Και, κυρίως, τα εθνικά (και διεθνιστικά άλλοθι) που χορήγησε ο αντιαμερικανισμός – ήταν η χούντα ξενοκίνητη, λες και δεν έγινε από Έλληνες, λες και δεν την αποδέχθηκε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Ο αντιαμερικανισμός πέρασε από την ελληνική κοινωνία σαν παιδική αρρώστια που κράτησε μέχρι την ενηλικίωση. Ούτως ή άλλως τα τελευταία χρόνια είναι και ασύμφορος. Πρώτον, επειδή δεν μπορείς να έχεις από τη μια φονιάδες των λαών και από την άλλη τοκογλύφους – εκτός από τον αγώνα υπάρχει και η γραφικότητα. Δεύτερον, επειδή ένα κομμάτι του πολιτικού συστήματος έχει υποδείξει τις ΗΠΑ ως καταφυγή.
Είναι σκληροί οι Γερμανοί; Θα δοθούμε στους Αμερικανούς, σαν την αγνή του λιμανιού. Θυμηθείτε ότι στην αυγή της κρίσης έπεσαν στο τραπέζι και ιδέες για υιοθέτηση του δολαρίου και προσάρτηση της χώρας στις ΗΠΑ ή, για να το πω σωστά και εθνικά, προσάρτηση των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Έστω και έτσι, ο αντιαμερικανισμός τελειώνει. Τελειώνει και ως επάγγελμα. Ως πολιτική έννοια έχει θρέψει καριέρες και στόματα. Νομίζω δε, ότι αυτοί που φτιάχτηκαν και πλούτισαν από τον αντιαμερικανισμό, είναι απείρως περισσότεροι από εκείνους που πούλησαν εξυπηρετήσεις στους Αμερικανούς.
Αρκετά. Ο Σαμαράς είναι τυχερός γιατί βρήκε μπροστά του ίσως τον σημαντικότερο πρόεδρο όλων των εποχών, μετά τον Ουάσιγκτον και τον Λίνκολν. Και ο Ομπάμα, όπως και η αμερικανική οικονομική σκέψη, βρίσκεται στη δική μας πλευρά του τραπεζιού. Δεν θα χτυπήσει το χέρι, βέβαια, αλλά προσδίδει μέγεθος και κύρος στον προβληματισμό για την πολιτική του Βερολίνου.