Την παλιά εποχή το σπίτι που κατοικούσε ο άνθρωπος ήτανε κτισμένο: οι τοίχοι από πέτρες, η σκεπή του από λεπιδόχωμα και εσωτερικά χωρισμένο με ξύλινη κατασκευή στο κάτω και στο επάνω κατώγι όπως το ονομάζανε με μία πόρτα εισόδου στο κάτω κατώγι και με δυο παράθυρα συνήθως ανατολικά και όλα ξύλινα.
Μέσα εκεί διαβίωνε η οικογένεια με όσα μέλη είχε. Στο επάνω κατώγι υπήρχε ένα κρεβάτι για τους γονείς, τα δε παιδιά τους κοιμότανε στον οντά το ένα δίπλα στο άλλο. Ακόμα είχε ένα καναπέ, ένα μπαούλο για τα ρούχα και το τζάκι σε μια γωνιά. Στο κάτω κατώγι χωρισμένο με καλάμια το ένα μέρος για αποθήκη των αγαθών τους και στο άλλο το τραπέζι για να τρώνε και δίπλα στον τοίχο ένα μπεντένι να κάθονται και μεταξύ τους συγκοινωνούσανε με μια ξύλινη σκάλα. Εκεί μεγαλώνανε όλα τα παιδιά τους μέχρι να παντρευτούν και να φύγουν στο δικό τους σπίτι.
Σε πολύ γνωστό χωριό του Βρύσινα κατοικούσε την παλιά εποχή σε παρόμοιο σπίτι η οικογένεια του Ξενοφώντα Μ. που είχε έξι παιδιά. Οι συνήθειες σε όλα τα σπίτια ήτανε σχεδόν ίδιες όπως και τα επαγγέλματά τους γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Ως προς την παντρειά τους ήτανε να παντρευτούν πρώτα τα κορίτσια και μετά τα αγόρια, αφού πρώτα τα αγόρια να είχανε πάει στρατιώτες αλλιώς δεν τους δίνανε γυναίκα γιατί τα θεωρούσανε ότι κάτι σοβαρό έχουν στην υγεία τους.
Επίσης έπρεπε να έχουν σπίτι συνήθως ο άνδρας αν όχι όφειλε να κτίσει. Τα πέντε παιδιά τους σταδιακά είχανε φύγει σε γάμο χωρίς να συναντήσει η οικογένεια κανένα πρόβλημα. Τελευταίος έμεινε ο Μανούσος που ήτανε αδιάφορος και δεν φρόντιζε να φτιάξει το σπίτι του για να κάνει οικογένεια αλλά κοίταζε να περνά καλά με τις παρέες του και ότι έβγαζε τα σκορπούσε εδώ και εκεί για την καλοπέρασή του.
Της Αγίας Παρασκευής 26 Ιούλη που γιόρταζε το διπλανό χωριό το βράδυ στο γλέντι ήτανε παρών ο Μανούσος με τους φίλους του. Δεν άργησε να του μπεγιεντήσει «αρέσει» μια κοπελιά που ήτανε με την οικογένειά της στο διπλανό τραπέζι. Αμέσως ρώτησε να μάθει τίνος είναι για να στείλει τον προξενητή να την ζητήσει.
Γύρισε στο σπίτι του χαρούμενος για να το πει το βράδυ στους γονείς του. Πράγματι, όταν τρώγανε τους έσκασε το μυστικό του. Αυτοί όμως κάτι είχανε υποψιαστεί που ήτανε ορεξάτος και τους είπε για την κοπελιά που του άρεσε και τίνος είναι και παρακάλεσε τον πατέρα του να στείλει τον προξενητή τους. Εκείνος δεν άργησε να του απαντήσει: Μανούσο, αν έχεις κανακάρη μου το σπίτι σου κτισμένο να μου την φέρεις την κοπελιά μα δε με νοιάζει εμένα. Τότε ο γιος του αστειευόμενος του απάντησε. Έχω το εγώ το σπίτι μου, πατέρα, κτισμένο με ανώγι και κατώγι, μόνο οι τοίχοι λείπουνε και η σκεπή ακόμη. Και πάλι του απαντά: Ε, ξα σου κοπέλι μου, την κεφαλή σου ρώτα όταν χτυπούνε οι κεραυνοί και βρέχει θα μπεις σε ξένη πόρτα. Και συνέχισε ο πατέρας του να του λέει: Μανούσο, στρώσου, βάλε μυαλό και άμα με ακούς γρήγορα θα κτίσουμε το σπίτι και αμέσως θα παντρευτείς. Όλα τα υλικά τα έχουμε και πάνω στο χρόνο θα είναι έτοιμο. Με τα λόγια που κοπανάς τόσο καιρό το σπίτι δεν κτίζεται. Θέλει έργα. Οι παλιοί λέγανε: «Με τα λόγια κτίζεις ανώγεια και κατώγεια» αλλά χωρίς τοίχους και σκεπή.
Εξάλλου, Μανούσο, η κοπελιά που μου λες δεν την θέλω για νύφη. Είναι φτωχιά και μεγαλύτερή σου. Ακόμα και τον πατέρα της δεν τον κάνω χάζι. Όλο είναι μεθυσμένος και η κακομοίρα η μάνα της υποφέρει. Θα μας την αμπόξουνε και θα χτυπάς την κεφαλή σου.
Ο Μανούσος άκουσε τον πατέρα του και με την σύμφωνη γνώμη της μάνας του της Μαριγώς. Από τότε στρώθηκε στη δουλειά και περιόρισε τις παρέες του αλλά και τα πολλά λόγια που έλεγε σε όλους.
Οι συμβουλές του πατέρα του πιάσανε τόπο και αμέσως έβαλε μπροστά να κτίσει το σπίτι του. Εκείνη την εποχή χωρίς την συγκατάθεση των γονέων και των δύο οικογενειών δεν προχωρούσανε σε γάμο των παιδιών τους και ούτε στέλνανε προξενητή γι’ αυτό και είχανε επιτυχίες.
Η συμπεριφορά του Μανούσου στη συνέχεια έγινε γνωστή σε όλους στην περιοχή του, οπότε και αυτοί την επαναλαμβάνανε στις οικογένειές τους όταν συναντούσανε παρόμοιες καταστάσεις με τα ίδια λόγια ακόμα στα επαγγέλματα και στους υπεύθυνους της πολιτείας.
Ο Μπελεντιγιές θυμήθηκε ότι και στη γειτονιά του στη Μ. Ασία ήτανε μια οικογένεια που ο γιος της έλεγε ακριβώς τα ίδια λόγια και παρουσίαζε τον εαυτό του ως τον πιο πλούσιο και νοικοκύρη του χωριού τους χωρίς στην πραγματικότητα να έχει τίποτα. Στο τέλος είπε ότι αυτή τη συνήθεια εμείς την φέραμε εδώ από τη Μ. Ασία όταν ήρθαμε και ορισμένοι τη λένε όταν υπάρχει λόγος οπότε αργότερα τοποθετήθηκε στις παροιμίες.
Όμως πριν αρκετά χρόνια είχε τελείως ξεχαστεί να λέγεται για να ερμηνεύεται εις τους νέους της νέας εποχής. Αλλά οι ηλικιωμένοι που υπάρχουν σήμερα στη ζωή απορούν που κάνει πάλι την εμφάνισή της και το τοποθετούν ότι οφείλεται σε ανθρώπινα λάθη ορισμένων από την οικογένεια από το επάγγελμα και από την πολιτεία.
Επιμένουν ότι από αυτά προέρχεται η σημερινή οικονομική κρίση και ότι αδυνατεί ο άνθρωπος να επιβιώσει.
Επαναλαμβάνουν ότι τα παλιά χρόνια μόνο με τα αυτοσχέδια μέσα τα καταφέρναμε να ζήσουμε και περιμέναμε να μην γυρίσουμε στην ίδια εποχή αλλά δυστυχώς βλέπουμε ότι όλοι οι κόποι μας χάνονται.
Μέχρι σήμερα με τα λόγια όλοι τους λέγανε ότι θα μας κάνουνε να τρώμε με χρυσά κουτάλια αλλά εμείς προσθέτουμε ότι θα φυλάξουμε τα παλιά να τα έχουμε για να μην τρώμε με τα χέρια στη συνέχεια της ζωής μας.
Σήμερα η ερμηνεία αυτής της παροιμίας έχει πάρει την πρώτη θέση και δεν φέρνει καλά αποτελέσματα εις τον άνθρωπο που δεν το επιθυμεί και ζει μόνο με την ελπίδα ότι υπάρχει και ανώτερη δύναμη και θα έχει την βοήθειά της.
* O Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος αξιωματικός