Του ΜΑΝΟΛΗ Ι. ΚΟΥΝΟΥΠΑ
Μετά τις αλλεπάλληλες εκπονήσεις του και τις καλαίσθητες εκδόσεις, ανεφάνη εκ νέου στο ρεθεμιώτικο προσκήνιο, ο συγγραφέας Σταύρος Φωτάκης. Με τον αέναο λαογραφικό οίστρο, καταξιωμένος πλέον από την προσφορά του στην κρητική παράδοση και την εγγενή κρητική φιλοτιμία και ευαισθησία του, μεταγράφει το αγνοημένο πνευματικό έργο ενός μεγάλου Ρεθεμνιώτη λαογράφου και αναβιώνει την ατμόσφαιρα μιας χαμένης εποχής. Σε προλογικό περιεκτικό σημείωμα ο φιλόλογος και ιστορικός Μιχάλης Τρούλης προϊδεάζει θετικά τον αναγνώστη για το περιεχόμενο του βιβλίου και τον ενημερώνει διεξοδικά για την πολυσχιδή και πολυδιάστατη προσωπικότητα του Παύλου Βλαστού.
Πρόκειται για ένα κείμενο εξ 140 σελίδων με τον τίτλο «Μεταγραφή ριζίτικων τραγουδιών της συλλογής Παύλου Βλαστού (1826-1936) καταγεγραμμένων στα αμαριώτικα χωριά» που φέρει τη γνωστή, προσωπική σφραγίδα και τη συνήθη μεθοδευμένη, προσέγγιση σε κάθε θέμα και κάθε έργο του συγγραφέα.
Ο συγγραφέας εν τη βουλήσει του να αποδώσει μιαν ηθική αμοιβή, έναν επιβεβλημένο σεβασμό και να αποτίσει φόρο τιμής στη μνήμη του πατέρα, που θα τον έλεγα ακόμα και πρωτοπόρο της κρητικής λαογραφίας και κοντοχωριανού του Παύλου Βλαστού, αποδύθηκε με ζήλο σε μια πολυετή επίπονη έρευνα για μια μοναδική ποιητική συλλογή. Ανέσυρε από τα χρονοντούλαπα στα άδυτα του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης στα Χανιά, ένα καταχωνιασμένο, λησμονημένο ενδεχομένως και αγνοημένο μέχρι τούδε επί σειράν ετών λαογραφικό υλικό, σπάνιο όσο και πολύτιμο ιστορικό κειμήλιο. Η αξιέπαινη, υποδειγματική και εν πολλοίς θα την έλεγα ανιδιοτελής αυτή πρωτοβουλία του Στ. Φωτάκη, αφ’ ενός διασώζει από τη λήθη αυτό το θαμμένο λαογραφικό θησαυρό και αφ’ ετέρου αποκαλύπτει με ενάργεια μέσα από αυτά τα ριζίτικα τραγούδια τα ψυχικά ξεχωριστά χαρίσματα του κρητικού λαού όπως τη συνειδητή ευγένεια, την εκλεπτυσμένη ευαισθησία, τον ανεπανάληπτο χαρακτήρα, την ανιδιοτελή φιλοτιμία και προσφορά. Το Στ. Φωτάκη διέκρινε ανέκαθεν μια ιδιαίτερη αδυναμία στην κρητική παράδοση, είχε δε πριν από χρόνια εκτιμήσει την αυθεντική ποιότητα και την υψηλή αξία των ριζίτικων τραγουδιών. Τούτου δοθέντος αφιερώθηκε εκτός από άλλες παραδοσιακές δραστηριότητες ολόψυχα και σ’ αυτά. Ποιος να ξεχάσει εκείνο το παραδοσιακό τραγουδιστικό συγκρότημα με τον ίδιο επί κεφαλής και με τις φωνές τις στεντόρειες των βρακοφόρων που λες και κατέβαιναν σαν εκείνο το θυελλώδη άνεμο από τις πλαγιές του Ψηλορείτη. Αυτή η υψηλή ποιότητα του κρητικού ριζίτικου, την οποία προσδίδει η κρητική ντοπιολαλιά, διαφαίνεται στον αναγνώστη από το πρώτο μέχρι το τελευταίο της υπέροχης συλλογής.
Όταν διαβάζεις αυτά τα μικρά κρητικά, λαϊκά αριστουργήματα, αισθάνεσαι ότι υποβάλλουν μιαν ενδιάθετη ευφροσύνη, οτι εκπέμπουν μιαν ανεκλάλητη, απροσδιόριστη γοητεία (une indetermine prestiges) μια λεβεντιά, γιατί, πώς να το πω, πως να μεταφέρω αυτό το κρητικό φιλότιμο, το ήθος, την προσωπικότητα, την αγωγή και εν γένει την ανθρωπιά από την οποία διέπεται ο χαρακτήρας του κρητικού, εκείνον που επαινεί και εγκωμιάζει δεόντως ο Ν. Καζαντζάκης.
Μετά από μια εμπεριστατωμένη ανάγνωση αυτών των εξαίσιων ριζίτικων της συλλογής Παύλου Βλαστού, εντοπίσαμε λέξεις αφενός εκφραστικές κατά την προφορά τους, που αποδίδουν το νόημα, τις σκέψεις, τις ιδέες, τα συναισθήματα με τρόπο έντονο και αφετέρου λέξεις κρυστάλλινες, διαυγείς, εντυπωσιακές και εύηχες. Δεν έχω το προνόμιο να είμαι γλωσσολόγος όμως, θα ‘λεγα ότι αυτά είναι τα χαρίσματα της κρητικής διαλέκτου, εν αντιπαραβολή και εν αντιθέσει με τις σαξονικές και σλαβικές γλώσσες των βορειοευρωπαίων τις ακαλαίσθητες και δυσνόητες, με την έμφαση με την οποία τονίζονται τα σύμφωνα.
Επιλέγω προς επίρρωσιν των ανωτέρω από τη συλλογή και παραθέτω ενδεικτικά τις εξής λέξεις: μαγκλάβιζε με, σκυλοζυγώνει (σελ. 10), στερομάρωπα, ξεσπαλαθώνουν (σελ. 23), ξ’ επεδουλίσω, τ’ αμπολιάρικα (σελ. 26), τ’ άκροφτερουγίσματα (σελ. 30), κρουσάρικα (σελ. 33), σπουρδοδοξαράμου (σελ. 35) διπλοκακαρίζει (σελ. 36), ξομπλιαστές μπατανίες (σελ 42), αδικοθανατίσω (σελ. 44) ξελουχουνέψουν (σελ. 45), μαντατεύγει (σελ. 47) μην του κοκορεξίσεις (σελ. 48), αργυρομπουνιαλάκι (σελ. 48) παιχνιδιάτοροι (σελ. 48) λαμπροστολίζει, ψηλακαμπουκομένους (σελ. 62) ξετρουμισμεύος (σελ. 68) χοχλαδόντα (σελ. 46) κ.λπ.
Ένα από τα πολλαπλά χαρίσματα της κρητικής διαλέκτου είναι και η διαχρονικότητά της. Είναι μοναδικό χάρισμα το ότι αντέχει στο χρόνο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο κρητικός λέει ρίφι (ερίφιον της αρχαίας) και όχι κατσίκι, λέει αίγα και όχι γίδα (από το αρχαίο αιξ – αιγός), θύρα και όχι πόρτα, όρος και όχι βουνό, πραγιός (πράος) και όχι ήρεμος, θωρώ (αρχ. θεωρώ) και όχι βλέπω, κράζω (αρχ. κράζω, κέκραξα) και όχι φωνάζω, όρνιθα και όχι κότα, αλέκτορας και όχι πετεινός, φάλκονας (φάλκων) και όχι γεράκι. Ο κρητικός λέει «η ψυχή μου αναπετά» λέξη απευθείας από την αρχαία «αναπεπάννυμι»- εξ’ απλώνω, ξεδιπλώνω.
Στη σελ. 44 θα συναντήσομε τη λέξη «σύγγωμη» «Ας είχε πάω σύγγωμη», δηλαδή ας πέθαινα όταν σ’ είχα γομάρι στην κοιλιά μου. Από την αρχαία λέξη γόμος, που σημαίνει φορτίο, γέμισμα. Στη σελ. 49 συναντάμε εξ’ άλλου το στίχο «εσύγκλιν’ ο κυπάρισσος κι εφίλιεν το καλάμι» ωσαύτως στη σελ. 54 «και να συγκλίνω το δεντρί ν’ ανέβω στην κορφήν του». Η λέξη συγκλίνω ανάγεται στην αρχαία λέξη «κλίνω γέρνω», αλλά και «εμφανίζω κλίση, ροπή προς κάτι». Με την πρόθεση συν και το συμφωνικό σύμπλεγμα «γκ» της αρχαίας σχηματίζεται η λέξη συγκλίνω.
Ο Παύλος Βλαστός συλλέγει με επιμέλεια τα ριζίτικα, τα άσματα όπως τα θέλει, και τα διαχωρίζει θεματολογικά σε οκτώ ενότητες (προτρεπτικά, ποιμενικά, των φυλακισμένων, των ξενιτεμένων, θηρευτικά, των δρακόντων, τα κλέφτικα (ηρωικά) τα περί Χάροντος). Θα αναφέρω ενδεικτικά δύο στίχους από το γνωστό χιλιοειπωμένο και εγκωμιαστικό ποίημα «ο ανδρειωμένος»: «Τον ανδρειωμένο μην τον κλαίς όσο και κι αν αστοχήσει μ’ αν αστοχήσει μια και δυό παλ’ αντρειωμένος είναι, πάντα ειν’ η πόρταν τ’ ανοιχτή κι η τάβλαν του στρωμένη πάντα ειν’ οι χαροκόποιν του στην τάβλα καθισμένοι». Ο Στ. Φωτάκης είναι και ταλαντούχος συγγραφέας μαντινάδων, τις οποίες έχει γράψει εμπνεόμενος από την κρητική παράδοση και περιπλανώμενος στο μαγευτικό περιβάλλον της γενέτειρας «στην βορεινάδα μιας κορφής».
Ο παραγωγικός λαογράφος υπηρέτησε ευόρκως την πατρίδα στην Αστυνομία Πόλεων, επί σειράν ετών, με ήθος αδιάφθορο και άμεμπτο σαν ένθερμος και έντιμος οπαδός της σχολής της ανθρωπιάς του Τερτσέτη και του Πολυζωΐδη. Απεχθανόταν μια υπηρεσία αθλιότητας και αχρειότητας κατά το παράδειγμα του Ιαβέρη. Επομένως δεν θα μπορούσε να υποκύψει και να ενδώσει στις αυθαίρετες εντολές και παρανοϊκές αποφάσεις των χουντικών. Προς τιμήν του ότι διώχθηκε για να λάβει αργότερα άλλο ένα ωσαύτως τιμητικό, ηθικό, επίζηλο και επιβλητικό έπαθλο από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Χώρας, την Ακαδημία Αθηνών.
Σ’ αυτά τα οδυνηρά βιώματά του σ’ εκείνα τα εφιαλτικά χρόνια αναφέρεται σε διεξοδικό άρθρο στο φύλλο στα «Ρ.Ν.» της 22ας Φεβρουαρίου η διακεκριμένη δημοσιογράφος Εύα Λαδιά: «Ενδιαφέρον για την προστασία του πολίτη» γράφει «καμιά σχέση με τον αστυνομικό που απομάκρυνε τους άλλους ανθρώπους και τρομοκρατούσε τα μικρά παιδιά. Ούτε κατά διάνοια να ταυτίζεται με τους υποτελείς των καθεστώτων (αυταρχικών) και να γίνει τυφλό όργανο, προκειμένου να χάσει το μισθό. Έτσι τον βρήκε η δικτατορία των συνταγματαρχών και αφού δεν τους ήταν από την αρχή συνεργάσιμος, φρόντισαν να απαλλαγούν με το γνωστό τρόπο από την ενοχλητική παρουσία του».
Εύστοχη η παραστατική μεταφορά των χειρογράφων με το γραφικό χαρακτήρα του Παύλου Βλαστού, τα οποία ο συγγραφέας παραθέτει από τη σελ. 70 μέχρι την σελ. 138 του βιβλίου. Αυτές οι σελίδες συνιστούν μοναδικό συλλεκτικό κομμάτι για τον καλαίσθητο ρέκτη και τον μανιώδη χομπίστα συλλέκτη χειρογράφων.
Ο Σταύρος Φωτάκης μετά από τη συγγραφική και την όλη εν γένει πολιτιστική του δραστηριότητα για τη διάσωση της κρητικής παράδοσης έχει καταξιωθεί ως ένας ακόμα θεματοφύλακας και προασπιστής των πνευματικών αξιών του τόπου μας, της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και της ιστορικής μνήμης, έχοντας ενστερνιστεί την πνευματική υποθήκη του Νίκου Καζαντζάκη: «Είναι μεγάλη η ευθύνη να είσαι κρητικός».
Υποσημείωση:
Όπως μου εξιστορεί και μου μεταφέρει σε μια αποκαλυπτική μαρτυρία ο φίλος και εγγονός της αδελφής του Παύλου Βλαστού, Λεωνίδας Καούνης το αρχείο με τα χειρόγραφα του ιδιοφυούς λαογράφου παρέμενε μετά το θάνατο του μέχρι τη γερμανική Κατοχή στην οικία του ιδίου, την ευρισκόμενη επί της ομωνύμου οδού της πόλης. Εκεί διέμενε ο γνωστός από τους παλαιότερους εγγονός του Γεωργάκης Βλαστός, ο οποίος και τα διαφύλασσε μέχρι την Κατοχή. Ενώπιον του κινδύνου μιας ενδεχόμενης αρπαγής από τους Γερμανούς, ο αείμνηστος ανιψιός του Παύλου Βάστού, πατέρας του Λεωνίδα και αρχαιοδίφης Εμμανουήλ Καούνης τα παρέλαβε από εκεί κατά την κατοχή και τα μετέφερε με υποζύγιο στο Βυζάρι, προκειμένου να τα ασφαλίσει. Μετά την Κατοχή τα μετέφερε ο Λεωνίδας στο σπίτι του στο Ρέθυμνο και όταν πήγε στρατιώτης, τα παρέδωσε στο Γιωργάκη με την υπόσχεση να μεταφερθούν στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης όπως και έγινε.