Του ΑΝΤΩΝΗ ΧΟΥΡΔΑΚΗ*
Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη στον 21ο αιώνα να σκεφτούμε εντελώς διαφορετικά όσον αφορά το σχολείο και την εκπαίδευσή μας, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το στοιχειωμένο και καταπιεστικό παρελθόν. Είναι ανάγκη η δομή της σκέψης μας να ριζοσπαστικοποιηθεί, διότι διαφορετικά θα έχουμε την ψευδαίσθηση (όπως τόσοι και τόσες υπουργοί που έχουν περάσει και θα περάσουν) πως με νομοσχέδια, «μάξι» ή «μίνι», αλλάζουν τα εκπαιδευτικά μας πράγματα! Το εκπαιδευτικό και σχολικό μας πατρόν είναι το ίδιο, αλλάζει μόνο το χρώμα ή το μέγεθος, αλλά όχι το σχέδιο και το ύφασμα.
Στο περιστύλιο του Xeniseum οι τρεις εικπαιδευτικο-εικαστικές εγκαταστάσεις του που παρουσιάζονται μετά την ολοκλήρωση της Έκθεσης-Project, «Η εκπαίδευση στην απόψυξη – ή Μαθαίνοντας ξανά» (2-27 Οκτωβρίου), συμπυκνώνουν έναν τέτοιο προβληματισμό: «Οι Αγέλες του Σίσυφου», «Επιχρισμένη Γνώση», «Καθαρίστρια Σχολικής Ηγεσίας». Εκπαίδευση «γραμμική», «κανονικοποιημένη», «τυποποιημένη» και «ομογενοποιημένη» υποτάσσουν τη γνώση σε στείρα απομνημόνευση.
Ο 21ος σχολικός μας αιώνας συνεχίζει υποκριτικά να είναι ο αιώνας της παπαγαλίας!!! Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι γεμάτο από αντιφάσεις, ανισότητες, επιρροές εξουσίας, χωρίς περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Μια εκπαιδευτική «εξ-άντληση» μάταιη και χωρίς τέλος (τρύπια βαρέλια) με ιστορική ιδιαιτερότητα. Το περιβάλλον και η πολιτιστική κληρονομιά στο σχολικό πρόγραμμα του 21ου αιώνα, εξακολουθούν, ως συγχωνευμένοι κώδικες (όπως θα έλεγε ο Bernstein), να έχουν χαμηλή και περιθωριακή θέση στην ιεράρχηση της σχολικής γνώσης. Σε ένα σχολείο που στηρίχθηκε, και ακόμα στηρίζεται, στο δασκαλοκεντρικό μοντέλο εξουσίας, γνώσης και διδασκαλίας – καθώς αποκλείει τη μεγάλη πλειοψηφία των ενοίκων του, τους μαθητές και μαθήτριες (ιστορικό σύνδρομο), αλλά και άλλους/ ες συνοίκους του, όπως π.χ. τις καθαρίστριες, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί αρτηριοσκληρωτικά με κοινωνικές, εκπαιδευτικές και οργανωσιακές ασυμμετρίες, χωρίς να επιτυγχάνει το όραμα μιας μετασχηματιστικής/ παιδαγωγούσας κοινωνίας και κουλτούρας (δημοκρατική και παιδαγωγική λειτουργία σε ένα αειφόρο και προοδευτικό σχολείο). Όλοι, όλες και όλα, σε όποιο πολιτισμό, έθνος, φύλο, ή θρησκεία κι αν ανήκουν πρέπει να συμμετέχουν και να συναποφασίζουν εξίσου για ένα κοινό εκπαιδευτικό και κοινωνικό αγαθό. Οφείλουμε να θέσουμε εκ νέου τα ερωτήματα σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους εξακολουθεί να αναπαράγεται ανενεργής γνώση στο σχολείο και να αναζητήσουμε τον κοινωνικό μετασχηματισμό του. Δηλαδή, τη ριζοσπαστική αλλαγή παραδείγματος και την ανάλυση των ιστορικοπολιτικών παραγόντων που δεν το αφήνουν να επιτύχει.
Εδώ και κάποιες δεκαετίες, έχει ευδοκιμήσει το ρεύμα της λεγόμενης κριτικής διδασκαλίας, ενώ το επαναλαμβανόμενο ρεφρέν των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων για τους σκοπούς των νέων αναλυτικών προγραμμάτων είναι η «ανάπτυξη της κριτικής σκέψης» των παιδιών. Η Κριτική Παιδαγωγική έχει καταδείξει ότι αυτό είναι μια καραμέλα που δεν έχει καμία σχέση με τον κοινωνικό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης και στις τρεις βαθμίδες. Η εκπαίδευση απλά σχεδιάζεται σαν εργαλείο επιστημονικής ποδηγέτησης των νέων.
Πρόκειται για μια παρωδία.
• Τα παιδιά δείχνουν αδιαφορία για τον κόσμο των ενηλίκων.
• Δεν αυτοσυγκεντρώνονται για δουν τι συμβαίνει γύρω τους (πώς θα μπορούσαν άλλωστε, αφού χρόνος δεν υπάρχει μεταξύ επαναλαμβανόμενου χτυπήματος του κουδουνιού (η φαμπρικοποίηση δεν έχει ούτε στιγμή διακοπεί) και συνεχούς αλλαγής αίθουσας και διδασκαλίας (η σαλαμοποίηση και κελιοποίηση του προγράμματος είναι ακλόνητη από κτίσεως του).
• Δεν συνειδητοποιούν ότι το παρελθόν καθορίζει και περιορίζει τις επιλογές τους.
• Γίνονται ανάλγητα στις σχέσεις τους με τα άλλα παιδιά. Δεν συμπάσχουν με τη δυστυχία των άλλων, αντιθέτως γελούν και περιφρονούν όσα πλάσματα χρειάζονται βοήθεια.
• Δεν είναι ειλικρινή και έχουν μάθει να αποκρύπτουν τον/ την αληθινό/ή εαυτό/ή τους πίσω από συμπεριφορές και προσωπεία που έχουν ξεσηκώσει από τηλεοπτικά σκουπίδια, ξεγελώντας τους/ τις συνανθρώπους τους.
• Γίνονται υλιστές. «Αξιολογούν» τα πάντα άπαντα όπως και οι ενήλικες μέντορές τους με υλιστικά κριτήρια.
• Αρκετά χρόνια στα θρανία και δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα καθημερινά τους ζητήματα. Δεν τους το προσφέρουμε στις συσκευασίες δώρων των έτοιμων λύσεων και πεποιθήσεων που λανσάρουμε στα αναλυτικά τους προγράμματα. Το σχολείο είναι αποξενωμένο από τον έξω κόσμο.
Ας σκεφτούμε όλα όσα τα σκοτώνουν: ο ανελέητος ανταγωνισμός, οι εξαρτήσεις, τα μέσα ψυχαγωγίας, η εκπόρνευση της βίας και το κυριότερο όλων ο καταναλωτισμός ως στάση και φιλοσοφία ζωής (η «τουαλέτα» της εξουσίας στην εγκατάσταση του Μουσείου). Είναι άνθρωποι που βγαίνουν μοιραία από το εκπαιδευτικό σύστημα με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο από την ίδρυσή του (οι δεσμώτες στο μύθο του σπηλαίου). Το τραγικό αυτό αδιέξοδο εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο η «Κραυγή» του Νορβηγού εξπρεσιονιστή Munch»!
Αυτό που δεν μαθαίνουμε είναι το σημαντικότερο όλων: τι είμαστε. Δεν μαθαίνουμε πώς λειτουργεί το σώμα μας και πώς διαμορφώνεται η συμπεριφορά μας ανάλογα με τις σκέψεις μας, πώς λειτουργεί το μυαλό μας, ώστε να μην πέφτουμε στις άπειρες παγίδες του.
Στον 21ο αιώνα οφείλουμε επιτέλους να καθίσουμε με τα παιδιά κάθε ηλικίας και να μιλήσουμε για την πραγματικότητά τους. Δεν είμαστε ο/η δάσκαλος/α της τελειότητας, αλλά αυτός/ αυτή/ αυτό που διευκολύνει τη μαθησιακή τους διαδικασία. Μπορούμε να γκρεμίσουμε το σχολείο του 18ου, 19ου και 20ου αιώνα και να χτίσουμε μαζί τους ένα μαθησιακό κέντρο ανοιχτό, χωρίς τοίχους, κελιά και περιορισμούς από τάξεις και ηλικίες (είναι τα πρωτοπόρα σχολεία άλλων χωρών). Ένα πυρήνα μάθησης στη γειτονιά, στα πάρκα,στις βιβλιοθήκες, στο θέατρο, στο δρόμο που προτείνει και δεν επιβάλλει. Να βοηθήσουμε παιδιά και φοιτητές/ τριες για να γίνουν κύριοι, κυρίες και κύρια της ζωής τους, συνεργαζόμενοι/ες/α ως ομάδες. Να αναπτύξουμε τις ανθρώπινες ικανότητές μας και να είμαστε ευτυχισμένοι/ες/α. Ένα σχολείο, «σχόλη», που αναμειγνύεται με την κοινότητα. Να μαθαίνουμε ελεύθερα να συμπεριφερόμαστε και να αναπτύσσουμε κανόνες συμβίωσης και σεβασμού προς όλους/ες/α, χωρίς πειθαναγκασμούς ή άσκηση βίας, πνευματικής, ψυχικής, σωματικής ή λεκτικής. Πρέπει να φωνάξουμε μέχρι να βρεθεί λύση γιατί η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη. Είναι έσχατη προδοσία του κοινωνικού και εκπαιδευτικού μας οράματος στον 21o αιώνα.
* O Αντώνης Χουρδάκης είναι καθηγητής, διευθυντής Μουσείου της Εκπαίδευσης και επιστημονικός διευθυντής Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης Πανεπιστημίου Κρήτης