Είναι η εποχή που έχει αρχίσει το λιομάζωμα εδώ στην Κρήτη. Τα εργατικά χέρια δυσεύρετα, και οι περιουσίες μαζί με τα χωριά της ενδοχώρας τείνουν να ρημάξουν αφρόντιστα. Μέχρι τώρα υπήρχε η πρώτη γενιά των Αλβανών μεταναστών, η οποία εργάστηκε και κατοίκησε στα ορεινά χωριά. Όμως η νέα γενιά αναζητά καλύτερα μεροκάματα σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι ντόπιοι αυτόχθονες, το μόνο που έχω να πω και να σχολιάσω, είναι ότι δεν είναι και τόσο μαθημένοι στην κούραση της αγροτικής ζωής. Αλλιώς τα βρήκαν και άλλα ονειρεύτηκαν. Έτσι η μόνη ελπίδα είναι στραμμένη στους νέους μετανάστες. Κι όμως εμείς σηκώνουμε τείχη και φράχτες, δεν τους θέλουμε.
Τα τείχη όμως δείχνουν πως η ζωή είναι κυρίως μια άμυνα και συχνά καταστρέφονται γιατί απορροφώνται και φθείρονται από αυτή την έμμονη ιδέα της άμυνας. Οχυρά και περιστοιχίσεις φτιάχνονται για να πέσουν νικημένα ή διαβρωμένα. Όταν νιώσει κανείς την ανάγκη να σηκώσει τείχη για να προστατευθεί από μια απειλή είναι ήδη αργά, σημαίνει πως η απειλή είναι κιόλας πολύ ισχυρή, για να αντιμετωπισθεί. Αυτό εξάλλου φάνηκε και με τις πρώτες αντιδράσεις πανικού στη μετάλλαξη Ο, και τα μέτρα που πάρθηκαν με αποκλεισμούς ταξιδιών. Όπως αποδείχτηκε ήταν ήδη αργά, η μετάλλαξη ήταν κιόλας εδώ.
Όμως ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα των μεταναστών και το πόσο απαραίτητοι είναι. Αυτό το έχει ήδη καταλάβει ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν που τους χρησιμοποιεί ως φτωχό εργατικό δυναμικό, πιο φθηνό κι από την Κίνα, προκειμένου να προσελκύσει όλες τις επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες στην Τουρκία.
Κι εμείς μέσα από μια στρεψόδικη πολυλογία, είμαστε κατά των ανθρώπων που θα έκαναν τη « βρώμικη δουλειά» ή μάλλον καλύτερα τη δουλειά που εμείς δεν είμαστε ικανοί να κάνουμε.
* Ο Αριστείδης Αρχοντάκης είναι συγγραφέας-φυσικός