλουχήθηκε από την άξια οικογένεια των Γερακάρηδων με αρχές και αξίες και συνέχισε την πορεία της στο αρχοντικό σπίτι του Τσαούση και της Ρηνιώς, που παντρεύτηκε τον γιο τους, Μίνω. Απέκτησαν (4) παιδιά.
Πόσα δεν έχουμε ακούσει για την γυναίκα αυτή. Ο ίδιος ο Ελπιδοφόρος Μανωλεσάκης, μεγάλη μορφή του αντιστασιακού αγώνα, την είχε χαρακτηρίσει «μάνα» του αντάρτη. Γιατί πραγματικά θεωρούσε παιδιά της όλους τους σκληρά αγωνιζόμενους στο μετερίζι της λευτεριάς και το έδειχνε με κάθε τρόπο και κυρίως με ανιδιοτελή αγάπη.
Το σπίτι της ήταν στην αρχή του χωριού της σημερινής Αρχαίας Ελεύθερνας. Ήταν αυτό που είχαν κάψει οι Ρώσοι για να εκδικηθούν την εμπλοκή του πεθερού της του θρυλικού «Τσαούση» στην επανάσταση του Θερίσου. Όταν ξαναστήθηκε για να δώσει συνέχεια στην οικογένεια, έγινε το καταφύγιο κάθε αντάρτη. Μια πόρτα ανοικτή, πάντα, σε κάθε κυνηγημένο.
Όπως μου έλεγε ο αξέχαστος γιατρός και κορυφαίος της Αντίστασης, Γιώργης Αγγελιδάκης, όταν ένας αντάρτης ήθελε να ξαποστάσει, τα βήματά του τον έφερναν κατευθείαν στον Πρινέ Μυλοποτάμου. Εκεί, ακόμα και πολέμιος ιδεολογικά να τον συναντούσε ούτε θα σκεπτόταν να τον καταδώσει στον εχθρό.
Στο σπίτι του Μίνωα, πήγαιναν λοιπόν οι αντάρτες για να πλυθούν, να φάνε και να κοιμηθούν σε στρώμα έστω για μια βραδιά. Έμπαιναν σαν να ‘ταν το δικό τους σπίτι. Η Μίναινα τα είχε όλα στην εντέλεια, ώστε ο φιλοξενούμενος να εξυπηρετηθεί και μόνος, χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία του στους ενοίκους.
Αυτό γινόταν στην περίπτωση που θα έπρεπε να τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα σε μια αποστολή.
Μετά αναλάμβανε εκείνη όσο έλειπε ο άντρας της συνοδεύοντας αντάρτες στις Αραβάνες, όπως γινόταν συχνά με το φίλο του Αγγελιδάκη.
Έκανε ό,τι μπορούσε. Κι αν είχε ελλείψεις, κρίσιμοι καιροί τότε και η φτώχεια είχε δείξει την πιο σκληρή της όψη, η Μίναινα θα ζητούσε τη συνδρομή άλλων συγχωριανών, για να μην μείνει «λειψό» το συσσίτιο του αντάρτη.
Επώνυμοι και ανώνυμοι φιλοξενήθηκαν στο αρχοντικό της και θυμούνταν για χρόνια τη φιλοξενία της. Από το σπίτι της περάσανε από ζητιάνοι, μέχρι τρανοί και σπουδαίοι άνθρωποι του τόπου. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι το 1937 φιλοξένησε τον Γεώργιο Στεφανάκη, επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων, τον γιο του Κωνσταντίνο και τον πατέρα του σημερινού Πρωθυπουργού Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το σπίτι της ήταν «Μοναστήρι». Ο θρυλικός Γιάννης Μαθιουδάκης, ο άξιος Γυμνασιάρχης, φιλοξενήθηκε με τους συντρόφους του, το προηγούμενο βράδυ της εκτέλεσής του. Εκεί λέγεται προσπάθησε όσο μπορούσε ο Μίνως να τον μεταπείσει και να μην φύγει για την Μέση αφού έγινε γνωστό πως περίπολοι Γερμανών περιφέρονται. Εκείνος όμως ακολουθούσε πάντα τη φωνή του χρέους.
Η Μαρία όμως δεν ήταν γενναιόδωρη μόνο με τους αντάρτες.
Ο κ. Αποστολάκης θυμάται κι ένα περιστατικό που δείχνει τη μεγαλοσύνη αυτής της γυναίκας.
«Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ένας ζητιάνος, όπως λέγαμε διακονιάρης, χτύπησε την πόρτα της και ζήτησε λάδι και ψωμί. Του έβαλε λίγο λάδι, ψωμί δεν είχε και του είπε να περιμένει. Πήγε σ’ ένα γειτονικό σπίτι, πήρε ένα κομμάτι ψωμί, του το έδωσε και αυτός της φίλησε το χέρι και έφυγε κλαίγοντας από συγκίνηση».
Η Μαρία Αποστολάκη, η «Μίναινα» όπως ήταν πιο γνωστή, δεν ήταν πάντα ο ήρεμος άνθρωπος που έμεινε στην μνήμη όσων ευτύχησαν να τον γνωρίσουν. Κάθε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά την θύμωνε και συνήθιζε να λέει
«Για ‘κείνονά είμαι εγώ κακή,
για κείνονά μανίζω
γιατί θωρώ παράξενα
και δεν τα νταγιαντίζω».
Η χαρά της σε καιρό ειρήνης ήταν να έχει γύρω της παιδιά και να τους αφηγείται ιστορίες.
Και γέμιζε η ψυχή της αγαλλίαση βλέποντας εκείνα τα αθώα πλασματάκια να κρέμονται από τα χείλη της. Κι αυτό που συνήθιζε να λέει σε μικρούς και μεγάλους σαν συμβουλή ήταν :
«Πρέπει να τα ‘χομενε καλά, με όλους τσ’ ανθρώπους».
Λάτρευε τα πεθερικά της. Άξια κόρη του Γερακάρη είχε μάθει να σέβεται τους πάντες, πόσο μάλλον τα οικεία πρόσωπα, που ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία Στάθηκε μια τρυφερή νύφη και συνήθιζε να λέει: «Με την πεθερά μου είμαστε σα μάνα με κόρη, έτσι πρέπει να είναι οι νυφάδες».
Φιλιώ Κ. Αποστολακη
Η Φιλιώ Αποστολάκη ήταν μια ακόμα εμβληματική μορφή του χωριού, μια γυναίκα αξιαγάπητη με βαθειά χριστιανική αντίληψη. Γενικά, ήταν φιλόξενη, επικοινωνιακή, πρόσχαρη. Συμμετείχε στον πόνο των άλλων ανθρώπων.
Η Φιλιώ γεννήθηκε στην Ελεύθερνα το 1916 και ήταν θυγατέρα του Ανδρέα και της Ελένης Ξεξάκη. Ανατράφηκε σε αρχοντική οικογένεια μαζί με τα επτά της αδέλφια.
Η ανατροφή της αυτή που της έμαθε να σέβεται παραδόσεις και να δέχεται με αξιοπρέπεια κάθε χτύπημα της ζωής, την έκανε μια υποδειγματική σύζυγο και μια υπέροχη μητέρα.
Παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Βασιλείου και Μαρίας Αποστολάκη, τον περίφημο «Βασιλάνο» το 1937. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Ήταν μια υποδειγματική νύφη αλλά σεβόταν και τους μικρότερους της οικογένειας, όποιο βαθμό συγγένειας κι αν είχε ο άνδρας της με αυτούς.
Ενδεικτικά, σημειώνεται, ότι ένα πρώτο ξάδερφο του άντρα της, Κων/νο Εμμ. Αποστολάκη, «Καπεταγιάννη», που ζούσε στην Ελεύθερνα, τον είχε σαν αδερφό της.
Μωρομάνα ήταν όταν έφυγε ο άνδρας της για να πολεμήσει στην Αλβανία. Ένα χάραμα την αναστάτωσε το κλάμα της κόρης της που δεν ήταν παραπάνω από δυο χρόνων. Το βρέφος έκλαιγε και μέσα στα αναφιλητά του έλεγε στη γλώσσα του για κάποιο «μιμί» στο μπαμπά.
Ήταν τότε που ο Βασιλάνος είχε τον πρώτο του μεγάλο τραυματισμό στο μέτωπο.
Έτρεξε η Φιλιώ στα εικονίσματα όπως το συνήθιζε. Κι έλεγε πάντα το περιστατικό σε δύσκολες στιγμές για να επιχειρηματολογήσει όταν αναφερόταν στη δύναμη της προσευχής.
Άριστη μαγείρισσα, αγαπούσε με πάθος την παράδοση και την ανάσταινε ακόμα και στις γεύσεις.
Πιστό αντίγραφο η εγγονή της Βάλια Παρασύρη, που με τη δεξιότητά της και στην κουζίνα έχει κάνει ονομαστή την ταβέρνα «Φιλιώ» το πάλαι ποτέ καφενείο των 120 και πλέον χρόνων, που διατηρεί στο χωριό με το σύζυγο της επίσης φιλοπρόοδο επιχειρηματία Γιώργο Αργυρούδη.
Η Φιλιώ έδειχνε τη γενναιότητα του χαρακτήρα της, σε όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Έμεινε να λέγεται με μεγάλο θαυμασμό το παρακάτω περιστατικό
Ένα βράδυ μεσάνυχτα, ενώ κοιμότανε, χτυπά η πόρτα κι ένας Γερμανός φωνάζει στα ελληνικά: «Γερμανοί, ανοίξτε». Στο υπνοδωμάτιο είχαν σ’ ένα «βουργιάλι» ένα πιστόλι και σφαίρες. Κατεβαίνει ο άντρας της να ανοίξει και εκείνη με απόλυτη ηρεμία και με μια παραδειγματική φυσικότητα, παίρνει το «βουργιάλι», βγαίνει στο «λοτζετάκι», το πετά στο δώμα, επιστρέφει και στην έρευνα των Γερμανών έδειχνε ότι «κοιμότανε» και μάλιστα βαριά.
Η σπουδαία αυτή γυναίκα είχε δημιουργήσει με τον άνδρα της μια υπέροχη οικογένεια.
Μας είπε ο κ. Βασίλης Αποστολάκης, ο γιος της, όταν τον ρωτήσαμε τι ατμόσφαιρα επικρατούσε στο σπίτι που περνούσε τα παιδικά του χρόνια
«Απόλυτη οικογενειακή ηρεμία. Μεγάλη φτώχεια αλλά, αισιοδοξία, υπερηφάνεια, αξιοπρέπεια. Και ο πατέρας και η μητέρα έλεγαν συχνά:
«Απού ‘χει τα θάρρη ντου στο Θεό
αδείπνητος δε θέτει».
«Η υγειά του ανθρώπου
μέγας πλούτος».
Τα χρόνια πέτρινα, δύσκολα, φτωχικά. Στο χωριό δεν υπήρχε φως, νερό, ένα κοινοτικό τηλέφωνο, πολλές φορές δε λειτουργούσε. Ο αμαξωτός δρόμος σε άσχημη κατάσταση, λεωφορείο για Ρέθυμνο μια φορά την εβδομάδα και τον χειμώνα κολλούσε στις λάσπες κι έτρεχαν οι χωριανοί να κόψουν κλαδιά, τα έβαζαν μπροστά στους τροχούς, για να κινηθεί το αυτοκίνητο…».
Η Φιλιώ μέχρι που την κάλεσε κοντά της ο Θεός στις 25 Σεπτεμβρίου 2006, ήταν αυτή που ήξεραν όλοι και λάτρευαν. Μια ήρεμη δύναμη που σε κάθε δυσκολία έλεγε με βαθειά πίστη.
«Την υγειά μας να ‘χομε και μπόρα είναι θα περάσει».
Μετά τις σπουδαίες αυτές γυναίκες ας περάσουμε και σε δύο άνδρες της οικογένειας Αποστολάκη του Πρινέ, που άφησαν έντονα τα ίχνη τους στην τοπική κοινωνία.
Νικόλαος Μ. Αποστολάκης
Ο Νικόλαος Αποστολάκης γιος του Μιχαήλ και της Χρυσής, γεννήθηκε στον Πρινέ, το 1933. Νυμφεύτηκε το 1957 τη Γλυκερία Παγκάλου. Απέκτησαν δύο παιδιά.
Η ανάγκη για την αναζήτηση καλύτερης τύχης τον έφεραν το 1970, στην Αθήνα. Εκεί εργάστηκε στον Ο.Τ.Ε. Οι πάντες που τον γνώριζαν είχαν να πουν τα καλύτερα για το ήθος και την ευγένειά του. Συνεπής, τίμιος, αξιοπρεπής, ειλικρινής, φιλότιμος, φιλόξενος, πρόσχαρος, φιλικός, αλτρουιστής.
Ήθελε όμως να αισθάνεται και ενεργός πολίτης και πίστευε πολύ στην αξία των πολιτιστικών δραστηριοτήτων που έφερναν κοντά τους ανθρώπους. Ο ίδιος ίδρυσε το σύλλογο Πρινιανών Μυλοποτάμου Ρεθύμνης «Ο Προφήτης Ηλίας», του οποίου διετέλεσε επί σειρά ετών Πρόεδρος με πλουσιότατο έργο. Ανάμεσα στις τόσες επιτυχημένες δράσεις του το Ηρώον Πεσόντων του χωριού, με κατ’ έτος μνημόσυνο, η αντιστήριξη του εδάφους στο Κοιμητήριο του χωριού, η αναστήλωση του Ναού Αγίου Γεωργίου (εξωκκλήσι στις Αραβάνες, κοντά στο λημέρι των ανταρτών), ο χώρος δασικής αναψυχής «Δάμακας» (προσφορά Γιάννη Κ. Ζαχαριουδάκη), όλα αυτά τα είχε εμπνευστεί και οραματιστεί ο Νίκος Αποστολάκης και ως πρόεδρος, με τη βοήθεια των χωριανών τα υλοποίησε. Γενικά, ήταν η προσωποποίηση της ευπρέπειας και της συνέπειας. Αναχώρησε για την Ουράνια Πατρίδα 30/4/1991 και αναπαύεται στο Κοιμητήριο του χωριού «Σωτήρας Χριστός».
Παπά-Μανώλης Αποστολάκης
Θα κλείσουμε το αφιέρωμά μας με τον παπα-Μανώλη.
Ήταν γιος του Κων/νου και της Μαρίας Αποστολάκη. Γεννήθηκε στην Ελεύθερνα το 1933 με ρίζα της οικογένειας από τον Πρινέ. Μεγάλωσε με έξι αδέρφια, τα οποία γαλουχήθηκαν με ελληνοχριστιανικές αρχές. Ο πατέρας του, ο θρυλικός «Καπεταγιάννης», η προσωποποίηση της ανθρωπιάς, επί κατοχής συμμετείχε ολόψυχα στον ιερό αγώνα της Εθνικής Αντίστασης, παρά τα δύσκολα, τα πέτρινα, τα φτωχά χρόνια. Ο νεαρός Μανώλης, από μικρός, δείχνει ότι έχει έφεση στα γράμματα και στην εκκλησία. Φοιτά στο Γυμνάσιο Ρεθύμνης, στρατεύεται και μετά εισάγεται στην Ιερατική Σχολή Αγίας Τριάδος Χανίων, όπου και αποφοιτά με άριστη επίδοση σπουδών και ήθους. Η μάνα έφυγε από τη ζωή πολύ νωρίς βυθίζοντας στο πένθος όλη την οικογένεια. Ο πατέρας και τα αδέρφια δίνουν το «είναι» της ψυχής τους για τις σπουδές του Μανώλη. Νυμφεύεται μια ενάρετη γυναίκα, συγχωριανή του, τη Σμαράγδη Εμμανουήλ-Ευθαλίας Νικολουδάκη, καλοαναθρεμμένη, άξια καθ’ όλα ως «Παπαδιά». Αποκτούν 4 παιδιά με σπουδές και με πλούσιες αρετές.
23/4/1959 Ιερά Μονή Αρσανίου, χειροτονείται Διάκονος και 6/8/1959 Πρεσβύτερος στην Ιερά Μονή Αρκαδίου. Και στις δύο χειροτονίες ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Αθανάσιος, ο οποίος στην πατρική ομιλία του προτρέπει τον νεαρό κληρικό να τιμήσει το ράσο και τις ιερές παραδόσεις της Αγίας μας Εκκλησίας, συμβουλές που ετήρησε με θρησκευτική ευλάβεια στην Ιερατική του διαδρομή. Εποίμανε, χριστιανικά, τα χωριά Ελεύθερνα, Αρχαία Ελεύθερνα (πρώην Πρινέ) και Κυνηγιανά. Σεβάστηκε τους ενορίτες και τον σεβάστηκαν. Υπήρξε, για την ευρύτερη περιοχή ο αληθινός φάρος της Εκκλησίας.
Η Ιεραρχία τον ετίμησε με τους τίτλους: Οικονόμος, Σακελάριος, Πρωτοπρεσβύτερος. Υπήρξε οσιακός, ευαγγελικός, ευγενής, ευαίσθητος, πράος, καλοσυνάτος, ταπεινός, διακριτικός, ευφυής, διαυγής στη σκέψη και στο λογισμό του, συνειδητός ιερωμένος. Ιανουάριο 1999 παραιτείται, για σοβαρούς λόγους υγείας, αλλά πάντα ήταν πάντα παρών σε κάθε πνευματική δράση.
Έφυγε για το αιώνιο ταξίδι στις 29 Αυγούστου του 2009.
Στην κηδεία του που έγινε την επομένη τον συνόδευσε ένα πλήθος κόσμου, γεγονός που δείχνει πόσο σημαντικός ήταν για την κοινωνία που ζούσε και πρόσφερε από τον πλούτο της ψυχής του σε κάθε τομέα.
Στην εξόδιο ακολουθία που τελέστηκε προεξάρχοντος του μακαριστού Επισκόπου Ανθίμου, η ατμόσφαιρα φορτίστηκε συγκινησιακά όταν η πρωτανιψιά του καταξιωμένη Δασκάλα Μαρία Σταύρου Αποστολάκη, στον επικήδειό της είπε μεταξύ άλλων: «…… Στην ωραία σου ψυχή χωρούσαν όλοι και όλα. Τους αγαπούσες και σ’ αγαπούσαν, τους τιμούσες και σε τιμούσαν…».
Κι ήταν μια αλήθεια που δεν αμφισβητούσε κανείς.
Πηγές:
Αρχείο Βασιλείου Κ. Αποστολάκη Ανώτερου αξιωματικού ΕΛ.ΑΣ ε.α
Βασιλείου Κ Αποστολάκη: «Αποστόληδες»
Ευχαριστούμε θερμά τους κ.κ. Βασίλειο Κ. Αποστολάκη, Νικόλαο Σεψά, Γιώργο και Βάλια Αργυρούδη για την πολύτιμη βοήθειά τους στην ολοκλήρωση του αφιερώματος αυτού.