Από τις τόσες αναφορές για την Μάχη της Κρήτης και τον ηρωισμό του λαού μας επιλέγουμε μια συγκλονιστική μαρτυρία του Αντιστράτηγου ε.α Νίκου Σαμψών για έναν Ατσιπουλιανό ήρωα. Και αναφέρει σχετικά:
«Τι αξίζει ένας Τζέλησης μπροστά στην ελευθερία της πατρίδας;».
Αυτά τα λόγια ψέλλισε ο γενναίος Ατσιπουλιανός Μιχαήλ Τζέλησης στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου, μέσα στον λήθαργο της ανάνηψής του από το χειρουργείο ακρωτηριασμού του αριστερού του χεριού μετά τον τραυματισμό του στη μάχη με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές στα Περιβόλια τον Μάιο του 1941. Παρόντες και αυτήκοοι μάρτυρες στον θάλαμο του Νοσοκομείου ήταν ο έμπορος Σπανδάγος και ένας ενωμοτάρχης αγνώστων στοιχείων από τον Μέρωνα.
Ο Τζελησομιχάλης, όπως τον αποκαλούσαν Ατσιπουλιανοί, ηλικίας τότε 67 ετών, μόλις πληροφορήθηκε ότι άρχισε η μάχη αναζήτησε τα όπλα του για να πάει στα Περιβόλια. Η σύζυγός του Ελένη, το γένος Δημητρακάκη, προσπάθησε να τον αποτρέψει προσποιούμενη ότι δεν γνωρίζει που βρίσκονται. Εκείνος εγκατέλειψε την πολυμελή οικογένειά του στο έλεος του θεού και επίμονα αναζήτησε άλλη λύση. Περιπλανώμενος μέσα στους δρόμους του Ρεθύμνου, πέρασε έξω από το σπίτι του αδελφού του Μάρκου και είδε μέσα στον κήπο τον ανεψιό του Σοφοκλή, που κρατούσε στα χέρια του ένα τυφέκιο. Χωρίς πολλές εξηγήσεις όρμησε, άρπαξε το όπλο και έτρεξε στο Φρουραρχείο για να εφοδιασθεί με σφαίρες. Πράγματι του έδωσαν αρκετές και έφυγε κατ’ ευθείαν για τα Περιβόλια.
Κατά τη διεξαγωγή της μάχης, δέχθηκε μια σφαίρα στον αγκώνα του αριστερού χεριού και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Έσχισε το πουκάμισό του, έδεσε πρόχειρα το τραύμα του για να σταματήσει την αιμορραγία και κρατώντας το όπλο του στο δεξί χέρι κατάφερε να απομακρυνθεί από το πεδίον της μάχης. Με δυσκολία έφτασε στη σπηλιά του κτήματος του στην Αγία Φωτεινή, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο «Macaris». Εκεί είχε καταφύγει η οικογένειά του, καθώς και άλλοι Ρεθεμνιώτες. Τα αδέλφια της συζύγου του, Αλέξης και Γιάννης Δημητρακάκης, τον μετέφεραν το βράδυ στο Ατσιπόπουλο στο θόλος του Μανώλη Χαλκιαδάκη (Πατριάρχη), που παρείχε προστασία από τις βόμβες και τους πολυβολισμούς των στούκας. Εκεί τον θυμάται ο Ελευθέριος Σκανδάλης ξαπλωμένο μέσα στη ματζιαδούρα με το αριστερό του χέρι μελανιασμένο. Αργότερα τον μετέφεραν στο σπίτι του αδελφού του Παυλή κοντά στην εκκλησία του Αγ. Ελευθερίου στο Ατσιπόπουλο. Με την μεσολάβηση του ανεψιού του Νικ. Πολογιωργάκη τον επισκέφθηκε ένας Γερμανός γιατρός και περιποιήθηκε το τραύμα του. Είναι βέβαιο ότι ο Γερμανός δεν πίστεψε την δικαιολόγηση του τραύματος από αδέσποτη σφαίρα, θα δυσκολεύθηκε όμως και να δεχθεί ότι ένας ηλικιωμένος άνθρωπος 67 ετών πήγε να πολεμήσει τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές και τραυματίσθηκε στη μάχη.
Επειδή η κατάσταση του τραύματός του χειροτέρευε, ένα βράδυ τον μετέφεραν με γαϊδουράκι στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Οι γιατροί βλέποντας τον κίνδυνο που διέτρεχε να πάθει γάγγραινα, του ακρωτηρίασαν το χέρι πάνω από τον αγκώνα. Η ημέρα αυτή ήταν ημέρα χαρμολύπης για την οικογένεια. Μεγάλη λύπη για τον πατέρα που έχασε το χέρι του και μεγάλη χαρά για τον γιο του Γεώργιο, που επέστρεψε σώος από το μέτωπο της Αλβανίας. Βλέποντας τον πατέρα του με το κομμένο χέρι για να τον παρηγορήσει του είπε: «Πατέρα μην στενοχωριέσαι χάσαμε ένα χέρι όμως υπάρχουν πολλά άλλα», εννοώντας ότι υπήρχαν στην οικογένεια 7 αδέλφια και η μητέρα τους.
Ο Τζελησομιχάλης συνέχισε αγέρωχος την ζωή του με κομμένο το αριστερό του χέρι. Συνήθιζε να πηγαίνει στο παντοπωλείο του στην Μεγάλη Πόρτα του Ρεθύμνου φορώντας την παραδοσιακή Κρητική στολή του, που του έδινε ιδιαίτερη αρχοντιά και ταυτόχρονα έκρυβε το ακρωτηριασμένο χέρι του. Κάποια μέρα τον πρόσεξε ένας περαστικός Γερμανός και ζήτησε να τον φωτογραφίσει. Αυτός στάθηκε λεβέντικα αλλά και με περιφρόνηση προς τον εχθρό και τον φωτογράφισε. Μετά από λίγες μέρες ο ίδιος Γερμανός του παρέδωσε την φωτογραφία, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Η πατρίδα αναγνωρίζοντας την εθελοντική του συμμετοχή στη Μάχη της Κρήτης με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του στο πεδίον της μάχης, του απένειμε «Το Αργυρούν Αριστείον Ανδρείας, δια την ηρωικήν του μέχρι αυτοθυσίας απόδοσιν επί του πεδίου της μάχης εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του κατά τας επιχειρήσεις εν Κρήτη εναντίον των Γερμανών από 20 – 31 Μαΐου 1941». Επίσης η πολιτεία του χορήγησε σύνταξη αναπήρου πολέμου.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής ο Τζελησομιχάλης έζησε μια μεγάλη οικογενειακή τραγωδία. Την 1η Ιανουαρίου 1943 πέθανε ο πρώτος γιος του Ιωάννης και την 1η Απριλίου του ίδιου χρόνου πέθανε και ο δεύτερος γιος του Γεώργιος. Τον επόμενο χρόνο και συγκεκριμένα την 21η Νοεμβρίου 1944, πέθανε η δασκάλα κόρη του Μαρία, σε ηλικία 24 ετών.
Στα μέσα του 1951 ο Τζελησομιχάλης ταξίδεψε στην Αθήνα για να αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα της υγείας του. Η κόρη του Ειρήνη, που σπούδαζε ιατρική στο Πανεπιστήμιο, βρισκόταν καθημερινά στο πλευρό του προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο του. Οι γιατροί με την συναίνεση της οικογένειάς του αποφάσισαν να μην γίνει η εγχείρηση και ο Τζελησομιχάλης επέστρεψε στο Ρέθυμνο, όπου άφησε την τελευταία του πνοή την 21η Νοεμβρίου 1951 σε ηλικία 77 ετών. Πέθανε έχοντας ήσυχη την συνείδησή του ότι έπραξε στο ακέραιον το καθήκον του προς την πατρίδα, αλλά βαριά πληγωμένος από τον θάνατο των τριών παιδιών του.
Ματωμένες μνήμες αθώων παιδιών
Συγκλονίζει πάντα η μαρτυρία του Βασίλη Παπαδόπουλου, που έζησε με άλλα παιδιά τη φρίκη, όταν η παραλία των Μισσιρίων βαφότανε κόκκινη με το αίμα αθώων ανδρών και γυναικών.
Και μας είχε πει σχετικά για τις ανάγκες της ταινίας μας «Παιδιά στη Μάχη της Κρήτης» (Creta 1996).
«Πρωί στις 21 του Μάη 1941 τα Γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα σκορπίζουν τον πανικό στον άμαχο πληθυσμό. Στόχος των Γερμανών ν’ αδειάσουν τα χωριά για να μη βρουν καμιά αντίσταση. Ήμουν περίπου οκτώ χρόνων.
Ο ουρανός είχε γεμίσει με αλεξίπτωτα. Εμείς κρυμμένοι βλέπαμε να πέφτουν αλεξιπτωτιστές στο έδαφος και σε μισή περίπου ώρα είχε γεμίσει ο τόπος γύρω μας. Κάποια στιγμή έπεσε ένας αλεξιπτωτιστής περίπου δέκα μέτρα δίπλα μας. Εγώ, κρυμμένος μέσα στα καλάμια, είδα τον αλεξιπτωτιστή να κόβει τα σχοινιά, με τα οποία ήταν δεμένος και τα κλαδιά στα οποία είχε μπερδέψει. Έπειτα, έβγαλε ένα κουτί κι έριξε κάτι στο στόμα του. Αργότερα, μάθαμε ότι έπιναν χάπια για να μη ζαλίζονται.
«Πού Ίγκλις;»
Δεν πέρασαν περίπου δέκα λεπτά κι ο αλεξιπτωτιστής ήρθε να κρυφτεί μέσα στο χαντάκι. Τότε μας ανακάλυψε. Οι πρώτες λέξεις που είπε ήταν «πού ίγκλες;» δηλ. «πού είναι οι Εγγλέζοι;». Έπειτα, ήρθε κοντά μας μάς καθησύχασε και μάς είπε να μείνουμε στη θέση μας κι έφυγε. Είχα την τύχη να γνωρίσω τον πρώτο αλεξιπτωτιστή που έπεσε στα Μισίρια. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ένα αεροπλάνο έπεσε σχεδόν πάνω απ’ το γεφυράκι, σε απόσταση σαράντα μέτρων. Το αεροπλάνο πήρε φωτιά και κάηκε. Εμείς, παρά λίγο να κρουφτούμε απ’ τις σκόνες και τους καπνούς. Κατά τις 5:00-6:00 μ.μ. είδαμε δυο τανκς να έρχονται, το ένα απ’ την παραλία και το άλλο απ’ τον κεντρικό δρόμο και να κατευθύνονται προς το σημείο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί Γερμανοί. Στο σημείο αυτό είχε πέσει ένα ακόμα μεγάλο αεροπλάνο που είχε μια κεραία απ’ το πίσω μέρος έως το μπροστινό. Σ’ αυτό το σημείο έριχναν τα τανκς με τα κανόνια τους. Τα Περιβόλια ήταν αιματοβαμμένα, προτού βραδιάσει. Οι Γερμανοί αργότερα ακινητοποίησαν τα τανκς. Αργότερα είδαμε ότι στο ένα έριξαν βενζίνη και το έκαψαν και στο άλλο έκοψαν τα καλώδια. Το τανκ μπλόκαρε, οι αλυσίδες του δεν μπορούσαν να κινηθούν κι έτσι αιχμαλώτισαν το τανκ.
Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι αλεξιπτωτιστές μάς πήραν από το σημείο που βρισκόμαστε και μάς συγκέντρωσαν μαζί μ’ άλλους χωριανούς στο σπίτι του Μελισσουργού. Εκεί μείναμε δυο μέρες. Μέσα στο σπίτι ήμαστε όλοι ξαπλωμένοι, γιατί έμπαιναν απ’ τα παράθυρα οι σφαίρες και κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα σημάδια απ’ τις σφαίρες στο σπίτι. Έπειτα, μάς πήραν οι Γερμανοί και μας πήγαν στο σημείο που υπάρχει σήμερα το μνημείο των πεσόντων. Στο σημείο αυτό είχαν ήδη γίνει δύο εκτελέσεις ανδρών. Μερικά απ’ τα πτώματα των ανδρών τα έκαψαν κι άλλα τα πέταξαν στο πηγάδι. Έπειτα, πήραν την απόφαση να μας πάνε κι εμάς προς την παραλία να μας εκτελέσουν.
– Ακόμα και τα γυναικόπαιδα.
– Ναι. Αυτό κατάλαβαν οι μεγαλύτεροι από μας. Γιατί εμείς ήμασταν παιδιά.
Στη διάρκεια της πορείας, δύο ηλικιωμένοι δυσκολεύονταν να περπατήσουν και τους σκότωσαν επί τόπου. Ήταν ο Πέτρος Παράσχος και η σύζυγος του Άννα Παράσχου. Τότε καταλάβαμε ότι είχε έρθει η ώρα της εκτέλεσης και για εμάς κι ο καθένας αγκάλιασε και φίλησε τους δικούς του.
«Αν σωθεί κανένας να κοιτάξει τα παιδιά»
Θυμάμαι την τελευταία φορά που μας αγκάλιασε η μάνα μου και μας φιλούσε κι έλεγε: «Αν σωθεί κανείς να κοιτάξει τα παιδιά». Τότε αρχίσαμε να κλαίμε.
Καθώς περνούσε η ώρα και οι Γερμανοί δεν είχαν έρθει να μας εκτελέσουν, συνέβη το εξής περιστατικό: Η Δελή είχε τραυματιστεί κρατώντας το μωρό στη «φασκιά» της. Τρεις με τέσσερις σφαίρες πέρασαν απ’ το χέρι της και απ’ τη φασκιά του μωρού τραυματίζοντάς την. Το μωρό δε σκοτώθηκε αλλά έκλαιγε συνέχεια, όπως και τ’ άλλα δυο μεγαλύτερα. Αυτό έκλαιγε περισσότερο. Τότε άρχισαν να φοβούνται οι μεγάλοι, μήπως το ακούσουν οι Γερμανοί κι έρθουν να μας αποτελειώσουν. Της είπαν, λοιπόν, να το ρίξει στη θάλασσα που ήταν δύο μέτρα σε απόσταση από εμάς. Αυτή δέχτηκε, αφού την πίεζαν και την παρακαλούσαν οι μεγάλοι. Τότε άρπαξαν το μωρό απ’ την αγκαλιά της δυο κοπέλες, η Κωνσταντίνα Μελισσουργού και η Αθηνά Δρανδράκη και είπαν: «Αν είναι τυχερό, θα σωθούμε κι εμείς και το παιδί θα σωθεί». Χωρίς την ψυχραιμία των κοριτσιών, το μωρό δε θα είχε σωθεί.
Εκείνο που μας έδωσε λίγα ανάσα είναι ότι οι μεγάλοι άκουσαν τους εκτελεστές να ουρλιάζουν. Είχε συμβεί το εξής: Είχε πέσει κοντά τους ένας όλμος και τραυματίστηκαν κι έφυγαν. Αυτό το συμπέρασμα έβγαλαν οι μεγάλοι. Να σημειωθεί ότι τη νύχτα φυσούσε νοτιάς και μας είχε σκεπάσει η άμμος. Όταν σηκωθήκαμε, ήταν για εμάς η πιο τραγική μέρα, βλέποντας τους δικούς μας σκοτωμένους τον ένα δίπλα στον άλλο. Αυτό που θυμάμαι και δε θα ξεχάσω ποτέ ήταν ότι για να φιλήσουμε και να αποχαιρετήσουμε τους γονιούς μας, σκύψαμε και καθαρίσαμε τα πρόσωπά τους απ’ την άμμο. Τους αφήσαμε στην παραλία και φύγαμε. Δεν μπορέσαμε να τους πάρουμε, γιατί δε μας άφηναν οι Γερμανοί. Πιστεύω ότι τους πήρε η θάλασσα, γιατί δεν τους βρήκαμε ποτέ.
Αργότερα φεύγοντας πήραμε μια νεκρή, την Αναστασία Μελισσουργού και μια σοβαρά τραυματισμένη, την Παναγιώτα Δρανδάκη, η οποία αργότερα υπέκυψε στα τραύματά της. Οι Γερμανοί μας έκλεισαν μέσα σε ένα σπίτι μαζί μ’ άλλα γυναικόπαιδα που είχαν μαζέψει. Εκεί περάσαμε έντεκα μέρες, ενώ ο πόλεμος και οι μάχες γίνονταν γύρω μας. Μαζί μας υπήρχαν τρεις άνδρες που είχαν γλιτώσει. Ο πατέρας μου, ο Νίκος Σαλβαράκης που ήταν αιχμάλωτος στρατιώτης κι ο Τζιώτης Εμμανουήλ. Οι Γερμανοί περίμεναν να εκτελέσουν και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα, αν δεν σταματούσαν οι αντάρτες να τους πολεμούν και να σκοτώνουν Γερμανούς. Μερικοί Γερμανοί έπαιρναν τους τρεις άνδρες για αγγαρεία. Τους μάζευαν τρόφιμα και διάφορα άλλα πράγματα. Στη διάρκεια της αγγαρείας, ένας Γερμανός είπε στον πατέρα μου και στον Νίκο Σαλβαράκη, ότι αν δεν σταματήσουν να πολεμούν οι «παρτιζάνηδες» θα μας εκτελούσαν όλους. Ο Γερμανός τότε, ανέβηκε στον πρώτο όροφο που ήμαστε συγκεντρωμένοι εγώ, ο αδελφός μου κι άλλοι πολλοί κι έδωσε στον πατέρα μου τα κιάλια του. Σηκώθηκαν όρθιοι και του έδειξε τους αντάρτες που κρύβονταν και έτρεχαν από βράχο σε βράχο, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η ΚΕΓΕ και η «Δέλτα». Ο Γερμανός προσπάθησε να μου βάλει κι εμένα τα κιάλια στο πρόσωπο, αλλά εγώ κοιτάζοντας είδα μόνο περιστέρια. Αυτό μου έμεινε αξέχαστο.
Να σταματήσουν οι «παρτιζάνηδες» αλλιώς…
Στη συνέχεια ο Γερμανός έδωσε στον πατέρα μου να καταλάβει πως αν δεν σταματήσουν οι «παρτιζάνηδες» να τους πολεμούν την επόμενη μέρα θα μας εκτελούσαν όλους.
Με τη βοήθεια του Γερμανού, του πατέρα μου και του Νίκου Σαλβαράκη βρέθηκε μια ηλικιωμένη γριούλα. Αφού τη βοήθησαν να πάει προς το ποτάμι «Κουτσουλίδη», την αρμήνεψαν να πάει στους αντάρτες και να τους πει να απομακρυνθούν και να σταματήσουν να σκοτώνουν Γερμανούς. Επίσης, να αναφέρει, ότι έχουν γίνει τρεις εκτελέσεις και ότι έχουν ήδη σκοτώσει όλους τους άνδρες και ότι πολλά γυναικόπαιδα είναι αιχμάλωτα και θα εκτελεστούν. Φαίνεται ότι οι αντάρτες τότε κατάλαβαν ποιο είναι το σωστό κι έτσι δεν έγινε η τέταρτη εκτέλεση των γυναικόπαιδων.
- Πόσο επηρέασε τη μετέπειτα ζωή σας αυτή η οδυνηρή εμπειρία κ. Βασίλη;
– Θα σας πω μόνο ότι αυτό που δεν ξεπέρασα ποτέ ήταν η ορφάνια από τη μάνα. Ξέρετε κι άλλα παιδιά έχασαν τους γονείς, μεγάλωσαν χωρίς πατέρα. Αλλά η ορφάνια της μάνας δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη. Και η πληγή από αυτή δεν κλείνει ποτέ. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται…