Του Βαγγέλη Συνολάκη
Βαρύς αναμένεται να είναι ο φετινός χειμώνας για τους ελαιοπαραγωγούς στο Νομό Ρεθύμνου εξαιτίας της σημαντικά μειωμένης σοδειάς ελαιολάδου. Οι κλιματολογικές συνθήκες που επικράτησαν τον περασμένο χειμώνα, ο οποίος δεν χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως ιδιαίτερα ψυχρός, σε συνδυασμό με τον καύσωνα της άνοιξης και του καλοκαιριού, αλλά και την σοβαρή έλλειψη βροχοπτώσεων το φθινόπωρο, αποτελούν παράγοντες που φέρνουν σε δεινή θέση τους ελαιοπαραγωγούς της Κρήτης, με τις εκτιμήσεις να αναφέρουν ότι η ελαιοκομική περίοδος 2016-2017 θα είναι μια από τις χειρότερες των τελευταίων ετών.
Η παραγωγή στο νησί αναμένεται να είναι μειωμένη έως και 60%, γεγονός που πρόκειται να επιφέρει τεράστιο οικονομικό πλήγμα στο νησί, το οποίο εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 150 εκατομμύρια ευρώ.
Ντόπιοι ελαιοπαραγωγοί, καθώς και άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τον χώρο της παραγωγής ελαιολάδου, αναφέρουν στην εφημερίδα μας ότι η φετινή σοδειά θα φτάσει με δυσκολία τους 40.000-50.000 τόνους, γεγονός που μεταφράζεται σε «καταστροφή», με δεδομένο ότι η Κρήτη παράγει κάθε χρόνο από 100.000 έως 120.000 τόνους ελαιόλαδο.
Οι συνέπειες της μείωσης της ελαιοπαραγωγής πρόκειται να γίνουν εμφανείς και στο νομό Ρεθύμνου, καθώς το πρόβλημα επηρεάζει σχεδόν το σύνολο των περιοχών στους Δήμους Ρεθύμνου, Μυλοποτάμου, Αμαρίου, Αγίου Βασιλείου και Ανωγείων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρμοδίων της Περιφερειακής Ενότητας, η μείωση στο νομό θα φτάσει το 50% και ενδέχεται να ξεπεράσει το 60%, σε σχέση με πέρσι. Κάτι που σημαίνει ότι από τους περίπου 12.000-15.000 τόνους λάδι που παράγονται στο Ρέθυμνο, στις χαρακτηριζόμενες ως «καλές χρονιές», φέτος η σοδειά μετά βίας θα φτάσει τους 7.000 τόνους.
Σε δηλώσεις της στα «Ρ.Ν.» η κυρία Ευθυμία Βυδάκη, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου, ανέφερε: «Δυστυχώς ο καρπός, μετά από τόσους μήνες ξηρασίας, έχει υποστεί μεγάλη ζημιά. Το νερό που έχει πέσει είναι πολύ λίγο, κι αυτό κυρίως στα βόρεια του νομού. Στις νότιες περιοχές δεν έχει βρέξει παρά ελάχιστα. Επίσης, δεν είχαμε καθόλου πολλές ημέρες ψύχους τον περσινό χειμώνα. Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα δέντρα να ζοριστούν πάρα πολύ και η φετινή παραγωγή να αναμένεται μειωμένη κατά πολύ.
Δυτυχώς θα έχουμε μια πάρα πολύ κακή χρονιά. Ενώ είχαμε άνθιση, εξαιτίας της ανομβρίας τα δέντρα δυσκολεύτηκαν και από την άρχη φάνηκε ότι θα έχουμε πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που δυστυχώς είναι γενικό, αλλά υπάρχουν περιοχές, κυρίως που παράγουν χοντροελιά, όπως το Αμάρι για παράδειγμα, όπου η παραγωγή είναι πολύ μειωμένη».
Καταλήγοντας, η κα Βυδάκη προέβλεψε ότι η σοδειά θα είναι μειωμένη τουλάχιστον κατά το ήμισυ: «Συνήθως ο νομός στις καλές χρονιές παράγει 15.000-16.000 τόνους. Παλιότερα βγάζαμε και παραπάνω, αλλά δυστυχώς τα τελευταία χρόνια με τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν έχει πριοριστεί η παραγωγή. Φέτος, από τις ενδείξεις που έχουμε υπολογίζουμε ότι η παραγωγή θα κυμανθεί κάτω από 7.000 τόνους».
Η ζημιά κατά περιοχές
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε και επεξεργάστηκε, μέσα στο καλοκαίρι, ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης διεκδικώντας αποζημιώσεις για τους παραγωγούς του νησιού, οι ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες και οι νότιοι άνεμοι της περασμένης άνοιξης είχαν ως αποτέλεσμα σε επίπεδο νομού Ρεθύμνης, από τα 4.740 ελαιόδεντρα που παράγουν 9.250 τόνους λαδιού, να υποστούν ζημιά σχεδόν τα μισά και συγκεκριμένα 2050, καταστροφή που φτάνει το 46%. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στον δήμο Αμαρίου όπου η ζημιά φτάνει το 76%, ακολουθεί ο δήμος Μυλοποτάμου με ποσοστό ζημιάς 56%, ο δήμος Αγίου Βασιλείου με 50%, ο δήμος Ανωγείων με 30% και ο δήμος Ρεθύμνου με 20%.
Ειδικότερα, οι ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες και οι ξηροί νότιοι άνεμοι της περασμένης άνοιξης είχαν ως αποτέλεσμα σε επίπεδο νομού Ρεθύμνης, από τα 4.740 ελαιόδεντρα που παράγουν 9.250 τόνους λαδιού, να υποστούν ζημιά σχεδόν τα μισά και συγκεκριμένα 2050, καταστροφή που φτάνει το 46%. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στον δήμο Αμαρίου όπου η ζημιά φτάνει το 76%, ακολουθεί ο δήμος Μυλοποτάμου με ποσοστό ζημιάς 56%, ο δήμος Αγίου Βασιλείου με 50%, ο δήμος Ανωγείων με 30% και ο δήμος Ρεθύμνου με 20%.
Ν. Μιχελάκης-Σ.Ε.ΔΗ.Κ.: «Ο καύσωνας κατέστρεψε την παραγωγή»
Ο Επιστημονικός Συνεργάτης του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης (ΣΕΔΗΚ), κ. Νίκος Μιχελάκης, εμφανίστηκε απαισιόδοξος στις δηλώσεις του, επισημαίνοντας ότι η συγκομιδή θα κυμανθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα. «Ο μέσος όρος στην Κρήτη κυμαινεται περίπου στους 100.000 τόνους και κατά τις καλές χρονιές, προσεγγίζει τις 120.000. Φέτος δεν προβλέπεται να έχουμε παραγωγή πάνω από 50.000 τόνους συνολικά στην Κρήτη και η βασική αιτία είναι οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους καύσωνες της περασμένης άνοιξης. Καταστράφηκε μεγάλο μέρος της καρποφορίας, διότι εμφανίστηκε ο καύσωνας σε περίοδο που είχε δέσει ο καρπός. Αυτό πρέπει να διευκρινιστεί για τον ΕΛΓΑ, ο οποίος είναι αρμόδιος φορέας για τις αποζημιώσεις από ακραίες καιρικές συνθήκες. Στην Κρήτη, λοιπόν, δεν πρόκειται για ακαρπία, τα δέντρα άνθισαν, αλλά φέτος την άνοιξη είχαμε πολλές ημέρες με υψηλές θερμοκρασίες» τόνισε ο κ. Μιχελάκης.
Αναφερόμενος στην ελαιοσυλλογή κατά τόπους, ανέφερε: «Το πρόβλημα στην Κρήτη είναι γενικό και αφορά διάσπαρτα λιόφυτα στο νησί με μικρότερη ή μεγαλύτερη ζημιά. Παρά το ότι άρχισε σποραδικά η συγκομιδή, ιδίως στην περιοχή της Κισσάμου και του Μυλοποτάμου, οι πρώτες διαπιστώσεις δείχνουν ότι οι αποδόσεις του ελαιοκάρπου σε λάδι είναι σχετικά καλές, οι οξύτητες όμως όχι λόγω του ότι και φέτος η δακοκτονία δεν εφαρμόστηκε έγκαιρα. Στις περισσότερες περιοχές οι ψεκασμοί ξεκίνησαν τον Αύγουστο, αντί για τον Ιούνιο».
Η μόνη θετική εξέλιξη αφορά τη διατήρηση της τιμής πώλησης του ελαιολάδου στα ίδια καλά επίπεδα. Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Μιχελάκη, οφείλεται στο γεγονός ότι η παραγωγή ελαιολάδου πρόκειται να είναι μειωμένη σε όλες τις βασικές ελαιοπαραγωγικές χώρες: «Αν και ξεκίνησε η συγκομιδή, οι τιμές διατηρούνται στα ίδια επίπεδα, ακριβώς διότι η φετινή παραγωγή αναμένεται μειωμένη σε όλες τις βασικές ελαιοπαραγωγικές χώρες. Άρα, μείωση παραγωγής θα υπάρξει όχι μόνο στην Κρήτη, σε όλη την Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία. Αυτό συντελεί στην διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα, τουλάχιστον προς το παρόν».