Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Μέσα από ημερολόγια, εκείνοι που έδωσαν διαστάσεις εποποιίας στον πόλεμο του ’40 αφηγούνται τις μαρτυρικές μέρες στα αλβανικά βουνά. Άλλοι πάλι κατέθεσαν τις δικές του μαρτυρίες στους συλλέκτες της ιστορικής μνήμης.
Για παράδειγμα ο ήρωας Κωστής Μιχελιδάκης είχε αναφέρει τις δικές του περιπέτειες στο μέτωπο, στον εκλεκτό συγγραφέα Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη με αφορμή μια τιμητική που του είχε κάνει ο δάσκαλος στο σχολείο του. Λαμπρό παράδειγμα για την βιωματική διδασκαλία της τοπικής ιστορίας.
Όπως είπε μεταξύ άλλων, ο ήρωας, είχε συμπληρώσει οκτώ μήνες της θητείας του στο 29ο Σύνταγμα, όταν τον έστειλαν στην Αλβανία με τρένο από την Κομοτηνή.
Μόλις αποβιβάστηκε το Σύνταγμά του στο Αμύνταιο ξεκίνησαν με τα πόδια βόρεια προς τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα. Μετά από βασανιστικές πορείες φτάσανε σε ένα χωριό την Ιεροπηγή αρχές Νοεμβρίου, λίγο έξω από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Εκεί έμειναν δυο βράδια να ξεκουραστούν και συνέχισαν την πορεία πάντα νύχτα για να μη δίνουν στόχο στα αεροπλάνα.
Το πρώτο χωριό που συνάντησαν μπαίνοντας στην Αλβανία ήταν το Ντίβλιστα που είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς και το πυροβολικό. Οι πορείες συνεχίζονταν κάθε βράδυ μέχρι που έφτασαν στο Πόγραδετς.
Στο ύψωμα αυτό έκαναν τα οχυρώματά τους και ξεκουράστηκαν. Την επομένη με πυροβολικό και πεζικό έτρεψαν τους Ιταλούς σε άτακτη φυγή, ενώ συλλάβανε και αρκετούς αιχμαλώτους. Η μεγάλη τους χαρά όμως ήταν η καταστροφή ενός πολυβόλου που δεν άφηνε το πεζικό τους να προχωρήσει.
Το μαρτύριο της ψείρας
Μέσα στα τόσα μαρτύρια που περνούσε ο στρατός μας ήταν και οι ψείρες. Είχε γίνει πια καθημερινή ενασχόληση η προσπάθεια απαλλαγής από αυτές, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα. Η ζωή των στρατιωτών κρεμόταν από μια κλωστή και πολλές φορές η σωτηρία στάθηκε θέμα τύχης.
Μια μέρα, σε μια ανάπαυλα της μάχης, εκεί που καθόταν ο Μιχελιδάκης στο αντίσκηνο με τους συναδέλφους του και σκότωναν ψείρες, πέφτει ένα Ιταλικό βλήμα πυροβολικού δίπλα στα πόδια τους σε απόσταση δύο μέτρων. Από θαύμα το βλήμα δεν έσκασε και σώθηκαν έτσι δέκα άτομα. Ένας από τους στρατιώτες, σαν πιο ψύχραιμος έπιασε στο βλήμα και το πέταξε στη χαράδρα.
Τα πρώτα σημάδια
Με νέα διαταγή το τάγμα του Μιχελιδάκη κατευθύνθηκε στην Κλεισούρα για την ενίσχυση άλλου τάγματος που έκανε επίθεση. Πήρανε τους όλμους με τ’ άλογα και έφυγαν. Κατά την πορεία ο Μιχελιδάκης άρχισε να νοιώθει αφόρητους πόνους στα πόδια. Δεν ήταν η πρώτη φορά αλλά εκείνος απέδιδε το μαρτύριο στην κούραση από τις ατέλειωτες πορείες και δεν έδινε σημασία. Όταν πια δεν είχε κουράγιο να περπατήσει ανέφερε το γεγονός στο λοχαγό του που δήλωσε όμως αδυναμία να του προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Απλά του συνέστησε να καθίσει στο σημείο εκείνο να ξεκουραστεί και μετά να τους συναντήσει στο ύψωμα. Ήταν 15 του Νοέμβρη.
Ο Μιχελιδάκης υποφέροντας από τους πόνους κατάφερε να βρει ένα κατάλυμα σε κάτι εγκαταλειμμένες ιταλικές παράγκες, χωρίς καμιά βοήθεια, ενώ η κατάστασή του χειροτέρευε. Κάθισε μια νύχτα στην ερημιά, μη αντέχοντας άλλο τους πόνους, με μοναδική του συντροφιά τ’ αγρίμια και προσπάθησε να βγάλει τα’ άρβυλά του Μάταιη προσπάθεια. Στην απελπισία του προσπάθησε με σουγιά να δημιουργήσει άνοιγμα από το πάνω μέρος αλλά μαζί με το δέρμα της αρβύλας, έκοβε και κρέας από τα πόδια του χωρίς να το καταλάβει. Είχε χειροτερέψει και δυστυχώς ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει σε πόσο κρίσιμη κατάσταση βρισκόταν. Κάθισε εκεί δέκα μέρες, χωρίς φαγητό, χωρίς ιατρική βοήθεια και μόνο η πίστη στο Θεό του έδινε θάρρος. Μετά από δέκα μέρες ένας λόχος που περνούσε από κει τον αντιλήφθηκε. Είχε γίνει ένα κουβάρι από τους πόνους, την πείνα και την ταλαιπωρία. Τον περιμάζεψε αλλά χωρίς να μπορεί να τον βοηθήσει περισσότερο.
Τελικά ο Μιχελιδάκης έμεινε ανάπηρος καθηλωμένος σε ένα αναπηρικό καροτσάκι μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Ποτέ όμως δεν παραπονέθηκε γι’ αυτό. Είχε κάνει το χρέος του στην πατρίδα.
«Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος»
Ο καθηγητής και μετέπειτα Γυμνασιάρχης Νίκος Δρανδάκης, ήταν ένας ακόμα από τους ήρωες του Αλβανικού Έπους. Πήγε στο μέτωπο έχοντας χαραγμένες στο νου τις παρακαταθήκες των αρχαίων προγόνων, που είχε τόσο πολύ μελετήσει και μετά το Πανεπιστήμιο. Από τις νουθεσίες των γονιών και παππούδων του αντλούσε το θάρρος, που τον έκανε να περιμένει την κάθε μάχη με πίστη για τη νίκη.
Είχε πολλά παραδείγματα να μιμηθεί από την ιστορία που δίδασκε αλλά και λάτρευε.
Καταγόταν από το Ζουρίδι που έβγαλε προσωπικότητες και των Γραμμάτων και των Αρμάτων.
Για τους Δρανδάκηδες μάλιστα πολλά έχουμε να διδαχθούμε μελετώντας το γενεαλογικό τους δέντρο.
Έχοντας ακούσει τόσα πολλά για το Νίκο Δρανδάκη έψαξα να βρω βιογραφικά του πριν από πολλά χρόνια. Αλλά δεν υπήρχε από τον ίδιο ούτε μισή γραμμή πουθενά. Ήταν τόσο σεμνός φαίνεται κοντά στις άλλες του αρετές.
Κάποια στιγμή ρώτησα σχετικά τον επιστήθιο φίλο του και εκδότη μας Γιάννη Χαλκιαδάκη που τον τιμούσε ιδιαίτερα. Εκείνος με συγκίνηση μου περιέγραψε έναν άνθρωπο από αυτούς που θαυμάζεις απεριόριστα και αισθάνεσαι τιμή με τη φιλία τους.
«Ήταν τόσο αγαπητός, τόσο κοινής αποδοχής, μου είπε, που δεν χρειαζόταν ο ίδιος ποτέ να αναφερθεί στον εαυτό του. Άνθρωπος σπάνιος, αξιαγάπητος, φίλος μπιστικός και νοικοκύρης από τους λίγους. Να ‘βλεπες την οδύνη του κόσμου την Πρωτομαγιά του 1981 που τον χάσαμε. Πέθανε στα 75 χρόνια του. Να ‘βλεπες αμέτρητα τα στεφάνια στην κηδεία του που είχε γίνει στο Ζουρίδι. Εγώ μάλιστα τον είχα νεκρολογήσει τότε».
Ένας ξεχωριστός άνθρωπος
Στον πόλεμο του ’40 είχε και ο Νίκος Δρανδάκης κάνει το καθήκον του στο ακέραιο. Μια πράξη του όμως τον καταξίωσε και τον τοποθέτησε στο πάνθεον των ξεχωριστών ανθρώπων. Κι ο μόνος που την αναφέρει στη δική του νεκρολογία για τον Νίκο Δρανδάκη είναι ο φίλος του Νίκος Περακάκης συγγραφέας και λογοτέχνης. Διαφορετικά κανένας δεν θα τη γνώριζε.
Έτυχε να συνυπηρετεί με τον Δρανδάκη και να μοιράζονται τις κακουχίες του πολέμου εκεί στο μέτωπο της Αλβανίας. Η εκτίμηση ήταν αμοιβαία γιατί και οι δυο άνδρες διακρίνονταν για το ήθος τους και την απαράμιλλη γενναιότητά τους. Κοντινές και οι επιστήμες τους. Φιλόλογος ο Δρανδάκης, δάσκαλος ο Περακάκης.
Στην οπισθοχώρηση βρέθηκαν και οι δυο να υπηρετούν με το καθήκον των ταχυδρόμων του 44ου Σ.Π. Στο δοξασμένο σύνταγμα που υπηρετούσαν είχαν λοχαγό τον έφεδρο υπολοχαγό Μιχάλη Μανουρά και διοικητή τον αξέχαστο ηρωικό επίσης ταγματάρχη Αριστείδη Παναγιωτάκη.
Μια σημαντική αποστολή
Όταν κρινόταν η τύχη του στρατού ο διοικητής του λόχου διοικήσεως Μιχάλης Μανουράς ανέθεσε στον Δρανδάκη και στον Περακάκη μια εξαιρετική επικίνδυνη αποστολή.
Να συνοδεύσουν, κρυμμένη μέσα σε κιβώτιο πυρομαχικών τη Σημαία του Συντάγματος και τα χρήματα από τις επιταγές του Συντάγματος. Κάπου ένα εκατομμύριο και πλέον δραχμές της εποχής. Σαν έφθασαν στις Μούλιος, όπου, σύμφωνα με την ανακωχή, έπρεπε να παραδώσουν κάθε στρατιωτικό είδος και φυσικά τον οπλισμό τους, έδωσαν τη σημαία στον διοικητή τους Αριστείδη Παναγιωτάκη που με χίλιους δυο κινδύνους και προφυλάξεις τη διέσωσε, τη διαφύλαξε όλη την Κατοχή και μετά την απελευθέρωση την έφερε στο Ρέθεμνος και σε μια σεμνή τελετή την παρέδωσε για να κυματίζει περήφανη και να διαλαλεί τις δόξες των Ρεθεμνιωτών και στο μέτωπο του ’40.
Αμέσως μετά την παράδοση της σημαίας στο διοικητή τους οι δυο ταχυδρόμοι τραβήχτηκαν παράμερα και λέει ο Δρανδάκης στον Περακάκη:
– Βλέπεις Νίκο όπως ήρθαν τα πράγματα τα χρήματα θα μπορούσαμε να τα οικειοποιηθούμε. Ποιος θα μας τα ζητήσει τώρα που έχουν όλα διαλυθεί; Καταλαβαίνεις ότι με αυτά τα χρήματα κάποιος άλλος θα πήγαινε στην Αθήνα και θα μπορούσε να αγοράσει ολόκληρο τετράγωνο σπιθιών.
– Και τι λες δηλαδή Νίκο μου σαν πιο σοφός που είσαι του λόγου σου. Πως λες να πράξομε;
– Δεν είναι θέμα σοφίας Νίκο μου. Είναι η ιστορία που μας δείχνει το χρέος μας.
Τα χρήματα αυτά είναι ιερά, σε καμιά περίπτωση, ούτε πεντάρα δεν ανήκει πια σε μας. Με την ευκαιρία αυτή να τα παραδώσουμε αμέσως.
– Ούτε λόγος σύντροφε. Αμέσως πάμε.
Μέχρι το τελευταίο πενηνταράκι
Πήγαν οι δυο τους και παρέδωσαν μέχρι και το τελευταίο πενηνταράκι στον Αριστείδη Παναγιωτάκη, στον λοχαγό τους Μιχάλη Μανουρά και στον υπολοχαγό της ΙΙ πυροβολαρχίας Μιχάλη Κουκουράκη. Έντιμοι και ευσυνείδητοι αξιωματικοί και άνθρωποι και οι τρεις, την ίδια εκείνη ώρα, μοίρασαν τα χρήματα στους δικαιούχους αξιωματικούς και στρατιώτες. Η παράδοση έγινε στη θέση Κερασσούντα. Σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής δόθηκε αμέσως στους δυο ταχυδρόμους που φύλαξε ο Περακάκης. Δυστυχώς όμως με τις ανώμαλες καταστάσεις που έζησε ο κόσμος, κι ο ίδιος ο δάσκαλος λόγω πεποιθήσεων, τις έρευνες, τις κατασχέσεις εντύπων από τα σπίτια των αντιφρονούντων, το πρωτόκολλο χάθηκε.
Κανένας δεν ήξερε τα πρόσωπα
Άστραψε και βρόντησε ο Δρανδάκης όταν του το είπε ο Περακάκης δέκα χρόνια αργότερα. Τον επέπληξε με αυστηρότητα γιατί όπως του είπε αυτό το χαρτί έπρεπε να φυλαχθεί ως κόρην οφθαλμού.
Περιττό να σημειώσουμε ότι την υπόλοιπη οπισθοχώρηση οι δυο ταχυδρόμοι την πέρασαν απένταροι αλλά ούτε και σε στιγμές μεγάλης ανέχειας δεν μετάνιωσαν που έκαναν το χρέος τους.
Πηγές: politistiko-rethymno.org.