Με αγωνία παρακολουθούν οι παραγωγοί την τιμή του κιλού στο «χρηματιστήριο του ελαιολάδου» καθώς η ελαιοκομική περίοδος κορυφώνεται και με τους περισσότερους να έχουν προχωρήσει στη συγκομιδή του καρπού. Τα πρώτα αποτελέσματα από το σύνολο της παραγωγής στην Κρήτη είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά με τις εκτιμήσεις να μιλούν για αύξηση ενώ σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και η ποιότητα του ελαιολάδου είναι σε σχετικά καλά επίπεδα, καθώς σημειώνει χαμηλή οξύτητα.
Αποτέλεσμα όμως της αυξημένης παραγωγής είναι η μείωση της τιμής πώλησης του προϊόντος, τάση που παρατηρείται το τελευταίο εικοσαήμερο. Τα επίσημα δελτία τιμής ελαιολάδου του ΣΕΔΗΚ δείχνουν μια υποχώρηση στη μέση τιμή της τάξεως των 0,20-0,30 ευρώ, καθώς στην Κρήτη από τα μέσα Νοεμβρίου και τα 3,10 ευρώ υπάρχει μια υποχώρηση στα 2,80-2,90 ευρώ/κιλό.
Αυξημένη η φετινή ελαιοκομική σοδειά στην Κρήτη
Παρά τις καθυστερήσεις στους ψεκασμούς των ελαιόδεντρων και τις φετινές ιδιομορφίες του καιρού με τις πρώιμες αυξημένες βροχοπτώσεις στο τέλος του καλοκαιριού, η ελαιοκομική σοδιά ήταν ιδιαιτέρως καλή καθώς η συνολική παραγωγή έχει ανοδικές τάσεις με τις πρώτες εκτιμήσεις να δείχνουν αύξηση στο μέσο όρο των 100.000 τόνων που έχει το νησί τα τελευταία χρόνια.
Χαρακτηριστικό της αποδοτικότητας της φετινής σοδειάς είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα στο σύνολο της θα αυξήσει την παραγωγή κατά 7% σε σχέση με πέρσι και αναμένεται να φτάσει έτσι τους 320.000 τόνους στο τέλος της ελαιοκομικής περιόδου.
Αυξημένη παραγωγή, ανταγωνισμός και μειωμένες επιδοτήσεις συμπιέζουν την τιμή
Στον απόηχο της φετινής αύξησης στην παραγωγή, η προσφορά στην αγορά έχει διογκωθεί με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα φαινόμενο έμμεσης υπερπροσφοράς, χωρίς άμεση ανταπόκριση στη ζήτηση. Σημαντική λεπτομέρεια στο συγκεκριμένο φαινόμενο αποτελεί το γεγονός ότι στην Κρήτη δραστηριοποιούνται 500 ελαιοτριβεία, 50 έμποροι, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι της παραγωγής απορροφάται από 10 μεγάλες επιχειρήσεις. Ο συνδυασμός των παραπάνω στοιχείων με την αύξηση της παραγωγής και τη δεινή οικονομική κατάσταση στη χώρα είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς λόγους στην υποχώρηση της τιμής του ελαιολάδου.
Παράλληλα ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας είναι η αύξηση της παραγωγής που παρουσιάζουν ανταγωνίστριες προς την Ελλάδα χώρες όπως είναι η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία βάζοντας ακόμα ένα λιθαράκι στην πτώση της τιμής. Αναλυτικότερα, η Ισπανία σημείωνε σημαντική άνοδο της τάξης του 38% και η παραγωγή θα κυμανθεί περίπου στους 1.200.000 τόνους. Η Ιταλία επίσης αυξάνει την συνολική παραγωγή της κατά 58% στους 350.000 τόνους ενώ και η Πορτογαλία θα σημειώσει σημαντική άνοδο με 51% και 92.000 τόνους.
Ακόμα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας η παραγωγή κρατών πέραν της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη διεθνή τιμή, έχει επίσης ανοδικές τάσεις. Αναλυτικότερα, η παραγωγή της Τυνησίας θα φτάσει τους 140.000 τόνους, ενώ της Τουρκίας θα κυμανθεί στους 144.000 τόνους, του Μαρόκου στους 130.000 και της Αλγερίας στους 73.500 τόνους, η οποία παρουσιάζει συνεχή αύξηση παραγωγής και οι ελαιώνες της έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία 15 χρόνια. Μόνο το 2014 και 2015 έχουν φυτευτεί 20.000 νέα εκτάρια και φιλοδοξεί να φτάσει το ένα εκατομμύριο εκτάρια, αυξάνοντας έτσι τον διεθνή ανταγωνισμό. Τα υπόλοιπα κράτη-μέλη του Δ.Σ.Ε. φαίνεται πως θα παράγουν περί τους 159.000 τόνους. Για την παγκόσμια κατανάλωση οι προβλέψεις δείχνουν ένα +5% σε σύγκριση με τα περυσινά επίπεδα.
Παράλληλα, όσον αφορά στην επιτραπέζια ελιά, τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας για την περίοδο 2015/16 δείχνουν μια συνολική παραγωγή στους 2.775.000 τόνους, με αύξηση κατά 13% και 320.000 τόνους σε σχέση με την περασμένη περίοδο. Η άνοδος αυτή οφείλεται στην εξαιρετικά παραγωγική σεζόν των κρατών-μελών του Δ.Σ.Ε., όπως η Ισπανία (532.000 τόνους), η Αίγυπτος (470.000 τ.), η Τουρκία (397.000 τ.), η Αλγερία (234.000 τ.), η Συρία (180.000 τ.), το Μαρόκο (120.000 τ.), η Αργεντινή (120.000 τ.) και το Ιράν (89.000 τ.). Η παγκόσμια κατανάλωση εκτιμάται ότι θα αγγίξει τους 2.628.000 τόνους, αυξημένη κατά 3% και 81.500 τόνους συγκριτικά με την περίοδο 2014/15. Ένα ακόμα αξιοσημείωτο δεδομένο είναι το γεγονός η παγκόσμια κατανάλωση παρουσιάζει σημαντικά αυξανόμενη τάση τα τελευταία τρία χρόνια, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 3%, προδιαθέτοντας έτσι σε μια θετική έκβαση στην αποσυμφόρηση της φετινής αλλά και της άμεσα μελλοντικής και αναμενόμενης υπερπροσφοράς.
Τρίτος και τελευταίος λόγος για την υποχώρηση στην τιμή το ελαιολάδου είναι οι επιδοτήσεις καθώς η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ σε συνδυασμό με την παρούσα δεινή οικονομική κατάσταση στη χώρα έχει φέρει αρκετούς παραγωγούς σε αδιέξοδο. Οι φετινές μεγάλες καθυστερήσεις στην καταβολή των επιδοτήσεων και το γεγονός ότι ήταν αρκετά μειωμένες σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, επέφεραν οικονομική αγκύλωση σε αρκετούς ελαιοπαραγωγούς καθώς για να βγουν από το οικονομική μέγγενη αναγκάζονται να πωλούν ελαιόλαδο σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές διαιωνίζοντας άθελα τους, τις ολέθριες συνέπιες στο άνοιγμα της ψαλίδας του ισοζυγίου προσφοράς-ζήτησης στην ευρύτερη αγορά ελαιολάδου της Κρήτης.
Ν. Μιχελάκης: «Από την άνοιξη είχαμε επισημάνει τους κινδύνους»
Σε επικοινωνία που είχαν τα «Ρ.Ν.» με τον επιστημονικό σύμβουλο του ΣΕΔΗΚ κ. Νίκο Μιχελάκη, δήλωσε για το θέμα τα εξής: «Προς το παρόν συγκριτικά με τον προηγούμενο μήνα υπάρχει μια υποχώρηση στην τιμή του ελαιολάδου ανά κιλό. Οι βασικοί λόγοι γι’ αυτή την εξέλιξη είναι η αυξημένη φετινή παραγωγή στην Κρήτη ενώ οι μειωμένες επιδοτήσεις σπρώχνουν τους παραγωγούς σε πωλήσεις ελαιόλαδου σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Οι παραγωγοί πρέπει να δείξουν ψυχραιμία και να κάνουν υπομονή. Από την πλευρά μας είχαμε επισημάνει από την άνοιξη τους κίνδυνους αναφορικά με τις μειώσεις των επιδοτήσεων και τις παράλληλες επιπτώσεις που μπορεί να είχε η συγκεκριμένη κίνηση στον κλάδο της ελαιοπαραγωγής και σαν αποτέλεσμα και στην τιμή του ελαιολάδου. Είναι εξαιρετικά σημαντικό το κεντρικό κράτος να λάβει τα κατάλληλα μέτρα άμεσα για να σταματήσει το συγκεκριμένο φαινόμενο. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης τάσης είναι το γεγονός ότι αυξήθηκαν κατακόρυφα φέτος οι εισαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Τυνησία ενώ παράλληλα και οι πιο άμεσοι ανταγωνιστές της Ελλάδας, η Ισπανία και η Ιταλία είχαν μια εξαιρετικά αποδοτική χρονιά, αυξάνοντας την προσφορά ελαιολάδου στην παγκοσμία αγορά και συμπιέζοντας έτσι την τιμή το κιλού προς τα κάτω. Εμείς από την πλευρά μας συνιστούμε στους παραγωγούς να συμβουλεύονται τους επίσημους καταλόγους τους ΣΕΔΗΚ που είναι διαθέσιμοι και μέσω της ιστοσελίδας του οργανισμού, ενώ όσο πωλούν σε χαμηλότερες τιμές οι παραγωγοί είναι αδύνατον να υπάρξει συγκράτηση στη μέση τιμή».