Κάθε μέρα. Την ίδια ώρα περίπου, λίγο μετά το δείλι. Αναμνήσεις, σκέψεις, αποφάσεις, ρήξεις, συγκολλήσεις, προβλέψεις.
Θα ‘ταν όμορφος ο κόσμος, αν σύγνεφα δεν σκίαζαν τ’ αστέρια στον ουρανό, αν αγκάθια δεν εμπόδιζαν τα ρόδα να ευωδιάζουν στους κήπους, αν ποτάμια παρέσερναν μακριά μας τα στάσιμα νερά, αν όλοι, μεγάλοι και παιδιά, οι άνθρωποι χαμογελούσαν άκακα και άκουγαν τα χτυποκάρδια τους…
Βάζε, λοιπόν, κάθε στιγμή της εφήμερης ζωής των ανθρώπων, το χέρι στην καρδιά σου, σκούπιζε το δάκρυ της, χαμογέλα της … Όταν την νιώθεις να βάλλεται έξωθεν, να πάλλεται εντός της και να ριγεί, κάθε «ίσως», που σε πονά, μπορείς σε «σίγουρα», που σου γιατρεύει κάθε πόνο, να μετατρέπεις μόνος σου, εσύ ο ίδιος, και παρακάτω, χωρίς πληγές, να προχωρείς, φτάνει να την αφουγκράζεσαι όλα όσα θέλει να σου πει.
Να προχωρείς αλώβητος και την κάθε νέα μέρα που θα έρχεται και όσα φέρνει στο δισάκι της ν’ ανταμώνεις και στο πολύβουο ανθρωπολόι ν’ ανακατεύεσαι, εωσού βρεις το φως της αληθινής αγάπης. Με την ελπίδα, την πίστη και τη διαυγή όραση ως παντοτινές συνταξιδιώτισσές σου στο δύσκολο, αδιάκοπο και μακρινό ετούτο ταξίδι…
Μα μην ξεχνάς, χωρίς χαμόγελο ας μη βγαίνεις ποτέ από το σπίτι! Είναι το όπλο σου το δυνατό και ανίκητο, το ισοδύναμο της αγάπης!
Μα αν κάποιοι, στο δρόμο, αγύρτες ή/ και δημαγωγοί, να στο κλέψουνε θελήσουν με δολερές ή κακόψυχες παγίδες, μην φοβάσαι! Η καρδιά σου, ευγνωμονούσα για το χαμόγελο που της χαρίζεις, τον τρόπο, πρώτη και μόνη απ’ όλους, θα σου δείξει, δασκαλεμένη από το Θεό, αλάνθαστα πώς το δικό σου χαμόγελο να ξαναβρίσκεις και σαν άδυτος ήλιος να λάμπεις. Ακόμα κι αν οι ουρανοί από σύγνεφα μαύρα μοιάζουν σκοτεινοί…
* Στη σύζυγό μου, Μαρία