στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, επειδή προέβη σε καταγγελίες σχετικές με παρανομίες και αυθαιρεσίες στη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων. Πρώτος κατέθεσε ο υποψήφιος φοιτητής μεταπτυχιακού προγράμματος του Πανεπιστημίου Κρήτης K. Ρητινιώτης, ο οποίος είναι ένας από τους φοιτητές που φέρεται να αδικήθηκαν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και ο μοναδικός που προσέφυγε στη δικαιοσύνη. Ο κ. Ρητινιώτης παραδέχθηκε στο δικαστήριο ότι οι ενδείξεις που υπήρχαν περί εύνοιας ή αδικίας φοιτητών δεν έγιναν αποδείξεις, τόνισε ότι κάποιοι εισήχθησαν στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα εκμεταλλευόμενοι τις σχέσεις τις δικές τους ή συγγενικών τους προσώπων με συνδικαλιστικές οργανώσεις, χωρίς ωστόσο να αναφέρει στο δικαστήριο συγκεκριμένα στοιχεία για την επαφή καθηγητών-συνδικαλιστών, ενώ δεν μπόρεσε να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι αδικήθηκε και επεσήμανε ότι ο ίδιος είχε τα κριτήρια για να εισαχθεί τουλάχιστον στη διαδικασία της προφορικής εξέτασης.
Ερωτώμενος από τη δικαστική έδρα αν είχε την αίσθηση ότι οι βαθμολογητές ήθελαν να τον «κόψουν», ο τότε υποψήφιος μεταπτυχιακός φοιτητής απάντησε: «Σαφέστατα ήθελαν να με κόψουν. Όλοι μπορούν να κατανοήσουν ότι στη διαδικασία υπήρξαν κάποιοι που αδικήθηκαν και κάποιοι που ευνοήθηκαν. Εγώ είχα έναν από τους πέντε μεγαλύτερους βαθμούς πτυχίου και παρ’ όλα αυτά δεν κλήθηκα ούτε στα προφορικά».
Στο ερώτημα για ποιόν λόγο δεν ήθελαν οι βαθμολογητές να εισαχθεί στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, ο κ. Ρητινιώτης ανέφερε: «Δεν ξέρω. Ίσως διότι εγώ δεν είχα συνδικαλιστική δράση». Επειδή μια από τις φοιτήτριες που φέρεται να ευνοήθηκε ήταν αδερφή ατόμου που είχε ενεργή συμμετοχή σε φοιτητική οργάνωση, αν και ο ίδιος είχε αποφοιτήσει εκείνη την περίοδο από το Πανεπιστήμιο, η Εισαγγελέας ρώτησε τον κ. Ρητινιώτη πως είναι δυνατόν η πρώην συνδικαλιστική ιδιότητα ενός πρώην φοιτητή να επηρεάζει τους καθηγητές στη βαθμολογία τους. «Το ότι αποφοίτησε δεν σημαίνει ότι έπαψε να έχει ενεργή πολιτική και συνδικαλιστική ανάμειξη» ανέφερε ο κ. Ρητινιώτης, ο οποίος όμως, παρά τις πιεστικές ερωτήσεις που του έγιναν, δεν μπόρεσε να απαντήσει με στοιχεία για τις σχέσεις συνδικαλιστών φοιτητών-καθηγητών, ενώ ανέφερε ότι δεν γνωρίζει ο ίδιος αν υπήρχε επαφή, καθώς δεν ήταν μέλος συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Ο Συνήγορος Πολιτικής Αγωγής, Θοδωρής Τσούλας, όταν πήρε τον λόγο, στις ερωτήσεις του προς τον μάρτυρα εστίασε στην υψηλή βαθμολογία του πτυχίου του, στο γεγονός ότι είχε τα προσόντα που απαιτούνταν για την εισαγωγή του στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, στην εύνοια φοιτητών εξαιτίας της συνδικαλιστικής του ιδιότητας ή σχέσης, αλλά και στο ότι δεν δόθηκε ο αναλυτικός πίνακας μοριοδότησης στον αείμνηστο καθηγητή Στέλιο Αλεξανδρόπουλο.
Ο κ. Ρητινιώτης ανέφερε ότι μετά από αρκετή επιμονή του Σ. Αλεξανδρόπουλου, του δόθηκε πρόσβαση στα στοιχεία των υποψήφιων μεταπτυχιακών αλλά όχι στην αναλυτική βαθμολογία, ενώ στη Γενική Συνέλευση του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών δεν εξετάστηκε η ένσταση που είχε καταθέσει. Όταν ρωτήθηκε από τον Συνήγορο Πολιτικής Αγωγής αν του είχε εκμυστηρευτεί κάτι ο Σ. Αλεξανδρόπουλος, ο κ. Ρητινιώτης απάντησε: «Ήταν σκασμένος με την υπόθεση, θεωρούσε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει. Η ψυχολογική του κατάσταση ήταν τραγική. Μου μιλούσε για την απομόνωσή του στο πανεπιστήμιο και έλεγε ότι μεθοδευόταν η επαγγελματική του εξόντωση. Η πειθαρχική Δίωξη που του ασκήθηκε ήταν απόρροια της επιμονής του να ρίξει φως στην υπόθεση».
Αναφορικά με τα πορίσματα των τριών μελών της Επιτροπής που ορίστηκε από την Σύγκλητο για να διερευνήσει την υπόθεση και κατά πόσον αυτά ταυτίζονται με την δική του ένσταση, ο κ. Ρητινιώτης επεσήμανε: «Τα δυο από τα τρία μέλη της επιτροπής μίλησαν για ευνοηθέντες και αδικηθέντες. Στην περίπτωσή μου κακώς εστίασαν στο πτυχίο αγγλικής γλώσσας Proficiency, διότι υπήρχαν τόσα άλλα κριτήρια που θα μπορούσαν να είχαν εστιάσει. Υπήρξαν άτομα με Lower που πέρασαν στο στάδιο της προφορικής εξέτασης και, μάλιστα, χωρίς καθόλου επαγγελματική εμπειρία».
Στο σημείο εκείνο παρενέβη η Εισαγγελέας, η οποία ρώτησε τον μάρτυρα αν προαπαιτούμενο για την εισαγωγή στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα ήταν οποιοδήποτε πτυχίο ή η γνώση αγγλικής γλώσσας, με τον κ. Ρητινιώτη να απαντά το δεύτερο.
Έπειτα, τον λόγο πήρε ο συνήγορος υπεράσπισης του πρώην πρύτανη, Νίκος Κοτζαμπασάκης, ο οποίος ρώτησε τον κ. Ρητινιώτη για ποιόν λόγο καθυστέρησε να ζητήσει παράσταση Πολιτικής Αγωγής στη δίκη, με τον φοιτητή να απαντά ότι αυτό οφείλεται σε οικονομική αδυναμία.
Στο ερώτημα αν ο ίδιος αποδίδει ευθύνη στον πρώην πρύτανη για την φερόμενη αδικία του, ο κ. Ρητινιώτης απάντησε ως εξής: «Ο πρύτανης δεν προκάλεσε ευθέως ζημιά σε μένα. Έχω ηθική υποχρέωση στον Σ. Αλεξανδρόπουλο να διαλευκανθεί η υπόθεση. Ο πρύτανης ήταν αυτός που τον παρέπεμψε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο».
Επίσης, στις πιεστικές ερωτήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης για το αν οι ενδείξεις που υπήρχαν περί εύνοιας φοιτητών, έγιναν αποδείξεις, ο κ. Ρητινιώτης απάντησε: «Οι ενδείξεις κακώς δεν έγιναν αποδείξεις», ενώ όταν ο συνήγορος τον ρώτησε γιατί κανένας άλλος από τους φερόμενους ως αδικηθέντες δεν προσέφυγε στη δικαιοσύνη, ο μάρτυρας είπε: «Δεν θέλουν να μπλέξουν σε δικαστικές διαμάχες».
Ο συνήγορος υπεράσπισης των δυο εκ των τριών κατηγορουμένων καθηγητών, Σταύρος Γεωργίου, ρώτησε τον μάρτυρα αν στην Γενική Συνέλευση που είχε πραγματοποιηθεί υπήρχε ο αναλυτικός πίνακας μοριοδότησης, κι εκείνος απάντησε: «Δεν γνωρίζω γιατί δεν ήμουν εκεί. Ξέρω ότι υπήρχε ένας ογκώδης φάκελος με έγγραφα. Ίσως υπήρχε μέσα, αλλά δεν του έδωσαν χρόνο για να δει όλα τα χαρτιά». Σημειώνεται ότι όπως προέκυψε από τη χθεσινή διαδικασία ο Σ. Αλεξανδρόπουλος δεν ζήτησε περισσότερο χρόνο στη Γ.Σ. για να ελέγξει το περιεχόμενο ολόκληρου του φακέλου.
Επιπλέον, στις ερωτήσεις του κ. Γεωργίου σχετικά με τα κριτήρια για την εισαγωγή του στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα, ο κ. Ρητινιώτης παραδέχθηκε ότι δεν είχε επαγγελματική και ερευνητική δραστηριότητα, ότι στις σεμιναριακές εργασίες που είχε κάνει δεν είχε χρησιμοποιήσει αγγλική βιβλιογραφία και επίσης ότι δεν είχε πραγματοποιήσει πτυχιακή, αλλά προπτυχιακή εργασία.
Όταν ο συνήγορος υπεράσπισης επεσήμανε στον κ. Ρητινιώτη ότι οι κατηγορούμενοι καθηγητές δεν ευνόησαν τους φερόμενους στο κατηγορητήριο ως ευνοηθέντες φοιτητές, από τη στιγμή που τους έβαλαν χαμηλή βαθμολογία στην προφορική εξέταση, ο κ. Ρητινιώτης είπε: «Ίσως δεν είχαν καλή επίδοση στην προφορική εξέταση. Το στάδιο της προεπιλογής, όμως, το πέρασαν».
Στο δικαστήριο κατέθεσε χθες και ο καθηγητής Εμ. Αλεξάκης, τον οποίο ο Σ. Αλεξανδρόπουλος είχε υποστηρίξει όταν απορρίφθηκε από επιτροπή του πανεπιστημίου για την εκλογή του ως επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Ο κ. Αλεξάκης τόνισε την έντονη ψυχολογική φόρτιση που είχε διαπιστώσει στον αείμνηστο καθηγητή, εξαιτίας της δίωξής του.
Στις ερωτήσεις του συνηγόρου Πολιτικής Αγωγής Θ. Τσούλα, ο κ. Αλεξάκης απάντησε ότι ο Αλεξανδρόπουλος δεν είχε συμμάχους συναδέλφους του και προσπαθούσε μόνος του να διαλευκάνει την υπόθεση των μεταπτυχιακών, ενώ τόνισε ότι φοβόταν για τη θέση του, καθώς το άρθρο με το οποίο είχε παραπεμφθεί εμπεριείχε το ερώτημα της οριστικής απόλυσης.
Ωστόσο, όταν ο συνήγορος υπεράσπισης του πρύτανη, Ν. Κοτζαμπασάκης, ζήτησε από το κ. Αλεξάκη να πει σε ποιό σημείο του κειμένου παραπομπής αναφέρεται το ερώτημα της οριστικής απόλυσης, ο μάρτυρας απάντησε: «Στο κείμενο δεν προκύπτει αυτό. Εγώ αναφέρθηκα στο άρθρο».
Στην υπόθεση Αλεξάκη απέδωσε την πειθαρχική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του Αλεξανδρόπουλου ο συνήγορος υπεράσπισης, καθώς όπως είπε η αλληλογραφία για την υπόθεση των μεταπτυχιακών είχε ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο του 2005, ενώ ο αείμνηστος καθηγητής παραπέμφθηκε αργότερα, τον Απρίλιο του 2006. Ο συνήγορος επεσήμανε συμπληρωματικά ότι λίγες μέρες μετά την αποχώρηση του κ. Αλεξάκη από το τμήμα, ο Αλεξανδρόπουλος έστειλε επιστολή στο πανεπιστήμιο, η οποία αναφερόταν στην μη εκλογή του ως επίκουρου καθηγητή. «Θεωρούσε ότι μετά την απόρριψή μου, αυτός θα ήταν ο επόμενος στόχος. Του είπα να μην κάνει αυτή την επιστολή, να αφήσει τη δική μου υπόθεση και να ασχοληθεί μόνο με τα μεταπτυχιακά. Δεν με άκουσε. Προφανώς το έκανε ως συμπαράσταση σε ένα φίλο».
Στη χθεσινή διαδικασία κατέθεσε και ο επίκουρος καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας, Νίκος Σερντεδάκης, ο οποίος ανέφερε πως το καλοκαίρι του 2005 ενημερώθηκε από τον Σ. Αλεξανδρόπουλο ότι ορισμένοι υποψήφιοι μεταπτυχιακοί φοιτητές, αν και είχαν τα προσόντα, είχαν τεθεί εκτός διαδικασίας. Ερωτώμενος από τη δικαστική έδρα αν ο Αλεξανδρόπουλος του είχε αναφέρει ποτέ ότι οι κατηγορούμενοι καθηγητές είχαν πρόθεση να ευνοήσουν ή να αδικήσουν φοιτητές, απάντησε: «Αυτό που μου είχε πει είναι ότι κάποιοι ευνοήθηκαν λόγω των σχέσεων που είχαν με συνδικαλιστικές οργανώσεις και ότι η μοριοδότηση ήταν κατώτερη των προσόντων των φοιτητών».
Όταν ο συνήγορος Πολιτικής Αγωγής ρώτησε τον κ. Σερντεδάκη αν θα τον ξένιζε ο αποκλεισμός ενός φοιτητή με βαθμολογία πτυχίου 8,17, ο καθηγητής ανέφερε: «Υποθέτω ότι ένας τέτοιος φοιτητής δεν μπορεί να μείνει εκτός προεπιλογής. Ήταν πολύ υψηλός ο βαθμός του».
Σε ότι αφορά την Πειθαρχική Δίωξη του Σ. Αλεξανδρόπουλου, ο κ. Σερντεδάκης ανέφερε ότι δεν συνηθίζεται να παραπέμπεται καθηγητής χωρίς να έχει προηγηθεί Ένορκη Διοικητική Εξέταση (ΕΔΕ) και άρα να του έχει δοθεί η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ενώ επεσήμανε ότι κανένας από το τμήμα δεν είχε ενημερωθεί για την παραπομπή του αείμνηστου καθηγητή.
Στη συνέχεια, απαντώντας στις ερωτήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης Ν. Κοτζαμπασάκη, ο κ. Σερντεδάκης κατέθεσε ότι παρότι ο Σ. Αλεξανδρόπουλος είχε ενημερώσει τον Ενιαίο Φορέα Διδασκόντων για την υπόθεση των μεταπτυχιακών, ο Φορέας δεν απευθύνθηκε στον πρύτανη ούτε προέβη, το πρώτο διάστημα, σε κάποια άλλη ενέργεια. Όταν του ζητήθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης να πει στο δικαστήριο πως αξιολογεί το γεγονός ότι ο αείμνηστος καθηγητής δεν είχε συμμάχους στην όλη διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσης, ο κ. Σερντεδάκης είπε: «Οι συνάδελφοι δεν μπορούν να πάρουν θέση. Αυτό που εγώ δεν μπορώ να κατανοήσω είναι ότι πως η Σύγκλητος ή ο πρύτανης δεν ζήτησαν τη διενέργεια ΕΔΕ πριν την παραπομπή του».
Στη συνέχεια ο συνήγορος υπεράσπισης των δυο εκ των τριών κατηγορουμένων καθηγητών, Σ. Γεωργίου, επεσήμανε στον κ. Σερντεδάκη ότι τα πορίσματα της τριμελούς Επιτροπής Διερεύνησης απορρίπτουν κατά 90% τις αιτιάσεις του Αλεξανδρόπουλου σχετικά με τους ευνοηθέντες και τους αδικηθέντες, κι εκείνος απάντησε: «Δεν το γνωρίζω αυτό. Δεν ήμουν στην επιτροπή, δεν ξέρω πως λειτούργησε, πως έκανε την αξιολόγηση».
Ερωτώμενος αν γνωρίζει με βεβαιότητα ότι η λίστα της αναλυτικής βαθμολογίας δεν ήταν στη Γενική Συνέλευση του τμήματος τον Ιούλιο του 2005, καθώς από τα πρακτικά προκύπτει ότι η λίστα υπήρχε, ο κ. Σερντεδάκης ανέφερε: «Ο Αλεξανδρόπουλος μου είπε ότι δεν την είδε ποτέ με τα μάτια του, ότι δεν κατατέθηκε στη Γενική Συνέλευση. Εγώ δεν ήμουν εκεί και δεν γνωρίζω αυτό που αναφέρεται στα πρακτικά ότι αναφέρθηκε πως η λίστα ήταν στο φάκελο, αλλά του δόθηκαν πέντε λεπτά και δεν προλάβαινε».
Τέλος, στη δίκη κατέθεσε χθες και ο κ. Μπούνης, ο οποίος είναι μέλος του Ενιαίου Φορέα Διδασκόντων. Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι δεν έχει ιδία άποψη και ότι γνωρίζει για την υπόθεση τα έμαθε από τον Σ. Αλεξανδρόπουλο, ωστόσο έγινε γνώστης αρκετών στοιχείων, καθώς ήταν αυτός που συγκέντρωσε τις σημειώσεις του αείμνηστου καθηγητή από το γραφείο του, την ημέρα που πέθανε. Ο κ. Μπούνης ρωτήθηκε από την δικαστική έδρα αν ο Ενιαίος Φορέας Διδασκόντων έκανε κάτι προς την κατεύθυνση της διαλεύκανσης της υπόθεσης, κι εκείνος απάντησε ότι αρχικά δεν ελήφθη απόφαση για κάτι τέτοιο, όμως στη συνέχεια εκδόθηκαν ανακοινώσεις σχετικές με το θέμα.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου.
Δύο οι δράστες του εμπρησμού στο αμαξοστάσιο του δήμου Μαλεβιζίου
Δύο άτομα φέρεται να κρύβονται πίσω από την φωτιά που ξέσπασε τα ξημερώματα στο αμαξοστάσιο του δήμου Μαλεβιζίου, στον επαρχιακό δρόμο...