Πρώτοι στην παράδοση και την τέχνη, τα αδέλφια Νικόλαος Κωτσάκης και Στυλιανός Κωτσάκης και Γεώργιος Σκεπετζάκης και στη συνέχεια οι νεώτεροι, Μάρκος Αν. Σκουλούδης, Νικόλαος Γ. Σκεπετζάκης και Κωνσταντίνος Μιχαλογιωργάκης.
Το αργαλειό αποτελείτο από πολλά τεμάχια που το καθένα είχε τη δική του ονομασία. Κατ’ αρχήν η κατασκευή του γινόταν από ξύλο κυπαρίσσι. Τα τμήματά του ήταν ο σκελετός, οι τέσσερις κολόνες που λεγόταν «κορασίδες», το «τελαροσάνιδο» που καθόταν η ανυφαντού, ένα κομμάτι στο πίσω μέρος που λεγόταν «αντί» κι εκεί τύλιγαν το στημόνι (κλωστή), ο «σφιχτήρας» που τραβούσε το στημόνι.
Στη μέση του αργαλειού βρισκόταν όλος ο χειροποίητος μηχανισμός του. Δύο τροχαλίες που λεγόταν «καβαλάρηδες» κι εκεί κρεμόταν δύο «μίτοι» κι ένα «χτένι» ειδικό. Από αυτά τα τρία τμήματα περνούσε το στημόνι και κατέληγε στον σφιχτήρα. Ύστερα ήταν το «πέταλο» το κυριότερο κομμάτι. Δύο πετάλια που λεγόταν «πατητήρες», τα οποία ήταν συνδεδεμένα με τους μίτους, τα πατούσε η ανυφαντού και οι μίτοι ρύθμιζαν το στημόνι και προχωρούσε το υφαντό.
Το ύφασμα απ’ ότι κλωστή ήθελε να βάλει η ανυφαντού, μετάξι, λινάρι ή μπορούσε να υφάνει «πατανία δεξιμάτη», με πάρα πολλά ξόμπλια που ήταν αριστούργημα της εποχής. Όσο εύκολο ακούγεται, τόσο δύσκολο ήταν αν δεν είχες πείρα.
Τέλος, υπήρχαν μερικά κομμάτια βοηθητικά του αργαλειού όπως η ρόκα, το αρδάχτι με σφεντίλη, το θρομίλι, ο άρδαχτος, το τυλιγάδι, η ανέμη και η σαΐτα.
Η τέχνη του αργαλειού και τα πήλινα ήταν αυτά που έδιναν ζωή στις Μαργαρίτες εκείνη τη δύσκολη εποχή.
Μανόλης Εμμ. Πίτερης