Φτάνει και πάλι η επέτειος της εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821. Εν είδει αφιερώματος στη μνήμη όσων αγωνίστηκαν για την ελευθερία μας το παρόν κείμενο θα παρουσιάσει όλα όσα έγιναν στα πεδία των μαχών του Αγώνα κατά το 1825, καθώς είναι σε ό,τι αφορά τις πολεμικές επιχειρήσεις ο πρώτος κρίσιμος για την τελική έκβαση του Αγώνα της Ανεξαρτησίας χρόνος. Στις 12 του Φλεβάρη του 1825, σύμφωνα με όσα είχαν συμφωνήσει Σουλτάνος και Μωχάμετ Άλυ, ο Ιμπραήμ, γιος του δεύτερου, έφυγε από τη Σούδα της Κρήτης και αποβιβάζεται, αφού έλαβε ενισχύσεις από την Αίγυπτο, αριθμώντας, έτσι, 4.000 πεζούς και 500 ιππείς, στη Μεθώνη της Πελοποννήσου. Και την επόμενη ημέρα, κινεί για την Πύλο, το Νεόκαστρο και το Ναβαρίνο.
Οι Έλληνες ήσαν απροετοίμαστοι και αρκετά εξαντλημένοι από το συνεχιζόμενο εμφύλιο. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, του οποίου η στρατιωτική ευφυΐα θα μπορούσε με επιτυχία να αντιμετωπίσει τον τουρκοαιγυπτιακό στρατό, ήταν, καθώς είχε ηττηθεί στον εμφύλιο, φυλακισμένος από τους κυβερνητικούς. Το Μάρτη, λοιπόν, επωφεληθείς το «κλίμα» αυτό στην ελληνική πλευρά, ο Ιμπραήμ αποβιβάζει νέες δυνάμεις, 7.000 πεζούς αυτή τη φορά, 500 ιππείς και αρκετά πεδινά πυροβόλα.
Ο πρωταγωνιστής των εμφυλίων της περιόδου 1824 – ’25 ως πρόεδρος του Εκτελεστικού με έδρα, πρώτα, το Κρανίδι και, μετά, τους Μύλους Γ. Κουντουριώτης και ο Κ. Σκούρτης θέλησαν να τον αντιμετωπίσουν, αλλά έφυγαν περί τα μέσα Μαρτίου απ’ το Ναύπλιο. Παρά την πρώτη ελληνική επιτυχία, στις 16/3/1825, στη Σχοινόλακα της Πυλίας, ο Ιμπραήμ με ορμητήριο τη Μεθώνη αποδεκάτισε τους Έλληνες υπερασπιστές της περιοχής του Κρεμμυδίου Μεθώνης, οι οποίοι είχαν επικεφαλής τούς Κυριάκο Σκούρτη, Κων. Μπότσαρη, Γ. Καραϊσκάκη, Τζαβέλα, Καρατάσο, Χατζηχρήστο στις 7 Απριλίου της ίδιας χρονιάς. Ο αρχιστράτηγος Σκούρτης, μετά την ήττα, καταφεύγει στο Ναύπλιο, ενώ Καραϊσκάκης και Τζαβέλας ζητούν την αποφυλάκιση τού Θ. Κολοκοτρώνη από τον υπουργό πολέμου, Αναγνωσταρά.
Ενώ στις 15 Απριλίου του 1825, όταν ισχυρή στρατιωτική δύναμη των Τούρκων υπό τον Κιουταχή στρατοπεδεύει γύρω από το Μεσολόγγι και ξεκινά να κατασκευάζει τάφρους και οχυρά, αρχίζει, πλέον, η 2η πολιορκία του Μεσολογγίου, ταυτόχρονα ο Κιουταχής στέλνει μια ακόμη μεγαλύτερη δύναμη να καταλάβει τα Σάλωνα (Άμφισσα, όπου θα εισέλθει θριαμβευτικά στις 4 του Μάη της ίδιας χρονιάς) και να καταπνίξει τις επαναστατικές εστίες ολόκληρης της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Το Μεσολόγγι, μετά την 1η πολιορκία (1822), είχε μετά από προτροπές του γνωστού φιλέλληνα λόρδου Βύρωνα και προσπάθειες του μηχανικού Κοκκίνη οχυρωθεί με ένα μαντρότοιχο από τη στεριά και 4 προμαχώνες, ενώ οχυρωμένα ήσαν και τα νησάκια της λιμνοθάλασσας. Το πρόβλημα ήταν πως τα γυναικόπαιδα ήσαν διπλάσια σε αριθμό από τους πολεμιστές, οι οποίοι με λιγοστά μέσα και με βοήθεια από τους λοιπούς πολίτες υπεράσπιζαν την πόλη.
Ένα δεκαήμερο σχεδόν μετά, στις 26/4/1825 οι δυνάμεις του Ιμπραήμ καταλαμβάνουν τη νήσο Σφακτηρία, αφού επικράτησαν αυθημερόν σε μιαν πολυαίμακτη εις βάρος των Ελλήνων και φιλελλήνων, που είχαν ταχτεί στο πλευρό τους, μάχη πάνω στο νησί (ο υπουργός Αναγνωσταράς, ο Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα, ο ναύαρχος Τσαμαδός, κ.α.). Μετά τη Σφακτηρία, αποδυναμώθηκε το κάστρο του Παλαιού Ναβαρίνου. Οι 785 υπερασπιστές του συνθηκολόγησαν στις 28 του ίδιου Απρίλη και παραδόθηκαν στον Ιμπραήμ, που κίνησε πια, με το πυροβολικό του, για το Νεόκαστρο, η φρουρά του οποίου συνθηκολόγησε στις 11 του Μάη 1825 και απεχώρησε με ευρωπαϊκά πλοία.
Οι προσπάθειες των Ελλήνων ναυτικών και πυρπολητών (Μιαούλης, Πιπίνος, Γ. Πολίτης, Σαχτούρης Δ., Αποστόλης, Ανδρούτσος Γ., Ματρόζος Γ., Μουσούν Λαζ., Μ. Μπούτης) και ο κλεφτοπόλεμος στη στεριά δεν έκαμψαν τον Ιμπραήμ, που χωρίς να συναντήσει αξιόλογη αντίσταση, καίγοντας, κατασφάζοντας, καταστρέφοντας, κυρίεψε το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, έχοντας ως ορμητήρια και βάσεις ανεφοδιασμού τη Μεθώνη και το Νεόκαστρο. Στην αιγυπτιακή επέλαση θα προσπαθήσει να δηλώσει «παρών» ο υπουργός εσωτερικών, Παπαφλέσσας, στο Μανιάκι της Μεσσηνίας.
Ο ηρωικός θάνατος του Έλληνα επαναστάτη στις 20 Μαΐου 1825 δε θα σταθεί εμπόδιο στον οργανωμένο σύμφωνα με γαλλικά πρότυπα ταχτικό στρατό του Ιμπραήμ και «συνέτισε» προς το παρόν την πολιτική ηγεσία, που, έστω και την ύστατη ώρα, (18/5, δυο μέρες πριν τη θυσία του Παπαφλέσσα) αποφυλάκισε, με αμνηστία, το Θ. Κολοκοτρώνη και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, λίγο πριν οι Πελοποννήσιοι αρχίσουν ομαδικά να «προσκυνούν» τους Αιγυπτίους. Η κυβέρνηση, κατά τον Π. Καρολίδη, είχε πειστεί, επιτέλους, να πράξει «ό,τι ουχί πλέον η φιλοπατρία αλλ’ η κοινοτάτη φρόνησις υπηγόρευσεν ως απαραίτητον». Ο Κολοκοτρώνης, μάλιστα, που έτυχε ενθουσιώδους λαϊκής υποδοχής στο Ναύπλιο, διορίστηκε αμέσως αρχιστράτηγος του Μοριά.
Ο Ιμπραήμ, όμως, πολύ γρήγορα -μετά και τη δολοφονία (22/5/1825) της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, μιας ηρωικής γυναικείας μορφής του Αγώνα- μπήκε στην Τρίπολη (10 – 11/6/1825). Και έπειτα, κίνησε εναντίον του Ναυπλίου. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, τότε, προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τον Αγώνα, παρενοχλώντας τον εχθρό, στρατολογώντας αγωνιστές και φροντίζοντας για την επιμελητεία.
Στις 13 του Ιούνη του 1825, μια βδομάδα έπειτα από τη μυστηριώδη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου (5 Ιούνη, στην Ακρόπολη των Αθηνών, όπου τον είχαν φυλακίσει), ο Ιμπραήμ φτάνει στους Μύλους της Λέρνης και ακολούθως καταλαμβάνει και κατακαίει το Άργος. Στους Μύλους, όμως, ο Δημ. Υψηλάντης, ο Μακρυγιάννης, ο Κ. Μαυρομιχάλης κατορθώνουν να κερδίσουν μία περίλαμπρη νίκη εις βάρος του αιγυπτιακού στρατού, η οποία έκρινε και την τύχη του Ναυπλίου. Μετά το Άργος, ο Ιμπραήμ γύρισε στην Τρίπολη και μέχρι το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς (10/11/1825: βρίσκουν ένδοξο θάνατο οι υπερασπιστές της Μονής Βαρθολομιού στην Ηλεία, έπειτα από αιγυπτιακή πολιορκία) λεηλατεί όλη την Πελοπόννησο, αλλά δεν μπόρεσε να την υποτάξει.
Η ελληνική, όμως, κυβέρνηση, καταλαβαίνοντας πως ο οργανωμένος στρατός των Αιγυπτίων είναι δύσκολο έως αδύνατο, για λόγους έλλειψης ταχτικής κι οργάνωσης, να αντιμετωπιστεί σε ανοικτή μάχη, διόρισε το Γάλλο συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο ως οργανωτή ελληνικού τακτικού στρατού. Ο άλλοτε αξιωματικός του Ναπολέοντα ήταν γνωστός για τα φιλελληνικά του αισθήματα και βρισκόταν ήδη καιρό στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Ενώ αυτά συμβαίνουν στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα το ενδιαφέρον των Τούρκων και των επαναστατών εντοπίζεται στο Μεσολόγγι, του οποίου οι πολιορκημένοι, προβαίνοντας σε μια μικρή έξοδο από την πόλη στις 6 του Μάη του 1825, προκαλούν σύγχυση στους πολιορκητές. Ύστερα από λίγες ημέρες (10 Μάη) δυο σημαντικά γεγονότα αναπτερώνουν το ηθικό των Μεσολογγιτών και των άλλων πολιορκημένων που επιχειρούν έξοδο και καταφέρνουν σημαντικές απώλειες στους εχθρούς: Ενώ ο Νότης Μπότσαρης κι άλλοι οπλαρχηγοί είχαν συγκροτήσει ένα αμυντικό συμβούλιο κι ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (πρόκριτος από την Πάτρα) προΐσταται σε τριμελή επιτροπή πολιτικής διοίκησης της πόλης, που συναπαρτίζουν οι Γ. Θέμελης και Γ. Καναβός, ο ελληνικός στόλος επιχειρεί ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων και συνάμα – για να ενισχυθεί το Μεσολόγγι – από τα Σάλωνα οι Γ. Καραϊσκάκης και Κίτσος Τζαβέλας δημιουργούν νέο στρατόπεδο δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Οι όποιες προσπάθειες του Κιουταχή το β’ εξάμηνο του 1825 δεν είχαν αποτέλεσμα στη στεριά, ούτε και του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στη θάλασσα, υπό το Χοσρέφ, που προσπάθησε να αποκλείσει το φρούριο από τους Έλληνες ναυτικούς, που ανεφοδίαζαν όσους βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Γι’ αυτό, ζητά τη βοήθεια του Ιμπραήμ, ο οποίος θα βρεθεί κι ο ίδιος από τα τέλη Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς στο Μεσολόγγι.
Στο μεταξύ, αφού από τις 14/7/1825 σε μεγάλη σύσκεψη στο Μεσολόγγι αποφασίζεται η μέχρις εσχάτων υπεράσπιση της πόλης, στις 21 Ιουλίου, οι Τούρκοι με τον Κιουταχή ενεργούν σφοδρό σφυροκόπημα πυροβολικού κατά του Μεσολογγίου και, παρά την υπερπροσπάθειά τους, αναγκάζονται να αποχωρήσουν άπρακτοι, χωρίς να το εκπορθήσουν και με σημαντικές απώλειες. Στις 23 του ίδιου μήνα, ο ελληνικός στόλος, με επικεφαλής τον Ιωάννη Κυριακό, καταναυμαχεί τον τουρκικό στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και πετυχαίνει την άρση του ναυτικού αποκλεισμού, κάτι που είχε πετύχει και θα καταφέρει εφεξής πολλές φορές κι ο Μιαούλης, δίνοντας θάρρος και εφόδια στους έγκλειστους της πόλης.
Κι ενώ όλα έδειχναν πως ο Κιουταχής είχε παντελώς αποτύχει, στις 24 Ιουλίου 1825, οι πολιορκημένοι σε συνεννόηση με Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγούς πλήττουν το οθωμανικό στρατόπεδο. Οι μεν Μεσολογγίτες βγήκαν και το προσέβαλαν κατά μέτωπο, οι δε Στερεοελλαδίτες, με αρχηγό τον Καραϊσκάκη, το χτύπησαν απέξω και αποδεκάτισαν το στρατό του Κιουταχή, που αποσύρεται αμυνόμενος στα περάσματα του Ζυγού. Την ίδια ώρα, ο στόλος του Χοσρέφ, φοβούμενος τα ελληνικά πυρπολικά, κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια.
Ένα μήνα αργότερα, 20 Αυγούστου 1825, οι Μεσολογγίτες εξουδετερώνουν ένα ακόμα τέχνασμα των πολιορκητών και αναθαρρεύουν. Σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό που, αρχές Σεπτέμβρη (4/9), στήνουν μια θανάσιμη παγίδα κοντά στα τείχη της πόλης στους Τούρκους, απ’ την οποία θρήνησαν πολλά θύματα και ο Κιουταχής εγκατέλειψε κάθε ιδέα για επίθεση και συνέχισε την πολιορκία! Τότε, στέλνει και το Χατζήμπεη, επικεφαλής των Αλβανών στρατιωτών του, για να συζητήσει με τους Μεσολογγίτες το ενδεχόμενο συνθηκολόγησης και παράδοσης της πόλης. Ο Χατζήμπεης, εντυπωσιασμένος από την παλικαριά των πολιορκημένων, εγκαταλείπει τις προσπάθειες συνθηκολόγησης, αφήνει το στρατό του Κιουταχή και γυρίζει στην πατρίδα του.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Καραϊσκάκης αναπτέρωσε το ηθικό των Μεσολογγιτών. Όχι μονάχα γιατί τους προώθησε πολεμοφόδια και τροφές, αλλά και επειδή με επιχειρήσεις στην Αμφιλοχία και πλήθος τούρκικα πολεμοφόδια απεκόμισε και έσπρωξε, μέχρι τα μέσα του Οχτώβρη τον ίδιο χρόνο, πολλούς απ’ τους άντρες του Κιουταχή να φύγουν απ’ τον τουρκικό στρατό. Λέγεται, μάλιστα, ότι τον Οχτώβρη του 1825 ο Κιουταχής αριθμούσε μόλις 8.000 άντρες έξω απ’ το Μεσολόγγι, την ώρα που πριν από λίγο καιρό είχε περί τους 35.000!
Κι αφού η ελληνική κυβέρνηση δεν έκανε κάτι ουσιαστικό, για να απομακρύνει οριστικά τον εξαθλιωμένο Κιουταχή και κάθε κίνδυνο από το Μεσολόγγι, από τις 6 του Νοέμβρη, όμως, ξανακάνει την εμφάνισή του στα παράλια της δυτικής Στερεάς Ελλάδας ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Ο Ιμπραήμ με 17.000 άντρες και Αγγλογάλλους στρατιωτικούς συμβούλους φτάνουν στο Μεσολόγγι ως ενισχύσεις στον Κιουταχή κι ενώνονται με τις ήδη υπάρχουσες εκεί τουρκικές δυνάμεις στις 10 Δεκεμβρίου 1825. Τη μέρα αυτή, αρχίζει επίσημα η 2η και τελευταία φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου και όταν την επομένη των Χριστουγέννων (26/12/1825) ο Ιμπραήμ έρχεται ο ίδιος στο Μεσολόγγι, αναλαμβάνει -αντικαθιστώντας τον Κιουταχή στην αρχηγία των συγκεντρωμένων μουσουλμανικών στρατευμάτων- την ευθύνη των επιχειρήσεων με τη βοήθεια του γαμβρού του, Χουσεΐν μπέη, υπαρχηγού των στην περιοχή αιγυπτιακών στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων, και αποστέλλει στους υπερασπιστές της πόλης προτάσεις διαπραγματεύσεων, η χρονιά κλείνει όχι και με τους καλύτερους οιωνούς για το Μεσολόγγι και την Επανάσταση. Πάντως, να σημειωθεί και το ότι, με «μεσολαβητή» τον Άγγλο αρμοστή των Εφτανήσων, Φρ. Άνταμ, ο Ιμπραήμ, μόλις φτάνει στο Μεσολόγγι, προσπαθεί να διερευνήσει τις προθέσεις των πολιορκημένων για παράδοση, αλλά μάταια, καθώς αυτοί αντιστέκονται σθεναρά!
Το καλοκαίρι είχε, όμως, αρκετό ενδιαφέρον και για την Κρήτη! Στις 9 Αυγούστου του 1825, Κρητικοί, λοιπόν, πρόσφυγες και Ελλαδίτες σε πλοία σπετσιώτικα και μ’ επικεφαλής τους Εμμ. Αντωνιάδη και Δ. Καλλέργη καταλαμβάνουν την Γραμπούσα Χανίων και κάποιοι άλλοι, την επομένη ημέρα, το φρούριο της Κισάμου. Με το Β. Χάλη πρόεδρο συγκροτήθηκε δεκαμελές «Κρητικό Συμβούλιο» στη Γραμπούσα και συντόνιζε την Επανάσταση, η οποία επηρεάστηκε σημαντικά και από την κατοπινή «Ιουλιανή Συνθήκη (Σύμβαση)» (Λονδίνο, 6/7/1827).
Το 1825, όμως, έχουμε και την πρώτη, τριπλή και επιβλητική, «εμφάνιση» του Διονυσίου Σολωμού στην Ελλάδα, στα 27 του χρόνια. Τότε, κυκλοφόρησε, μέσα στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι, η πρώτη ελληνική έκδοση του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» και το ίδιο έτος δημοσιεύτηκαν δύο κριτικές παρουσιάσεις του: Η πρώτη, συντομότερη, από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» στο Ναύπλιο και η δεύτερη, εκτενέστερη, από τον Γ. Ψύλλα στην «Εφημερίδα των Αθηνών».
Και θα συμπληρωθεί η αναφορά μας στο 1825, με κάποιες ναυτικές επιχειρήσεις των Ελλήνων. Ο μεν Μιαούλης προβάλλει απροειδοποίητα τον αιγυπτιακό στόλο στη Μεθώνη και φεύγει πριν τον καταδιώξουν (30/5), ο δε Σαχτούρης χτυπά στον Καφηρέα της Εύβοιας το τουρκικό ναυτικό και αιχμαλωτίζει 80 φορτηγά καράβια και, τέλος, στις 29/7, ο Κανάρης φτάνει ως την Αλεξάνδρεια, στο Δέλτα του Νείλου της Αιγύπτου, αλλά δεν καταφέρνει στο σκοπό του, που ήταν να πλήξει τον αιγυπτιακό στόλο στα αγκυροβόλια του και τους Γάλλους «φίλους και εκπαιδευτές» του.
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.