Είναι φορές που ανατρέχοντας στον τρόπο διασκέδασης των προγόνων μας με βάση τις θαυμάσιες μελέτες που υπογράφουν ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης, ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, ο Γιώργος Εκκεκάκης, ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης και ο Γιάννης Παπιομύτογλου, ειλικρινά τους μακαρίζεις, γιατί φαίνεται πως ήξεραν να γλεντούν.
Ζούσαν την κάθε στιγμή γλεντιού πολύ διαφορετικά από ό,τι βλέπουμε να γίνεται τα τελευταία χρόνια. Ίσως επειδή δεν είχαν τότε κινητά, ούτε υπήρχαν και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που η πάσης μορφής καταξίωση υπολογίζεται από τον αριθμό των likes.
Οι πρώτες διασκεδάσεις είχαν καθαρά οικογενειακό χαρακτήρα. Τα νυκτερινά κέντρα ήταν κάτι εντελώς άγνωστο. Σε κάθε ονομαστική γιορτή η συνάθροιση κατέληγε σε γλέντι κι έτσι ικανοποιούνταν οι γλεντζέδες της εποχής.
Όπως μας πληροφορεί ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» αρχικά χόρευαν με ένα βιολί, ή μαντολίνο ή λύρα που έπαιζε κάποιος από τους καλεσμένους.
Αργότερα όμως νοίκιαζαν τη λατέρνα του Μπραίμη Μπέη με το Χουσνή που τη γύριζε κι ο χορός παρατεινόταν μέχρι πρωίας.
Όσο μάλιστα προόδευε το σύστημα φωτισμού τόσο περισσότερο πετύχαιναν αυτές οι συναθροίσεις. Ιδιαίτερα όταν οι λάμπες πετρελαίου αντικατέστησαν τα μέχρι τότε χρησιμοποιούμενα κεριά και λυχνάρια.
Μια από τις πρώτες μέρες που οι Ρεθεμνιώτες απολάμβαναν περισσότερο φωτισμό έγινε μια χοροεσπερίδα στην ονομαστική εορτή επιφανούς Ρεθεμνιώτη και ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν ο Χαρίλαος Ασκούτσης πατέρας του βουλευτή.
Μπαίνοντας ο άνθρωπος μέσα στη σάλα που ήταν άπλετα φωτισμένη και βλέποντας τον γυναικόκοσμο που έλαμπε μέσα στις καινούργιες τουαλέτες του, παρατήρησε πως δεν θα πρέπει πια να διαλέγεται η νύφη τη νύχτα αλλά στο φως της μέρας γιατί πλέον μέσα σε τόσο ωραίο φωτισμό όλες ήταν όμορφες.
Είναι γεγονός ότι η παρουσία των Ρώσων είχε πολύ επηρεάσει τους Ρεθεμνιώτες και στο ντύσιμο. Οι έχοντες ξεκίνησαν να παραγγέλνουν τα ρούχα τους στο …Παρίσι.
Και σε κάθε χοροεσπερίδα συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο σε κομψότητα.
Στην πρώτη εικοσαετία του περασμένου αιώνα, οι μεγάλες διασκεδάσεις γίνονταν στους χορούς που οργάνωναν ο Σύλλογος Κυριών και το Λύκειο Ελληνίδων για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Πως ήταν άραγε μια τέτοια διασκέδαση;
Στην εφημερίδα «ΑΓΩΝ» Φεβρουάριο του 1919, διαβάζουμε για την χοροεσπερίδα που είχε οργανώσει το Λύκειο Ελληνίδων.
«…Από τις 5 το απόγευμα άρχισε να συρρέει κόσμος στην αίθουσα. Κάποια στιγμή ξεκίνησε και το μουσικό πρόγραμμα με το μαρς «Φιλτάτη πατρίς» που απέδωσαν εξαιρετικά ο Ιωάννης Παρίδης στο πιάνο με συνοδεία βιολιού τον Ι. Βαλαρή.
Στη συνέχεια ομάδα καλλίφωνων δεσποινίδων που αποτελούσαν Μαρία Μαρουλιανού, Κατίνα Ι. Μουρνιανού, Ελένη Βουρδουμπάκη, Τούλα Παρίδου, Χαρίκλεια Πλυμάκη, Αθηνά Μυλωνάκη και Ε. Ορφανίδου ερμήνευσαν το «Έλα πάλι» από την οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Πρόθυμη χήρα».
Εκεί τώρα ο συντάκτης διέκρινε και επαινεί ξεχωριστά το soprano της δίδος Μαρουλιανού «με γλυκύτητα και αρμονίαν μελίρρυτον».
Το τραγούδι άρεσε τόσο στον κόσμο, ώστε η ομάδα υποχρεώθηκε να το ξανατραγουδήσει, ενώ το κοινό χειροκροτούσε με ενθουσιασμό.
Ακολούθησε απόσπασμα από την όπερα του Βέρντι «Χορός των μεταμφιεσμένων» με Παρίδη και Βαλαρή να θριαμβεύουν για να πάρει μεγάλο μερίδιο δόξης και ο Γοβατζιδάκης με Τροβατόρε.
Η εκδήλωση συνεχίστηκε με την συμπαθεστάτη υψίφωνο δ. Μαρουλιανού και την «Κόρη των κυμάτων», η οποία και υποχρεώθηκε να επαναλάβει μετά το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού που είχε καταγοητευθεί από το άκουσμα.
Δεν απέφυγε την επανάληψη και η χαριτόβρυτος δ. Βουρδουμπάκη, παρεπιδημούσα όπως μας πληροφορεί ο συντάκτης, η οποία ερμήνευσε το «Πως νοιώθω την αγάπη».
Από τη θέρμη του δημοσιεύματος συμπεραίνουμε πως οι καλλιτέχνες που είπαν αργότερα πως δυσκολότερο κοινό από το Ρεθεμνιώτικο δεν έχουν συναντήσει σίγουρα δεν θα είχαν το ταλέντο ούτε της δίδος Μαρουλιανού ούτε και της δίδος Βουρδουμπάκη.
Αν όμως το κοινό διασκέδαζε με τέτοια ακούσματα πώς να μην είναι υψηλοτάτων απαιτήσεων;
Μετά το τραγούδι ξεκίνησε ο χορός και με το συνδαύλισμα του κατάμεστου από μεζέδες και καλούδια κυλικείου δεν άργησε να ανάψει. Όταν πια οι χορευτές κουράστηκαν γύρω στα μεσάνυχτα να χορεύουν κάθισαν και τραγούδησαν όλοι μαζί το «Δός μου σαν πριν τα φιλιά σου». Έπειτα απαίτησαν να ακουστούν από την αρχή όλα τα τραγούδια του προγράμματος. Κι αφού ικανοποιήθηκε το αίτημά τους έδωσε ο Θεός να αποφασίσουν να επιστρέψουν στο σπίτι τους ενθουσιασμένοι από τη θαυμάσια βραδιά.
«Στο Ιδαίον Άντρον»
Το «Ιδαίον Άντρον» ήταν η μόνιμη στέγη του Συλλόγου Κυριών και του Λυκείου Ελληνίδων, με τα περίφημα κυριακάτικα τσάγια, τη μουσική ψυχαγωγία των Ρεθεμνιωτών και τις αξέχαστες αποκριάτικες χορευτικές βραδιές. Στις 26 Δεκεμβρίου 1932 το Λύκειο Ελληνίδων με πολλή όντως επιτυχία διοργάνωσε εκεί την εορτή τού Χριστουγεννιάτικου Δένδρου. Ήταν, ακριβώς, η περίοδος της ευγενούς, μεταξύ των δύο μοναδικών σωματείων της πόλης μας, άμιλλας, του Συλλόγου των Κυριών και του Λυκείου Ελληνίδων.
Αργότερα, ο Σπανδάγος εγκαταστάθηκε στα Χανιά, όπου συνέχισε ανάλογες δραστηριότητες στον κήπο των Χανίων, λόγω της εκεί παρουσίας του συνόλου των Εγγυητριών Δυνάμεων (Άγγλων, Γάλλων, Ρώσων, Ιταλών), εξαιτίας του λιμανιού της Σούδας. Τον κινηματογράφο, στο Ρέθυμνο, συνέχισε να εκμεταλλεύεται ένας Τούρκος Μπραήμ-Μπέης ως την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1923. Η ιστορία του «Ιδαίου Άντρου» λήγει το 1941 με τη γερμανική επίθεση στην Κρήτη, όταν οι γερμανικές βόμβες το εξαφάνισαν από προσώπου γης.
Η διασκέδαση των νέων
Κι ενώ οι χοροεσπερίδες έδιναν την ευκαιρία στους Ρεθεμνιώτες να «κλέψουν μια του χάρου» οι νέοι της εποχής που αναζητούσαν πιο «πικάντικη» διασκέδαση έπρεπε να μηχανευτούν χίλιους τρόπους για να διασκεδάσουν όπως θα ήθελαν. Και βασικά να «ξενιτευθούν» στους γειτονικούς νομούς ή στα προάστια για να μην τους πάρει κανένα μάτι και δεν θα είχαν τόπο να σταθούν.
Την εποχή του μεσοπολέμου άρχισαν να παίρνουν και κάποιες πρωτοβουλίες που απαιτούσαν αρκετό ρίσκο. Μπροστά όμως στην προοπτική μας διασκέδασης, όπως τη λαχταρούσαν χαλάλιζαν το χτυποκάρδι μήπως και γίνει γνωστή η «υπέρβασή» τους αυτή.
Μια τέτοια παρακινδυνευμένη διασκέδαση μας περιγράφει ο Μιχαήλ Μύρ. Παπαδάκης:
Μια δεκαριά νέοι της εποχής, επιστήμονες, διανοούμενοι, απόλυτα «καθώς πρέπει» κοντολογίς, αποφάσισαν να το «ρίξουν έξω» στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν.
Εκείνη την εποχή αναφέρει ο Παπαδάκις, υπήρχαν δώδεκα κακόφημα σπίτια στο Ρέθυμνο.
Τρία ήσαν στην οδό Χειμάρρας. Εκεί έμεναν γυναίκες «ελευθερίων ηθών» από μια στο καθένα με την υπηρεσία της.
Η κυρία του «σπιτιού» είχε το δικαίωμα της επιλογής. Δεν δεχόταν τον καθένα. Και η υπηρεσία της είχε αποκλειστικό καθήκον μόνο την καθαριότητα.
Στα άλλα εννιά, υπήρχαν κοπέλες από δυο και πάνω με την διευθύντρια του σπιτιού. Οι κοπέλες δεν είχαν το δικαίωμα επιλογής του «πελάτη». Δούλευαν υποχρεωτικά. Η διευθύντριά τους δεχόταν όταν είχε κέφι. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να ασκήσει το «αρχαιότερο επάγγελμα».
Όλα τα σπίτια πάντως είχαν μια πολιτισμένη ατμόσφαιρα και δεν θύμιζαν σε τίποτα καταγώγια. Εξυπηρετούσαν, βλέπετε, καθώς πρέπει κυρίους που είχαν κι αυτοί δικαίωμα στην εφήμερη χαρά του απαγορευμένου. Τυχόν «έκτροπα» ήταν σπανιότατα, καθώς υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος από την αστυνομία που είχε την παράδοση από τους Ιταλούς διοργανωτές της Κρητικής Χωροφυλακής. Και η ιατρική επιθεώρηση ήταν καθημερινή ρουτίνα. Απόλυτα προστατευμένοι επομένως οι κύριοι της εποχής απολάμβαναν τις απαγορευμένες τους αποδράσεις.
Στο κλίμα αυτό οι νεαροί της ιστορίας μας, δέκα τον αριθμό, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις άπαντες, και τακτικότατοι επισκέπτες των σπιτιών που προαναφέραμε αποφάσισαν να υποδεχτούν τον νέο χρόνο συντροφιά με μερικές από τις κυρίες που θα είχαν την ευκαιρία να περάσουν και μια βραδιά αλλιώτικη από τις άλλες.
Διάλεξαν ακριβοδίκαια τα πρόσωπα που ήταν ακριβώς εννιά. Οι τρεις ήταν οι κυρίες της οδού Χειμάρρας άλλες τρεις ήταν «διευθύντριες» και οι υπόλοιπες κοπέλες διαφόρων σπιτιών.
Ο χώρος που επέλεξαν ήταν ένα παλιό εξοχικό, ιδιοκτησία, πασίγνωστου Ρεθεμνιώτη παράγοντα, που ήταν ιδανικό για την περίσταση, λόγω απόστασης από το κέντρο της πόλης. Κανόνισαν να το κλείσουν εγκαίρως χωρίς να αναφερθούν σε περισσότερες λεπτομέρειες. Φρόντισαν επίσης και για τα εδέσματα να είναι εκλεκτά και άφθονα. Ήταν όλα έτοιμα λίγο πριν από την παραμονή. Ευτυχώς οι ίδιοι δεν είχαν να δώσουν εξηγήσεις στο οικείο περιβάλλον τους. Ήταν ανεξάρτητοι εντελώς. Γι’ αυτό και απολάμβαναν τις χαρές της νιότης τους με προσοχή πάντα και χωρίς να προκαλούν. Η θέση και η επιστήμη τους υποχρέωναν να δίνουν μια εξαιρετική εικόνα στην κοινωνία που ζούσαν. Έδιναν προτεραιότητα σε αξίες και κοινωνική αγωγή. Έτσι έχαιραν οι πάντες σεβασμού και υπόληψης. Για μια βραδιά θα έκαναν τη δική τους, σε αξιοπρεπή πάντα πλαίσια, εκτροπή. Και τι έγινε; Είχαν κάθε δικαίωμα. Σαν νομοταγείς πολίτες πάντως ενημέρωσαν και την αστυνομία για την πρωτότυπη ψυχαγωγία τους εξασφαλίζοντας και την τυπική άδεια αποκλειστικά για τη βραδιά εκείνη.
Η αγωνία να πετύχει η βραδιά δεν άφηνε και τους δέκα οικοδεσπότες να ησυχάσουν.
Από τις οκτώ μαζεύτηκαν όλοι και καθισμένοι τριγύρω από το τεράστιο τραπέζι που ήταν στο κέντρο της αίθουσας, τα «κουτσόπιναν» περισσότερο για να καταλαγιάσουν το άγχος τους. Κάποια στιγμή σταμάτησαν δυο αυτοκίνητα έξω από το σπίτι και σε λίγο έμπαιναν και οι κυρίες η μια πιο εντυπωσιακή από την άλλη. Καμιά σχέση με τις επιμελώς ατημέλητες γυναίκες που υποδέχονται τους νεαρούς άλλες βραδιές.
Αιθέριες υπάρξεις
Όλες ήταν κομψότατες στα καλοραμμένα ταγιέρ και φορέματα που φορούσαν, με τα ανάλογα κοσμήματα και αξεσουάρ, το προσεγμένο χτένισμα και μακιγιάζ, έτσι που να δημιουργείται η αίσθηση ότι γινόταν σουαρέ σε κοσμικό σαλόνι της υψηλής αριστοκρατίας. Οι οικοδεσπότες ανταποκρίθηκαν ανάλογα. Σεβασμός, χειροφιλήματα, φιλοφρονήσεις έκαναν τις κυρίες να νοιώσουν επιτέλους «Ανθρώπινα Πλάσματα» και όχι κοινωνικά αποβράσματα. Αυτή η αίσθηση είχε σαν αποτέλεσμα να ανταποδώσουν ανάλογα. Συστήθηκαν με τα κανονικά τους ονόματα ξαφνιάζοντας τους πάντες. Ποια η έκπληξη των νεαρών για παράδειγμα όταν έμαθαν πως η «Σάσα» τους, ήταν η Ιταλίδα Άννα Τζιοβάνι. Αποδείχτηκε μάλιστα ιδιαίτερα χαρισματική, καθώς φαίνεται πως της είχε ανατεθεί, από τις άλλες, ρόλος συντονίστριας.
Αυτή η κοπέλα είχε δυστυχώς περίεργη τύχη. Παντρεύτηκε αργότερα, λίγο πριν από τον πόλεμο με ένα πλούσιο Εβραίο από τα Χανιά και απέκτησε μάλιστα ένα παιδί. Η ευτυχία της όμως δεν κράτησε. Συνελήφθη από τους Γερμανούς με τον άνδρα της και το παιδί της χωρίς να ξέρει κανένας έκτοτε την τύχη της.
Εκείνο το βράδυ όμως κυριαρχούσε με τη γοητεία της. Πήρε τη θέση της μαζί με τις άλλες στο τραπέζι απέναντι από τους κυρίους και όλοι μαζί απόλαυσαν τους μεζέδες που άρχισαν να καταφθάνουν συνοδευόμενοι με γλυκόπιοτο ανωγειανό κρασί. Η καλή διάθεση δημιούργησε μια ζεστή ατμόσφαιρα με το κέφι να κυριαρχεί και τη διάθεση όλων να συναγωνιστούν σε αναμνήσεις από εορτασμούς περασμένων χρόνων που είχαν έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Απολογισμό ζωής έκαναν οι περισσότεροι εκείνο το βράδυ νιώθοντας περίεργα συναισθήματα και κυρίως ελευθερία σκέψης χωρίς το φόβο παραβίασης του κοινωνικού πρωτόκολλου. Στις αφηγήσεις βέβαια «έκλεψαν» την παράσταση οι κυρίες που με τις εμπειρίες τους από τα σπίτια που δούλεψαν είχαν να διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες. Απέφευγαν επιμελώς ονόματα αλλά γοήτευσαν τους ακροατές τους με την αφηγηματική τους χάρη. Σχόλια και φιλοσοφικές ερμηνείες που διάνθιζαν το μύθο έδειχναν πως και οι γυναίκες αυτές είχαν άποψη. Και το δικαίωμα να την υποστηρίξουν.
Γλέντι μέχρι πρωίας
Γλέντι όμως χωρίς μουσική δεν γίνεται. Ακολούθησαν τραγούδια και χοροί από όλη την Ελλάδα με τη λύρα και το λαούτο βέβαια να έχουν την πρωτοκαθεδρία, μια κοπέλα από την Πόλη με το τραγούδι της μετέφερε στην ατμόσφαιρα ανατολίτικο χρώμα και η συνέχεια δόθηκε από ένα γραμμόφωνο που ξεσήκωσε τους πάντες για φοξ ταγκό και βαλς. Κι εδώ οι κυρίες έδωσαν ρεσιτάλ, καθώς είχαν αποκτήσει εξαιρετικές επιδόσεις μαθαίνοντας τους ευρωπαϊκούς χορούς.
Κατά καιρούς σταματούσε το γλέντι για ν’ αδειάσουν μερικές πιατέλες κι ύστερα πάλι χορός. Ήταν μια νύχτα ξεχωριστή για όλους με θρίαμβο της ανθρώπινης επικοινωνίας και απόδραση από τα στερεότυπα μιας κοινωνίας που καταδυνάστευε τα μέλη της προς δόξαν του καθωσπρεπισμού.
Προς το ξημέρωμα σερβιρίστηκε κοτόσουπα αυγολέμονο με μπόλικο λεμόνι που όλοι απόλαυσαν, γιατί ήταν, εδώ που τα λέμε, ό,τι έπρεπε για το ταλαιπωρημένο από τις γευστικές υπερβάσεις στομάχι τους.
Επιστροφή στη ρουτίνα
Και λίγο πριν φέξει η πρώτη μέρα του 1937, ήρθαν τα αυτοκίνητα να πάρουν τις κυρίες για τα σπίτια τους. Οι κύριοι έμειναν φυσικά για να τακτοποιήσουν το λογαριασμό.
Ήταν μια μοναδική βραδιά για όλους που την χάρηκαν. Και τον λόγο μας εξηγεί με την περίτεχνη γραφίδα του ο Μιχαήλ Μύρ. Παπαδάκις, υπέρμαχος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που αναφέρεται στο περιστατικό αυτό και το σχολιάζει:
«Ποτέ δεν έγινε στο Ρέθεμνος, τόσο εξευγενισμένη ψυχαγωγία. Ήταν μια ευκαιρία για να καταλάβει κάποιος αυστηρά προσκολλημένος στις παραδόσεις ότι και τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα δεν ήταν απόλυτα βούρκος. Οι συμπεριφορές δημιουργούν καταγώγια. Οι άνθρωποι που κρύβονται εκεί ίσως να διαθέτουν ψυχικούς θησαυρούς αλλά η αδυσώπητη μοίρα, οι ανάγκες που παρακολουθούν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, και θλιβερά γεγονότα είναι συνηθισμένο να τους οδηγούν στο χάος, σε τόπους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που τους προόριζε η θεία πρόνοια…».
Ο χορός Ρεθυμνίων το «Αρκάδι»
Στα ίδια πλαίσια της ευπρέπειας διασκέδαζε και η Ρεθεμνιώτικη παροικία των Αθηνών, μακριά από συναθροίσεις που ξέφευγαν από τους κώδικες ηθικής εκείνων των καιρών.
Ας πάρουμε μια ιδέα του τρόπου διασκέδασης από την περιγραφή ενός χορού του ιστορικού συλλόγου των Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι».
Βρισκόμαστε στα 1932 και ο χορός που οργάνωναν ήταν κατά κάποιον τρόπο η πρόβα τζενεράλε του μεγάλου χορού της Παγκρητίου Ενώσεως που είχε βάλει στόχο να είναι ανώτερη και από τον χορό των Συντακτών. Είχαν καταρτίσει λοιπόν και μια επιτροπή αποτελούμενη από τους Ευάγγελο Θεμ. Παπαδάκη (πρόεδρο), Ιωάννη Χαλκιαδάκη δικηγόρο και Εμμ. Ζαχαριουδάκη διευθυντή Εθνικού Τυπογραφείου.
Ο χορός δόθηκε στην πολυτελέστατη αίθουσα του «Τριανόν», την Τρίτη 8 Μαρτίου 1932.
Αν και δεν είχαν δοθεί οδηγίες όλοι είχαν προσέλθει με επίσημη ενδυμασία, φράκο οι κύριοι, τουαλέτα οι κυρίες, ενώ οι αξιωματικοί φορούσαν τη μεγάλη τους στολή. Και το θέαμα ασφαλώς αναβάθμιζε το γόητρο της διοργάνωσης. Ο χορός άρχισε στις 10:00 το βράδυ και είχε ποικίλο πρόγραμμα μέχρι και ορχήστρα τζαζ. Κατά τα μεσάνυκτα είπαν να κάνουν ένα διάλειμμα και να χορέψουν κρητικούς χορούς που οι άλλοι τους είδαν σαν ατραξιόν.
Ξέρετε ποιος έπαιζε λύρα; Ο μεγάλος μας Ανδρέας Ροδινός. Ήταν δύο χρόνια πριν από τον τραγικό χαμό του και μάλιστα τόσο νέος.
Αυτό που δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε είναι η παρουσία κυρίως Αρσακειάδων που είχαν μια ευκαιρία να νιώσουν πως είναι κοντά στην πατρική εστία με τον χορό αυτό του Συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής το «Αρκάδι».
Εκείνο το βράδυ ο Ροδινός είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Όλοι είχαν μαγευτεί και το κέφι ανέβηκε στα μεσούρανα. Ο ενθουσιασμός κορυφώθηκε όταν σηκώθηκαν ο βουλευτής Ι. Γοβατζιδάκης με άλλους Ρεθεμνιώτες να σύρουν τον χορό.
Μετά τους κρητικούς χορούς μοιράστηκαν άφθονα και πλούσια κοτιγιόν σε όλους τους χορευτές και ακολούθησε λαχειοφόρος αγορά με αξιοπρόσεκτα δώρα. Ήταν ένα κρητικό μαχαίρι αριστουργηματικής κατασκευής και μια ωραιότατη κατακόκκινη μπατανία μεγάλης αξίας και αυτή. Ακολούθησαν ευρωπαϊκοί χοροί για να τους διαδεχθούν οι Ρωσικοί.
Όπως διαπιστώνετε θα ξεφάντωσαν εκείνο το βράδυ οι Ρεθεμνιώτες του λεκανοπεδίου που είχαν παρευρεθεί στον χορό του συλλόγου τους. Μέχρι το πρωί χόρευαν χωρίς να δείχνει κανένας το ελάχιστο σημείο κόπωσης. Είχαν κλέψει μια του χάρου για τα καλά.
Ποιοι τώρα διακρίθηκαν στον χορό αυτό είτε σαν χορευτές είτε και σαν παρουσίες. Ας τους μνημονεύσουμε κι αυτούς. Ο πρόεδρος του συλλόγου φυσικά Μενέλαος Σακόραφος, καθηγητής Πανεπιστημίου, Ανδρουλακάκης λοχαγός πυροβολικού ως εκπρόσωπος του υπουργού Στρατιωτικών, οι βουλευτές Κρήτης Γοβατζιδάκης και Ευστράτιος Γεωργιλαδάκης και πολλοί άλλοι.
Έτσι ξεφάντωναν και ‘κείνο τον ωραίο τον καιρό οι Ρεθεμνιώτες, τόσο στον τόπο τους όσο και στο λεκανοπέδιο.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται αύριο με τα πρώτα γλέντια σε κοσμικά κέντρα από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα και τους γλεντζέδες που άφησαν εποχή.
(Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Θεμιστοκλή Βαλαρή.)