Πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα για τις αλλαγές που προωθεί στην παιδεία το αρμόδιο υπουργείο. Και είναι πολλές οι αντιδράσεις, με κατάθεση συγκεκριμένων επιχειρημάτων. Δικαιολογημένα. Και τούτο διότι, πραγματική μεταρρύθμιση δεν συνιστά η αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση, αλλά η ουσιαστική αναβάθμιση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, ξεκινώντας ακόμα από την προσχολική ηλικία.
Οι βασικοί άξονες στους οποίους θα πρέπει να στηριχτεί μια ουσιαστική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι:
– Η μακροχρόνια εθνική πολιτική στην παιδεία, η οποία συνδέεται με την ίδρυση/αναβάθμιση ανεξάρτητων αρχών αξιολόγησης και στρατηγικού σχεδιασμού.
– Η επιμόρφωση και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού, του πυρήνα, δηλαδή, του εκπαιδευτικού συστήματος.
– Η ανάπτυξη της δημιουργικότητας, της κριτικής σκέψης και της συνεργασίας των μαθητών.
– Η αριστεία μαθητών και φοιτητών, η οποία αφορά όλους και όχι τους λίγους, με στόχο την ατομική υπέρβαση και την αξιοποίηση στο έπακρο των δυνατοτήτων τους.
– Η παροχή μεγαλύτερης αυτονομίας στις σχολικές μονάδες και ο σεβασμός στο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Το έργο των υπουργών Παιδείας των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ αντιτίθεται στις παραπάνω κατευθύνσεις. Στοχοποιήθηκαν η αριστεία και τα πρότυπα σχολεία, υποβαθμίστηκαν οι ανεξάρτητες αρχές και ξηλώθηκε το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο των ΑΕΙ – πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Η αντιμεταρρύθμιση Γαβρόγλου περιόρισε το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων με την κατάργηση των συμβουλίων, επανέφερε το «άσυλο» ανομίας στα πανεπιστήμια, αποσυντόνισε τις διοικήσεις τους με τη χωριστή εκλογή πρυτάνεων και αντιπρυτάνεων και τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων τους, αποθάρρυνε την εξωστρέφεια βάζοντας εμπόδια στα ξενόγλωσσα εκπαιδευτικά προγράμματα και δυσχεραίνοντας τη διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων.
Ο «Ενιαίος Χάρτης Ανώτατης Εκπαίδευσης» προχωράει χωρίς σοβαρό σχεδιασμό, μη λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Υλοποιείται χωρίς αξιολόγηση, η οποία θα έπρεπε να γίνει από την ανεξάρτητη ΑΔΙΠ, όπως προβλέπει και ο νόμος και όχι από ορισμένες από τον υπουργό επιτροπές στις οποίες συμμετέχουν οι διοικήσεις των υπό συγχώνευση ιδρυμάτων. Οι πανεπιστημιοποιήσεις τμημάτων ΤΕΙ γίνονται οριζόντια, ενώ θα έπρεπε να περιοριστούν στα υψηλού επιπέδου τμήματα των ΤΕΙ, που αναμφισβήτητα υπάρχουν και να συνοδευθούν από καταργήσεις τμημάτων χωρίς επαγγελματική προοπτική και επανίδρυση της τεχνολογικής εκπαίδευσης.
Η αστοχία των συλλήβδην μετατροπών τμημάτων ΤΕΙ σε πανεπιστημιακά φαίνεται στο διάγραμμα, όπου παρουσιάζεται το ποσοστό του ερευνητικού προσωπικού των πανεπιστημίων (μπλε) και των ΤΕΙ (κόκκινο) με σημαντική διεθνή αναγνώριση (περισσότερες από 1.000 αναφορές στις εργασίες τους), όπως έχει μετρηθεί από τη βάση Google Scholar. Τα σημεία που βρίσκονται πιο πάνω στο διάγραμμα είναι ιδρύματα με μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση, ενώ ο οριζόντιος άξονας έχει να κάνει με το μέγεθος των ιδρυμάτων: αριστερά είναι τα μικρότερα ιδρύματα σε αριθμό προσωπικού, δεξιά τα μεγαλύτερα. Το διάγραμμα αυτό δεν υποκαθιστά την αξιολόγηση, η οποία περιλαμβάνει και πολλά άλλα χαρακτηριστικά και ευνοεί τις θετικές έναντι των θεωρητικών επιστημών. Είναι, όμως, ενδεικτικό της διαφορετικότητας των δύο κατηγοριών ιδρυμάτων στον τομέα της έρευνας.
Η πολιτική του υπουργείου αποδοκιμάστηκε ήδη στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις: η ζήτηση των τμημάτων του νέου πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής δεν αυξήθηκε, οι βάσεις παρέμειναν κατά μέσο όρο στα ίδια επίπεδα με τις βάσεις του 2017 των αντίστοιχων τμημάτων των συγχωνευθέντων πρώην ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά.
Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παρότι το υπουργείο δήλωσε ότι οι πρόσφατες εξαγγελίες στοχεύουν να περιορισθεί «ο ασφυκτικός εναγκαλισμός της Γ’ Λυκείου από τις πανελλαδικές εξετάσεις, ο οποίος ματαιώνει σε μεγάλο βαθμό την εκπαιδευτική διαδικασία», ακολουθώντας τη λογική τού «πονάει κεφάλι – κόβει κεφάλι», ανακοίνωσε ότι οι εγκύκλιες σπουδές ολοκληρώνονται στη Β’ λυκείου και ανακήρυξε επίσημα τη Γ’ λυκείου ως «προπαρασκευαστική τάξη για εισαγωγή στα ΑΕΙ»! Τον 21ο αιώνα, την εποχή της ψηφιακής επανάστασης, της τεχνητής νοημοσύνης και του διαδικτύου, μειώνει τη γενική μόρφωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για όλους τους μαθητές από έξι σε πέντε χρόνια και υποβαθμίζει τα μαθηματικά και τη συνεπαγόμενη καλλιέργεια της λογικής.
Όσον αφορά το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, ανακοινώθηκε μια αντιπαιδαγωγική ρύθμιση, ενάντια σε κάθε έννοια αριστείας, που προτρέπει τους μαθητές να ακολουθήσουν τον δρόμο της ήσσονος προσπάθειας και να παραιτηθούν από το δικαίωμα συμμετοχής στις πανελλαδικές εξετάσεις για εισαγωγή σε τμήματα υψηλής ζήτησης, με «αντάλλαγμα» τη χωρίς εξετάσεις εισαγωγή σε τμήματα αμφίβολης επαγγελματικής προοπτικής. Άραγε, ποιος ο σκοπός της προπαρασκευαστικής γ’ λυκείου για τους μαθητές που επιλέγουν την ελεύθερη πρόσβαση; Αντίθετα με τη λογική του υπουργείου, η πρόσβαση στα ΑΕΙ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εθνική στρατηγική και τη γνώμη των πανεπιστημίων για τα κριτήρια εισαγωγής και τον αριθμό φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν. Η επαγγελματική κατάρτιση, προσανατολισμένη στην 4η βιομηχανική επανάσταση και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, είναι προτιμότερη από την εισαγωγή σε «δήθεν» πανεπιστημιακά τμήματα.
Δυστυχώς, οι «μεταρρυθμίσεις» του υπουργείου Παιδείας αντιτίθενται σε κάθε λογική ουσιαστικής αναβάθμισης της εκπαίδευσης. Η παιδεία είναι η μόνη εγγύηση για το μέλλον της Ελλάδας και μετά τις επερχόμενες εκλογές θα πρέπει να ξεκινήσει ο αγώνας για την αναγέννησή της.
*Ο Βασίλης Διγαλάκης είναι καθηγητής και πρώην πρύτανης Πολυτεχνείου Κρήτης