Ο πληθυσμός του Όρνιου (Gyps fulvus) στην Κύπρο έχει συρρικνωθεί τα τελευταία 20 έτη με αποτέλεσμα το είδος να κινδυνεύει με εξαφάνιση (10-12 άτομα). Βασικές αιτίες μείωσης ήταν η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για τον έλεγχο του πληθυσμού της αλεπούς και η έλλειψη διαθέσιμης τροφής (δηλ. νεκρών ζώων) ως αποτέλεσμα του ενσταβλισμού και της δραματικής μείωσης των κοπαδιών ελευθέρας βοσκής. Αντίθετα στην Κρήτη, όπου δεν υπάρχουν μεγάλοι πληθυσμοί από άγριους θηρευτές, η χρήση δηλητηρίων υπήρξε συγκριτικά μικρότερη, ενώ η άσκηση εκτατικής κτηνοτροφίας που ακόμη υφίσταται είχε ως αποτέλεσμα η διαθέσιμη τροφή στη φύση να συντηρεί ένα βιώσιμο πληθυσμό 1.000 περίπου ατόμων.
Το έργο «ΓΥΠΑΣ» ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2011 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2014. Διενεργήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος διασυνοριακής συνεργασίας Ελλάδα – Κύπρος 2007-2013 και συγχρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους της Ελλάδας και της Κύπρου. Επικεφαλής εταίρος ήταν η Υπηρεσία Θήρας & Πανίδας του Υπουργείου Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας και συνεργάτες – εταίροι ο Πτηνολογικός Σύνδεσμος Κύπρου, το Τμήμα Δασών Κύπρου, ο Δήμος Γόρτυνας και το Πανεπιστήμιο Κρήτης – Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης (ΜΦΙΚ).
Σκοπός του έργου ήταν η ενδυνάμωση του Κυπριακού πληθυσμού του είδους με άτομα από την Κρήτη. Το πρόγραμμα περιελάβανε τη δημιουργία κέντρων αποκατάστασης και επανένταξης γυπών, με κύριο στόχο τη δημιουργία γενετικού αποθέματος για την διατήρηση του είδους, και αναπτύχθηκε σε τρεις φάσεις: 1) την μεταφορά και τον εγκλιματισμό των πουλιών στο νέο περιβάλλον ώστε να παραμείνουν στην περιοχή μετά την απελευθέρωσή τους, 2) την απελευθέρωσή τους και την διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους μέχρι την ενηλικίωση, και 3) την παρακολούθηση και επιβεβαίωση της αναπαραγωγικής τους δραστηριότητας στο φυσικό περιβάλλον (που αποτελεί και το κριτήριο επιτυχίας κάθε προγράμματος ενδυνάμωσης – επανεισαγωγής ειδών της άγριας πανίδας).
Συνολικά στην Κύπρο μεταφέρθηκαν 25 από τα 75 (νεαρά κυρίως) όρνια που συλλέχθηκαν στην Κρήτη με συμπτώματα δηλητηρίασης – εξάντλησης την περίοδο υλοποίησης το προγράμματος (2011-2014). Τα κρητικά πουλιά διατηρήθηκαν στην Κύπρο σε κλωβούς εγκλιματισμού για έναν χρόνο και στη συνέχεια απελευθερώθηκαν σταδιακά σε μικρή απόσταση από θέσεις εναπόθεσης τροφής (ταΐστρες). Όλα τα πουλιά μαρκαρίστηκαν με μεταλλικά και έγχρωμα PVC δακτυλίδια και ετικέτες πτερύγων, καθώς και με ραδιοπομπούς έτσι ώστε να αναγνωρίζονται στο πεδίο και να παρακολουθούνται συστηματικά οι ημερήσιες μετακινήσεις τους. Παράλληλα τοποθετήθηκαν φωτογραφικές κάμερες κοντά στις ταΐστρες ώστε να διευκολύνεται η συνολική καταμέτρησή τους.
Τρία χρόνια μετά την αποστολή των 25 κρητικών όρνιων στην Κύπρο, και αφού είχε προηγηθεί μεταξύ της περιόδου 2015-2016 ένα μεμονωμένο αλλά πολύ σοβαρό περιστατικό δηλητηρίασης, τουλάχιστον 20 πουλιά από αυτά που στάλθηκαν στην Κύπρο παρατηρούνται στο νησί, ενώ το 2017 καταγράφηκε και η πρώτη ενεργή φωλιά με Κρητικά πουλιά στην περιοχή του Άι Γιάννη στην Πάφο. Ο εντοπισμός της φωλιάς τον Ιούνιο του 2017, σε συνδυασμό και με την εύρεση άλλων δύο ενεργών φωλιών στους Γκρεμούς Επισκοπής, αποτελεί απόδειξη για την επιτυχή ολοκλήρωση του έργου και δίνει σημαντικές ελπίδες για την ανάκαμψη του είδους στην Κύπρο.
Οι συνεργάτες του προγράμματος από την Ελλάδα (Πανεπιστήμιο Κρήτης – Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης και Δήμος Γόρτυνας) αισιοδοξούν ότι η μεταφορά των 25 πουλιών από την Κρήτη θα αποδώσει τους αναμενόμενους καρπούς σε βάθος δεκαετίας, εφόσον ελαχιστοποιηθούν τα κρούσματα δηλητηρίασης.
Το πρόγραμμα «ΓΥΠΑΣ» ήταν το πρώτο πρόγραμμα επανεισαγωγής – ενδυνάμωσης μεγάλων αρπακτικών που πραγματοποιήθηκε σε Ελλάδα και Κύπρο. Το πρόγραμμα, εκτός από την επιτυχία του σε πρακτικό επίπεδο, βοήθησε σημαντικά τις αρμόδιες υπηρεσίες στην απόκτηση τεχνογνωσίας και εμπειρίας, στην εφαρμοσμένη διαχείριση και προστασία σπανίων ειδών της άγριας πανίδας (π.χ. γενετικές αναλύσεις, κλωβοί εγκλιματισμού, σχέδια απελευθέρωσης, λειτουργία ταϊστρών, προγράμματα παρακολούθησης, τεχνικές τηλεμετρίας κ.ά.). Ωστόσο η επανεισαγωγή ειδών σε περιοχές όπου αυτά έχουν μειωθεί ή εξαφανιστεί δεν αποτελεί πανάκεια αλλά το τελευταίο διαχειριστικό εργαλείο για την διάσωσή τους. Πρωταρχικής σημασίας για όλα τα είδη γυπών είναι η εξάλειψη της χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων και η στήριξη και προώθηση εκτατικών μορφών γεωργίας και κτηνοτροφίας. Μακροπρόθεσμα, διατηρώντας τους πληθυσμούς των γυπών και άλλων μεγάλων αρπακτικών ουσιαστικά διασφαλίζουμε την καλή περιβαλλοντική κατάσταση των ορεινών οικοσυστημάτων και του αγροτικού τοπίου.
Πανεπιστήμιο Κρήτης-Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης