«Σήμερα σε τελειοποίησα, είσαι πια έτοιμος να βγεις στην κοινωνία» είπε ο νεαρός άντρας κρατώντας στα χέρια του την ξύλινη κούκλα… Κι αφήνοντας ένα μειδίαμα ικανοποίησης στα χείλη συνέχισε να μονολογεί στο ακατάστατο εργαστήριό του.
«Εγώ θα σε ρυθμίζω ανάλογα με τις περιστάσεις… Θα σμίγω τα δύο σου χέρια και τραβώντας τα αριστερά και δεξιά θα σου δημιουργώ χαμόγελα στα χείλη σουπάρχει, το ίδιο θα κάνω και όταν ξεχνιέσαι και καθρεπτίζεις την αγνή ψυχή σου, έρμαιο στις καταστάσεις και στους επιτήδειους που θα βρεθούν στον δρόμο σου και με μανία θα προσπαθήσουν να σε ποδοπατήσουν…».
«Είναι σκληροί εκεί έξω και εσύ δεν πρέπει να δείχνεις αδυναμίες, φυσικά πρέπει να έχεις κατανόηση ακόμα κι αν αυτοί δεν έχουν, μόνιμα χαμόγελα και μια παρήγορη αγκαλιά για όλους. Θα είσαι πάντα εκεί έτοιμος να ακούσεις. Να συγχωρέσεις…».
– Κι αν δεν αντέξω; είπε σκυθρωπά η μαριονέτα μας.
– Πώς τολμάς; Πώς τολμάς και ξεστομίζεις κάτι τέτοιο; Είσαι η μεγαλύτερη εφεύρεση που θα μπορούσε να επινοήσει ανθρώπινος νους, είσαι εξ’ ολοκλήρου δικιά μου… Μην μπερδεύεσαι… Εσύ δεν έχεις λόγο…
– Κι αν από το βάρος όλων αυτών λυγίσω; Κι αν οι άνθρωποι με πονέσουν τόσο πολύ και καταφέρουν και με σπάσουν τότε τι;
– Εσύ θα γελάς…
– Μα πώς; …Πολλά τα βάρη που πρέπει μα σηκώσω και τα χεράκια μου δεν θα τα αντέξουν.
Ο νεαρός άντρας θύμωσε τόσο πολύ και με μια γρηγερή κίνηση άρπαξε τη μαριονέτα και την πέταξε με ορμή κάτω.
Τα κομμάτια της σκορπίστηκαν σε όλο το χώρο… Και εκεί που η μαριονέτα μας ένιωθε πως πλησιάζει το τέλος άνοιξε τα μάτια της πρώτου ο ήλιος προλάβει να βγάλει τις κρυστάλλινες ακτίδες του, απελεύθερων όντας δεσμά και σπάζοντας καλούπια που κάποιοι άλλοι θέλησαν να του βάλουν. Τα δεσμά της εξαλείφθηκαν και ήταν τόσο δυνατή και ελεύθερη που τίποτε δεν μπορούσε πια να την αγγίξει…
Επιμέλεια Αιμηλία Φραγκιαδάκη