Η Δημοκρατία του ελληνικού μεσοπολέμου ήταν χαμένη υπόθεση αρχής εξαρχής. Φιλόδοξοι και αρχομανείς στρατιωτικοί και μέτριοι και ανήμποροι να σταθούν στο πραγματικό ύψος των περιστάσεων πολιτικοί διαγκωνίζονταν από την πρώτη στιγμή για το χέρι της. Σε όλη της τη «ζωή» υπήρξε βραδυφλεγής μπαρουταποθήκη, η οποία έτσι και ανατιναζόταν θα μαυροφορούσε όλη την χώρα και θα τη διέλυε συθέμελα ανεπανόρθωτα.
Η με συνοπτικές διαδικασίες την άνοιξη του 1924 κηρυγμένη Δημοκρατία είχε να ορθώσει γερά τα νομοθετικά και τα κοινωνικά θεμέλια του οικοδομήματός της εντός συνόρων και ταυτόχρονα να ανοίξει τα φτερά της και εκτός Ελλάδας με συμμαχίες και κρυφές ή φανερές συμφωνίες ειρήνης και μη πολέμου αντίστοιχα. Να μαζέψει τα κουρέλια της στο εσωτερικό μετά το μικρασιατικό ξεριζωμό και την έλευση των προσφύγων και να προσαρμοστεί και στις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Μα τίποτα δεν ήταν εύκολο, ο,τι χτιζόταν σήμερα με κόπο, μετά από λίγο από και για διάφορους λόγους γκρεμιζόταν…
Οι βασιλόφρονες ήταν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και υπολογίσιμη. Δεν κρύφτηκαν επί Δημοκρατίας, αλλά της πριονίζουν τις ρίζες όλα τα χρόνια με τον ένα και τον άλλο τρόπο. Είναι και όσοι αυτοαποκαλούνται δημοκράτες μα καιροφυλακτούν να την ανατρέψουν κόβοντας και ράβοντάς την στα μέτρα τους όπως ο Ναπολέων ο 3ος ο Βοναπάρτης είχε κάνει στη Γαλλία με τη Γαλλική Δημοκρατία των μέσων του 19ου αι.. Ταυτόχρονα, με τον φασισμό του Μουσολίνι στην Ιταλία και του Φράνκο στην Ισπανία και το ναζισμό του Χίτλερ στη Γερμανία οι αντίπαλοι της Δημοκρατίας βρήκαν ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο στον αγώνα τους να την καταλύσουν προς ίδιον όφελος.
Έτσι, η αρχή γίνεται με το πραξικόπημα του στρατηγού Γ. Κονδύλη, μιας κλασικής περίπτωσης πολιτικού που αλλάζει προσανατολισμό, από δημοκρατικός σε βασιλικό, ανάλογα με τα συμφέροντά του, τον Οχτώβρη του 1935. Τούτο το στρατιωτικό κίνημα, κατά τη γνώμη μου, έμεινε στην Ιστορία, διότι δι’ αυτού όχι μόνο καταλύεται η Προεδρευόμενη Δημοκρατία και ξανάρχεται η Συνταγματική Μοναρχία με δημοψήφισμα της πλάκας αλλά με το βασιλιά Γεώργιο το 2ο να έρχεται τρέχοντας να στρογγυλοκαθίσει στο θρόνο των προγόνων του, αλλά και, ενώ ο βενιζελικός κόσμος είναι κατακερματισμένος μετά την αναχώρηση του Ελ. Βενιζέλου από την πολιτική και την Ελλάδα την άνοιξη του 1935, η αντιβενιζελική και φιλοβασιλική παράταξη γίνεται χίλια κομμάτια.
Τόσο σάπια ήταν η πολιτική ζωή της εποχής, που και ο ίδιος ο νέος βασιλιάς έδειξε από την πρώτη στιγμή ότι δεν ήθελε αλισβερίσια με τα πολιτικά κόμματα, που ήθελαν με τη σειρά τους να ελέγχουν το στρατό και τη δημόσια διοίκηση, γιατί για οικονομία δεν γίνεται λόγος, αφού την είχε πάρει και την είχε σηκώσει μετά το οικονομικό κραχ του 1929 και του αντίκτυπού του και στην Ελλάδα. Έτσι διώχνει κλωτσηδόν σχεδόν τον Κονδύλη από την εξουσία και αναθέτει τη διενέργεια βουλευτικών εκλογών σε υπηρεσιακή, εξωκοινοβουλευτική, κυβέρνηση υπό τον καθηγητή Κ. Δεμερτζή.
Μέσα σε τέτοιο κλίμα, λοιπόν, και με τη δική του αρχοθηρία να τον κατευθύνει σε όλη του την πολιτική διαδρομή ο Ιωάννης Μεταξάς, αντιπρόεδρος στην νέα μετά τις βουλευτικές εκλογές του Γενάρη του 1936 κυβέρνηση Δεμερτζή, εκμεταλλεύεται την αδυναμία των κοινοβουλευτικών κομμάτων να σχηματίσουν σταθερή και βιώσιμη κυβέρνηση και συναινούντος και του βασιλέως Γεωργίου του 2ου αναλαμβάνει καταρχάς την πρωθυπουργία όταν πεθαίνει τον Απρίλη του ’36 ο Δεμερτζής. Και λίγους μήνες αργότερα, μέσα στο καλοκαίρι του ίδιου χρόνου (04 Αυγούστου), ανατρέπει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα που του είχε παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης όταν έγινε πρωθυπουργός και κήρυξε δικτατορία.
Δικτατορία που, νομίζω, προσπάθησε να κρύψει τον αντικομμουνισμό της με «λαοφιλή» μέτρα μα γέμισε με κομμουνιστές τις φυλακές και τα ξερονήσια, που έθεσε στο περιθώριο το σύνολο σχεδόν των παλαιοκομματικών, που έβαλε χέρι στην Εκκλησία, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στον Τύπο, στην Παιδεία και την εκπαίδευση, στον Πολιτισμό και τις Τέχνες, στο εργατικό κίνημα, στην Οικονομία και τη δημοσιονομική πολιτική, στο στρατό, στις διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας, προκειμένου, όπως φρονώ, να τα ελέγχει και να τα κατευθύνει κατά τη θέλησή της. Λογοκρισία, μουρουνέλαιο, σκοτεινά ανήλιαγα κελιά, βασανιστήρια, εξορίες, δηλώσεις μετανοίας, εθνική προπαγάνδα και συστηματική παραπληροφόρηση και το παιδομάζωμα για την ΕΟΝ ήταν τα γνωρίσματα του υπό τον Ιωάννη Μεταξά Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού τα χρόνια 1936 – ’41. Θεωρούνταν τα κύρια όπλα της κόντρα στους εχθρούς του Τεταρτοαυγουστιανού καθεστώτος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ακλόνητη πίστη στη μοναρχία, ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός, ο κρατικός παρεμβατισμός, ο απολυταρχισμός, η μοναρχία, ο αντικομμουνισμός,ο αντικοινοβουλευτισμός, ο μιλιταρισμός, που πασίδηλα επικράτησαν επί Μεταξά, αντί να βοηθήσουν την Ελλάδα να ορθοποδήσει σε μια δύσκολη χρονική περίοδο, παραμονές του 2ου παγκοσμίου πολέμου, τη βούλιαξαν, δυστυχώς, πιστεύω, ακόμη πιο βαθιά στο έλος και στη σήψη, που υποτίθεται ότι ήλθε ο Μεταξάς στις 04 Αυγούστου του 1936 να αποτρέψει…