Στο παρελθόν έχουν γραφτεί αρκετά για το χρονικό της διαφυγής του βασιλιά Γεωργίου Β’ με τον πρωθυπουργό Τσουδερό και τις συνοδείες τους, κατά την πτώση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στην περιοχή όπου διέμεναν, τον Μάη του 1941.
Λεπτομερής περιγραφή της διαδρομής και των γεγονότων καταγράφεται στο ημερολόγιο του Ε. Τσουδερού. Πέρα όμως από τις επίσημες καταγραφές, τα παραλειπόμενα από αυτές έχουν χαραχθεί στη μνήμη ενός υπερήλικα Θερισιανού, στον οποίο έλαχε τις ιστορικές εκείνες ώρες να είναι ο προσωπικός αγωγιάτης του βασιλιά Γεωργίου.
Πριν ακριβώς είκοσι χρόνια τον γνώρισα στο Θέρισο, και συγχωριανοί του βεβαίωσαν πως, ό,τι διηγάται, είναι απολύτως αξιόπιστο. Η σημερινή καταχώρηση ας αποτελέσει τιμή στη μνήμη του.
Ενενήντα χρονών τότε, αν και δεν φαινόταν να είναι ούτε εβδομήντα, ο Ηλίας Λεβεντάκης ήταν τότε, το 1941, ένας λεβέντης νέος της Ρίζας. Η αφοπλιστική ειλικρίνεια και ευθύτητά του, δεν του άφηναν περιθώρια ούτε να προσθέσει αλλά ούτε και να παραλείψει τίποτα από τα πραγματικά γεγονότα και μάλιστα θύμωνε, και δικαιολογημένα, αν θελήσεις κάποια στιγμή να αμφισβητήσεις κάποιο σημείο από την αφήγησή του ή να αναφέρεις ότι κάπου έχει γραφτεί διαφορετικά.
«Έτσα που σου λέω είναι, και τ’ άλλα είναι παραμύθια και ψώματα», σε αντικρούει.
Μεσημέρι της 20ης Μαΐου τους ειδοποίησαν να ετοιμάσουν τέσσερα ζώα και αργά το βράδυ ο Βασιλιάς με τη συνοδεία του έφθασαν στο ιστορικό χωριό, όπου ο Γεώργιος και ο πρίγκιπας Πέτρος έμειναν στο σπίτι του Προέδρου της Κοινότητας, άλλοι επίσημοι, μεταξύ των οποίων και ο Πρωθυπουργός, στο κρεβάτι των χωροφυλάκων του σταθμού και οι άλλοι αλλού.
Ξημερώματα της άλλης ημέρας, οι Θερισιανοί αγωγιάτες παρέλαβαν τους «υψηλούς» φυγάδες και ο Ηλίας, ίσως σαν ο πιο λεβέντης, διαλέχτηκε για να «φορτώσει» τον Βασιλιά.
Φθάνοντας στις Αλιάκες, διηγείται ο Ηλίας, σταμάτησαν για το πρωινό που πρόσφεραν οι βοσκοί της περιοχής και που ήταν τυρί και βραστό κατσικίσιο κρέας. Εκεί, ο Τσουδερός έδωσε από ένα πεντακοσάρικο της εποχής σε κάθε ένα από τους εικοσιπέντε χωροφύλακες και την εντολή να αποχωρήσουν από τη συνοδεία, μαζί με άσχετους άλλους, όπως απελευθερωθέντες κρατούμενους των φυλακών και άλλοι. Εκεί ο Ηλίας άκουσε τον καπετάν Βολάνη, που είχε και την ευθύνη της συνοδείας από τοπικής πλευράς, να λέει στον Γεώργιο: «Αν ως το μεσημέρι δεν φανεί η αγγλική Αεροπορία, βάλαμε γερμανικό φέσι…». Ίσως υπονοούσε ότι θα κινδυνέψουν να συλληφθούν.
Στην ερώτησή μου πόσο πληρώθηκε για το… υψηλό αγώι, με διαβεβαίωσε πως λεφτά δεν ζήτησε.
Μετά μια δύσκολη ανηφορική πορεία, έφθασαν βράδυ πλέον, στο Μιτάτο του Λεβεντάκη στη Λουτσόκουρτα. Εκεί πάλι, οι φιλόξενοι βοσκοί μαγείρεψαν στα γρήγορα δύο πρόβατα και δείπνησαν με βραστό κρέας και γιαούρτι μαδαρίτικο. Ψωμί δεν είχανε και ο καλομαθημένος Γεώργιος νομίζοντας φαίνεται ότι οδεύει για κάποια από τι συνηθισμένες επιθεωρήσεις ρωτά τον Βολάνη, που για κάμποση ώρα είχε χάσει από κοντά του: «Ψωμί δεν είναι;» και στην αρνητική απάντηση, η αντίδραση του Βασιλιά ήτανε προσβλητική: «Νομίζω πως δεν ξέρεις παρά να τρως» και ο Βολάνης πικραμένος είπε: «Τούτονας, μου βγαίνει κι από πάνω».
Επίσης, στη Κουτσόκουρτα, όπως έλεγε ο Ηλίας, απομείνανε και οι Εγγλέζοι της συνοδείας (πρέπει να ήταν Νεοζηλανδοί).
Στη διάρκεια της πεζοπορίας ο Ηλίας παρατήρησε πως ο βασιλιάς κρατούσε πάντα ένα βαλιτσάκι μαύρο και του μπήκε η ιδέα πως είχε παράδες ή κάτι άλλο πολύτιμο και κάποια στιγμή μάλιστα όπως έσερνε το ζώο του Γεωργίου, του λέει με όλη την ειλικρίνεια της Μαδάρας: «Εμπήκενέ μου η ιδέα πως εκειάχενε παράδες και του λέω: Αν ήξερα Μεγαλειώτατε πως έχεις παράδες εκειά, θα το ‘παιρνα να ξαλαφρώσεις!!» Μετά από αυτό φαίνεται πως τον εσυμπάθησε ο Βασιλιάς και μετά από λίγο του λέει: «Κάτσε για λίγο», και άνοιξε δήθεν με αφέλεια το βαλιτσάκι να πάρει κάποιο αντικείμενο και τσιγάρο αλλά στην ουσία για να δει ο Ηλίας πως εκεί δεν υπήρχανε παράδες και έτσι να ησυχάσει κι αυτός (ο Γεώργιος) από την έγνοια της αρπαγής του βαλιτσακιού, πράγμα βέβαια που δεν σκόπευε κατά βάθος ο Ηλίας να κάμει.
Τη συμπάθειά του αυτή άλλωστε εξεδήλωσε ο Γεώργιος και στη Σαμαριά όταν κάθισαν για φαγητό και ο Ηλίας απομακρύνθηκε και κάποιος τον φώναξε ότι τον θέλει ο Βασιλιάς.
– Ίντα θέλεις μεγαλειότατε; απαντά αυτός.
– Κάτσε εδώ να φάμε, ήταν η πρόσκληση του Βασιλιά.
Όσο για την ιστορία που είχα ακούσει παλαιά ότι ο τσαγκάρης του Θερίσου είχε ράψει το άρβυλο του Βασιλιά που ‘χε ξεπατωθεί, ο Ηλίας διευκρινίζει: Εφόριενε κάτι κόκκινα σκαρπίνια περίεργα, σαν άρβυλα, με τρεις σειρές μπροκαδούρα.
Και για να συνεχίσουμε στη Λουτσόκουρτα, ο Βασιλιάς χώθηκε στη «σακούλα» του Ιγγλέζου συνταγματάρχη για ύπνο (το σλίπινγκ μπανκ του Μπλαντ) και οι άλλοι τυλιχτήκανε στις χλαίνες γιατί ήτανε κοντά το χιόνι ακόμη και το κρύο δυνατό.
Το πρωινό ήταν το ζεσταμένο κρεατοζούμι της προηγούμενης μέσα σε «κύπελλα» από κονσερβοκούτι. Όταν ήτανε ν’ αρχίσει πάλι η πεζοπορία, ο Ηλίας ενημέρωσε τον Βασιλιά πως από εκεί και πέρα δεν είναι τόπος για «καβαλαρία» και ο Γεώργιος δυσανασχέτησε πολύ, ερωτώντας τον αν είναι τουλάχιστον πιο πέρα κατήφορος (για Σαμαριά).
– Δεν κατέω, του απάντησε. Δεν το κάτεχα πως θα περάσεις από παέ, να σου κάμω βασιλικό δρόμο.
Ο Τσουδερός βάδιζε με το ζόρι. Μετά από ώρα στο Μιτάτο του, ο γέρω – Βίγλης έσφαξε δύο αρνιά και τα ‘φτιαξε με το ρύζι για να φάνε οι πεζοπόροι όλοι. Όσοι επρόκειτο να αναχωρήσουν για την Αίγυπτο είχαν την αγωνία τι θα γίνει στην Αγιά Ρουμέλη και ο Βασιλιάς πρότεινε στον Ηλία να τον πάρουν μαζί.
– Μα μεγαλειότατε, ήμαστονε πέντε αδερφοί και οι τρεις είναι στρατιώτες και έχω και απάντρευτες αδερφές, ίντα γυρεύω εγώ στην Αίγυπτο;
Έτσι όταν τελείωσε η αποστολή του, ο Ηλίας πήρε τον τραχύ δρόμο της επιστροφής και μέσω Λάκκων έφταξε στο χωριό του αργά τη νύχτα.
Όσο για ένα πραγματικό θρίλερ, ένα άλλο περιστατικό εκείνων των ημερών, που συνταγματάρχης του βρετανικού στρατού, συνοδός του Βασιλέα μέχρις ενός σημείου, μετέφερε από Πελεκαπίνα απροσδιόριστη ποσότητα κιβωτίων με τον χρυσό του Βασιλικού Οίκου της Ελλάδας και τον «καταχώνιασε» στην περιοχή της κορυφής Μελινταού το έτος 2000, είχα αναφερθεί τότε με λεπτομέρειες, αλλά όχι ονόματα, που υπήρχαν, πως τότε ανασύρθηκε και «φυγαδεύθηκε» με ελικόπτερο με Αγγλοαμερικανική συνεργασία. Αν ενδιαφέρει, όσους δεν θυμούνται την αφήγηση, αυτό μια άλλη φορά.