Του ΝΙΚΟΥ ΦΛΕΜΕΤΑΚΗ
Ένας άνδρας με κάποια χρόνια στην πλάτη να τον συνοδεύουν, μαζί με τη βακτηρία του, περιπατεί μόνος σκυφτός στο δρόμο, παραμονές Χριστουγέννων. Με το σιγανό,προσεκτικό του βηματισμό, έφτασε σε ένα γνώριμο σταυροδρόμι.
Στην άκρη του ενός δρόμου καθισμένη μια μεσημεριασμένη Μάνα, είχε καρφωμένο το βλέμμα στο απέραντο.
Στάθηκε κοντά της, ο άνδρας, δίχως η Μάνα να αλλάξει το βλέμμα της, που ήταν πάντα προς το απέραντο και ο ηλικιωμένος, είτε από περιέργεια, είτε από εσώψυχη απορία, στάθηκε απέναντί της…
Πλησιάζοντας, την καλημέρισε με υπέροχο προσήκοντα καθωσπρέπει τρόπο και ευγενικά, ενθυμούμενος εκείνο που κάποτε είχε διαβάσει: Να συμπεριφέρεσαι σε όποιον συναντάς σαν να είναι Θεός μεταμφιεσμένος. Και τη ρώτησε:
– Αν επιτρέπεται, τι αναπολείς, τι κοιτάζεις;
Εκείνη με ετοιμολογία απάντησε:
– Δεν κοιτάζω! γιατί δεν έχω το φως των αμαθιών μου. Είμαι μόνη! Κάθομαι, αναπολώ και βλέπω, με εκείνα τα μάθια της νιότης, εκείνης της εποχής, που δεν ξανάρχεται ποτέ και που την λέμε ανάμνηση, η οποία σήμερα, παραμονές Χριστουγέννων, τόσα συναισθήματα δημιουργεί, τα οποία έχουν περίσσιο φώς να βλέπεις το παρελθόν, που πίσω δεν γυρίζει και τόσα μας διδάσκει.
Γιατί εκείνο το απέραντο …παρελθόν, γεμάτο αναμνήσεις, όταν σβήσει είναι σαν να σβήνει κι ένα κομμάτι από το μέλλον της ζωής. Ακόμη ίσως να θέλουμε να ξεφύγουμε από το παρελθόν, όμως αν θέλουμε να ξεφύγουμε, πρέπει να έχουμε κάτι καλύτερο να του προσθέσουμε, αν μας έμεινε κάτι.
Ζω, αναπνέω, αναβιώνω, αναπολώ τα χρόνια εκείνα και αν έχω χάσει το φώς μου, δεν νοιάζομαι, γιατί αντί για φώς έχω το κάθε συναίσθημα, που συνδέεται με κάθε χρόνο των αναμνήσεών μου.
Νιώθω και αναπολώ την εποχή εκείνη, η οποία σήμερα έχει πολύ περισσότερο φως στην καρδία μου, στην ψυχή μου και γενικά στην όλη μου ζωή, χωρίς βέβαια να ξεπερνιέται εύκολα. Αφού μόνο αναμνήσεις μού έμειναν γιατί τα δυο παιδιά μου κατοικούν εκεί ψηλά στο απέραντο, μαζί με τον πατέρα τους κι εγώ εδώ, μόνη, με τα μάτια της ψυχής κάθομαι και αγναντεύω εκείνο το απέραντο με απλωμένα τα χέρια, μήπως και πιάσουν έστω και κάποιο φάντασμα, τώρα που πλησιάζουν οι άγιες ημέρες και θα στηθούν οι σκάλες για να ανεβοκατεβαίνουν οι άγγελοι, όπως τα παιδιά μου, στη φάτνη του νεογέννητου βρέφους.
Αυτά με κρατούν, αυτά θυμάμαι, αυτά αναπολώ και αυτά αναφέρω ή διηγούμαι, γιατί το άρωμα της ψυχής είναι η ανάμνηση.
Ο γέροντας ακούγοντας με μεγάλη προσοχή τα όσα του εξομολογήθηκε η μαυροφορεμένη Μάνα και θέλοντας να αλαφρώσει την πνιγηρή ατμόσφαιρα της είπε:
– Αγαπητή κυρία, τα λόγια σου με άγγιξαν και με γύρισαν χρόνια πίσω, όμως πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και έστω λίγη αίσθηση ξενοιασιάς ή αν θέλεις λίγο αλάφρωμα από το ψυχικό βάρος, που κουβαλούμε μέσα μας, χρειάζεται στις ψυχές μας.
Δεν είναι ο σημερινός άνθρωπος αυτόπτης μάρτυρας της γέννησης του Χριστού, αλλά χαίρεται για τη δημιουργία μιας νέας ζωής. Μόνο με τα μάτια της ανάμνησης της ψυχής του, μπορεί να ιδεί μια γέννηση ενός Θεού σε μια φάτνη, εκεί που το περίσσιο φως των αστεριών ανεβοκατέβαινε. Όπως εσύ τώρα. Έτσι εγώ το αντιλαμβάνομαι χάρη των αισθήσεων και της ανθρώπινης σκέψης μου…
Κι αγαπητή μου φίλη, σε βλέπω, αλλά και σε ακούω, άκουσε με κι εσύ. Θέλοντας ο γέροντας να απαλύνει, έστω και για λίγο, τον πόνο της ψυχής της και όπως είπε κι εκείνη κάτι πιο ανάλαφρο να προσθέσουμε σε εκείνο το παρελθόν, να υμνολογείς. Ναι… δίχως να χρειάζεσαι μάτια, με την ψυχή, τη σκέψη και την καρδιά.
Κι αν θέλεις μπορούμε να απαγγείλουμε ή να ψάλλουμε με τον προσήκοντα ιερό σεβασμό το υπέροχο ποίημα του Κωστή Παλαμά κοιτάζοντας και αναπολώντας οικογενειακές χαρούμενες στιγμές, γιατί και ο ποιητής με τα μάτια της ψυχής έγραψε το ποιητικό αυτό αριστουργηματικό Χριστουγεννιάτικο έργο του:
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός, στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Ελπίζω η απαλή αυτή διφωνία μας, να μετρίασε κάπως την ένταση της ψυχικής σου ανάμνησης!
– Σε ευχαριστώ καλέ μου φίλε για ό,τι προσπάθησες να μου προσφέρεις, είπε η μάνα, ξεχασμένη λίγο από το απέραντο, άφωτο παρελθόν.
Η αντάμωσή μας παραμονές Χριστουγέννων με γέμισε με θετικά συναισθήματα, τα οποία όλοι μας χρειαζόμαστε στην πορεία της δύσκολης διαδρομής της ζωής μας.
Ο Γέροντας με χαρούμενη όψη και με ένα απαλό άγγιγμα, δείγμα άδολης αγάπης της είπε:
– Πρέπει να ομολογήσω ότι κάθε άνθρωπος που συναντούμε έχει κάτι διαφορετικό, ιδιαίτερο ή ανώτερο από εμάς. Εσύ με τα μάτια της ψυχής ατενίζεις το απέραντο αναμνηστικό φως, διασκορπισμένο ως άρωμα μέσα στον κήπο της ψυχής σου. Έτσι δίδεις ένα μάθημα ζωής μαζί με την γέννηση της ζωής, του Χριστού, που είναι το φως του κόσμου.
Εμείς βλέπουμε με το φως των αμαθιών, το φως της ημέρας, αλλά πολλές φορές δεν το λογαριάζουμε τόσο, όσο όταν το στερηθούμε.
Γι’ αυτό με χαμόγελο ας μεταφερθούμε στο ευχάριστο κλίμα των ημερών κι ας θυμηθούμε τα παιδικά εκείνα χρόνια, που με το αρμόζον ύφος απαγγέλαμε το λαμπρό, το γεμάτο χαρά, ακτινοβόλο και φωτεινό ποιητικό αριστούργημα του Κ. Παλαμά. Και αν θέλεις ας έρθουν στο μυαλό μας οι εικόνες εκείνες των παιδικών μας χρόνων κι ας απαγγείλουμε ξανά μαζί, σαν μικρά παιδιά, το ποίημα του Κ. Παλαμά
Να ‘μουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι…
Καλά Χριστούγεννα καλή μου Κυρία κι ελπίζω κάποτε να ξανανταμώσουμε… με περισσότερη ευεξία και μια πιο ευχάριστη ψυχική διάθεση, που τόσο την έχουμε ανάγκη όσο και τόσοι άλλοι συνάνθρωποί μας.