Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ*
Α’ ΜΕΡΟΣ
Η χώρα
Η χώρα μας την τελευταία 8ετία τουλάχιστον, βιώνει την επώδυνη κατάσταση της βαθιάς οικονομικής κρίσης αφού τόσο οι οικονομικοί δείκτες της χώρας όσο και των τραπεζών παρουσιάζουν θλιβερή επιδείνωση.
Ωστόσο αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα λαθεμένων κινήσεων και επιλογών των τελευταίων χρόνων. Ήταν οι κεντρικές επιλογές των κυβερνήσεων αλλά και των κεντρικών φορέων και ακόμη και των συλλογικών οργάνων αλλά και των τραπεζών και ίσως και μεγάλου μέρους του λαού σε τελευταία ανάλυση που παρασύρθηκε σε λαθεμένες αποφάσεις.
Η κρίση λοιπόν προήλθε από τις λαθεμένες αποφάσεις των κυβερνώντων κυρίως τα δε αίτια της κρίσης είναι βαθύτερα και χαρακτηρίζονται ως πολιτικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, αλλά και ικανότητας λήψης σωστών αποφάσεων.
Με λίγα λόγια σε αυτό οδήγησε η αδυναμία και των κυβερνήσεων και του λαού μας γενικά να προσαρμοστούν στη σύγχρονη πολύ σκληρή πραγματικότητα την οποία το παγκόσμιο σύστημα οικονομικής και κοινωνικής διακυβέρνησης έχει επιβάλει.
Οι κοινωνικές συνθήκες στο αλλοτινό, μα και στο σύγχρονο Ρέθυμνο
Η περιοχή η δική μας, το Ρέθυμνο, βεβαίως και υποφέρει όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα από την οικονομική κρίση. Όμως εδώ και κάτι παραπάνω συμβαίνει που την ξεπερνά (την κρίση) και δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ήρεμη κατά τα άλλα ζωή των κατοίκων. Εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον έχουν παρουσιαστεί διάφορα ανησυχητικά γεγονότα αντικοινωνικής και παραβατικής συμπεριφοράς που σε συχνότητα και βαρύτητα ξεχωρίζουν από (τα) της υπόλοιπης Κρήτης. Έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η παραβατικότητα στο Ρέθυμνο περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά σε υποθέσεις ζωοκλοπής και αναφέρονταν μόνο στις τοπικές εφημερίδες και βέβαια θεωρούνταν μεγάλη μάστιγα για την περιοχή. Η δεκαετία του ’80 θα λέγαμε πως πέρασε με τις λιγότερες παραβατικές συμπεριφορές μιας και ήταν η εποχή των μεγάλων πολιτικών αλλαγών στη χώρα μας, με το λαϊκό κίνημα σε μεγάλη κινητικότητα και ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο σε θέματα ηθικής και δικαιοσύνης. Στο Ρέθυμνο επίσης εκείνη την περίοδο δινόταν μια μεγάλη μάχη σε επίπεδο λαϊκής επαγρύπνησης κατά της οπλοχρησίας στις κοινωνικές εκδηλώσεις και ως ένα σημείο είχε αποδώσει αποτελέσματα. Αργότερα και αυτή η επαγρύπνηση της κοινωνίας χαλάρωσε αρκετά έως που ακυρώθηκε εντελώς την δεκαετία του ’90. Αργότερα από την δεκαετία του ’90 και μετά το Ρέθυμνο από μια ήσυχη περιοχή που ήταν έως τότε βρισκόταν να ακούγεται σε Πανελλήνια δημοσιότητα για γεγονότα που συνέβαιναν στην περιοχή μας, όμως σχεδόν πάντα με αρνητικές αναφορές.
Η δεκαετία του ’90 ήταν η καθοριστική για την αλλαγή και ως προς τη συχνότητα αλλά και ως προς τη βαρύτητα των παραβατικών συμπεριφορών στο Ρέθυμνο.
Είναι σίγουρα και η δεκαετία όπου αρχίζουν να αποδίδουν οι επενδύσεις στον τουρισμό αλλά και στους άλλους τομείς της οικονομίας που δραστηριοποιούνται στον Νομό, και έτσι να αλλάζει η οικονομική θέση των κατοίκων. Το Ρέθυμνο έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αφενός λόγω του μικρού του πληθυσμού, αλλά και της περιορισμένης οικονομικής του θέσης, σπάνια ακουγόταν σε Πανελλήνια δημοσιότητα. Βέβαια αλήθεια είναι πως τότε ούτε ιδιωτική ραδιοφωνία υπήρχε αλλά ούτε και ιδιωτική τηλεόραση και έτσι η δημοσιοποίηση γεγονότων ήταν περιορισμένη. Μπορούμε να πούμε πως από τις πρώτες αναφορές των Πανελλήνιων ΜΜΕ στο Ρέθυμνο πέραν των προεκλογικών συγκεντρώσεων, ήταν οι αναφορές που γινόταν για εκδηλώσεις του Πανεπιστημίου, των Αρχαιολογικών ανακαλύψεων της Ελεύθερνας και του Μοναστηρακίου ή και για το «Αναγεννησιακό φεστιβάλ» της πόλης. Ξαφνικά όμως το Ρέθυμνο τέλη του ’90 αποκτά δημοσιότητα αλλά με αρνητικό περιεχόμενο. Τα γεγονότα χάρις στα οποία ακουγόταν η περιοχή μας στα ΜΜΕ ήταν συνήθως παραβατικές συμπεριφορές.
Είναι εμφανής η κλιμάκωση ως προς τη βαρύτητα αλλά και ως προς τη συχνότητα της παραβατικότητας που συμβαίνει στην περιοχή μας. Έχομε φτάσει σήμερα, το Ρέθυμνο να βιώνει ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που μάλλον αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις. Φοβόμαστε, πως σε κάποιο χρονικό διάστημα θα έχομε μια γενικευμένη αίσθηση ανασφάλειας που ευτυχώς δεν υπάρχει μέχρι σήμερα όπως συμβαίνει σε άλλες περιοχές της χώρας μας όπως ας πούμε στην Δυτική αλλά και στην Ανατολική Αττική, στην Βοιωτία αλλά και αλλού.
Ακόμη και στην υπόλοιπη Κρήτη, όπου και εκεί συμβαίνουν παραβατικές συμπεριφορές, δεν έχομε αυτή την ένταση και τη συχνότητα του φαινόμενου!
Αυτό μας προκαλεί μεγάλη έκπληξη γνωρίζοντας, πως ήταν το Ρέθυμνο διαχρονικά! Οι κάτοικοι του Ρεθύμνου, πάντα ξεχώριζαν με τη συμπεριφορά τους, και χαρακτηρίζονταν από τον σεβασμό και την κατανόηση στον συνάνθρωπο. Ο Παντελής Πρεβελάκης περιγράφοντας τους Ρεθεμνιώτες της δεκαετίας του 1930 στο «Χρονικό μιας πολιτείας» γράφει… οι πολίτες του Ρεθέμνου ήταν άνθρωποι αγαθοί, σεμνοί, και συνάμα περήφανοι, διαβασμένοι και καλότροποι, κοντολογίς είδος ποθητό μέσα στο πολυτάραχο νησί.
Μια ιστορική αναδρομή στην κοινωνία του Ρεθύμνου
Θα επιχειρήσομε μια σύντομη αναδίφηση της ιστορικής και κοινωνικής ζωής του Ρεθύμνου αναζητώντας τις αιτίες του φαινομένου της αύξησης της παραβατικότητας. Υπάρχουν ας πούμε πληγές του παρελθόντος που τροφοδοτούν μια τέτοια αντικοινωνική εξέλιξη;
Στη μακραίωνή του ιστορία το Ρέθυμνο και οι κάτοικοί του, από τα Ενετικά χρόνια όπου αρχίζει να υπάρχει καταγεγραμμένη ιστορία, χαρακτηρίζονται ως φιλήσυχοι άνθρωποι που αγαπούσαν τις τέχνες και τα γράμματα. Ήταν μεν φτωχοί λόγω κυρίως του ορεινού της τοπογραφίας της περιοχής αλλά και των λίγων πλουτοπαραγωγικών τους πόρων, ωστόσο οι ηθικές αξίες της ανεξαρτησίας, της ελευθερίας, και του σεβασμού προς τους συμπολίτες τους και τους ξένους, ήταν πάντα μέσα στη φύση τους.
Από τα Ενετικά χρόνια, καταγράφονται επαναστάσεις κατά των Ενετών κατακτητών, όπου πρωτοστατούν και Ρεθεμνιώτικες οικογένειες, όπως των Καλλέργηδων, των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών. Αργότερα και πάλι στη δεύτερη μεγάλη περίοδο σκλαβιάς στην Κρήτη, της Τουρκοκρατίας, η συμβολή των Ρεθεμνιωτών στους αγώνες για την ελευθερία και την ανεξαρτησία ήταν πολύ μεγάλη. Από τις πρώτες Κρητικές εξεγέρσεις κατά των κατακτητών του Δασκαλογιάννη στα 1770 οι Ρεθεμνιώτες είχαν σημαντική συμμετοχή, και αργότερα στην επόμενη εξέγερση του 1822 και τη θυσία στο σπήλαιο του Μελιδονίου το 1823. Σε όλες τις μετέπειτα εξεγέρσεις είχαν επίσης μεγάλη συμμετοχή. Στα 1866 και το Αρκάδι, στην εξέγερση του 1877, του 1879, του 1897, αλλά και αργότερα στην επανάσταση του Θέρισσου και τους τελευταίους αγώνες μέχρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κρήτης και της Ένωσης με υπόλοιπη Ελλάδα το 1910.
Πολλοί ήρωες και μαχητές στους αγώνες αυτούς ήταν Ρεθεμνιώτες. Αργότερα επίσης Ρεθεμνιώτες οπλαρχηγοί πήραν μέρος στους Μακεδονικούς και τους Βαλκανικούς αγώνες την εποχή του ’12-’13 αλλά και μετέπειτα με την Κρητική Χωροφυλακή και τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως ελευθερωτή της Θεσσαλονίκης, και της υπόλοιπης Μακεδονίας.
Στη δεκαετία του 1920 στην Μικρασιατική καταστροφή και στη μετέπειτα ανταλλαγή των πληθυσμών, το Ρέθυμνο αγκάλιασε τους νεοφερμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας, και συναίνεσαν να τους διανεμηθούν κλήροι από περιουσίες στα περίχωρα της πόλης. Οι Ρεθεμνιώτες με περίσσια αγάπη και συμπόνια δέχτηκαν τους πρόσφυγες και πολύ σύντομα μεικτοί γάμοι συνένωσαν ακόμη περισσότερο τους δυο πληθυσμούς που δεν ξεχώριζαν καθόλου μεταξύ τους.
Επίσης πολύ μεγάλη ήταν και η συμμετοχή στους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών στην κατοχή της Κρήτης. Ακόμη και μετά την απελευθέρωση το 1945 οι συγκρούσεις στον εμφύλιο που ταλαιπώρησαν όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, και άφησαν αγιάτρευτες πληγές, στο Ρέθυμνο όπως βέβαια και σχεδόν και σ’ όλη την Κρήτη σχεδόν δεν υπήρξαν. Στους τελευταίους αγώνες των ομάδων της Εθνικής αντίστασης στο Ρέθυμνο, οι επιχειρήσεις ήταν από κοινού. Επίσης την ημέρα που οι ένοπλες ομάδες της Εθνικής αντίστασης μπήκαν στην πόλη, ήταν όλοι μαζί ενωμένοι! Και από την πλευρά της ΕΟΡ αλλά και από την πλευρά του ΕΛΛΑΣ! Και αυτό νομίζουμε πως ήταν ένα μεγαλείο που ίσως να μην συνέβη και σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας να εμφανιστούν από την πρώτη ημέρα της απελευθέρωσης ενωμένες οι δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης. Οι Λαϊκοί και κοινωνικοί αγώνες του λαού μας συνεχίστηκαν και τις επόμενες δεκαετίες με συμμετοχή και του Ρεθύμνου στους αγώνες του ανένδοτου και του 114 αλλά και στις κινητοποιήσεις τα δύσκολα χρόνια της αποστασίας. Μερικά χρόνια αργότερα επιβλήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα όπου και πάλι οι Δημοκρατικά ευαίσθητοι πολίτες του Ρεθύμνου είχαν ξανά σημαντική συμμετοχή στον Αντιστασιακό αγώνα κατά της χούντας. Στο Ρέθυμνο ιδρύθηκε και είχε την έδρα της, η μοναδική Αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στην Κρήτη κατά της δικτατορίας, που ονομαζόταν ΔΕΚΑ (Δημοκρατική Ένωση Κρητών Αγωνιστών). Τα ιδρυτικά μέλη της οργάνωσης προέρχονταν και από τους τέσσερις νομούς της Κρήτης, όμως οι συναθροίσεις τους γινόταν πάντα στο Ρέθυμνο. Μέλη της υπήρξαν και έξι πρώην αλλά και μετέπειτα βουλευτές και υπουργοί της Ένωσης Κέντρου και του ΠΑΣΟΚ, καθώς και άλλοι αγωνιστές που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα επόμενα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η οργάνωση αυτή δυστυχώς εξαρθρώθηκε πολύ ενωρίς μόλις οκτώ μήνες από την ίδρυσή της, τον Νοέμβριο του 1967 και οι αγωνιστές της καταδικάστηκαν από το Στρατοδικείο Χανίων σε πολυετείς καθείρξεις από 2 έως και 11 χρόνια τα οποία και εξέτισαν έως και την πτώση της δικτατορίας το 1974. Αποδεικνύεται λοιπόν το υψηλό Δημοκρατικό και κοινωνικό αίσθημα των κατοίκων του Ρεθύμνου που 50 ή και 60 χρόνια αργότερα από τα χρόνια που ο Πρεβελάκης τους ψυχογραφεί την δεκαετία του 1930, παρέμεινε το ίδιο.
Η κοινωνική και οικονομική ομοιομορφία του πληθυσμού του Ρεθύμνου
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας του Ρεθύμνου, ήταν πως για διάφορους λόγους, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των κατοίκων παρουσίαζε μεγάλη ομοιομορφία. Δεν υπήρχαν μεγάλοι γαιοκτήμονες, που το πιο πιθανόν θα ήταν να εμφάνιζαν αυταρχική και βάναυση συμπεριφορά, όπως συνέβαινε σε άλλες περιοχές της χώρας. Έτσι δεν δημιουργήθηκαν μεγάλες ανισότητες και δεν αναπτύχθηκαν μίση που θα δημιουργούσαν αντιπαλότητες μεταξύ των πολιτών. Ακόμη, δεν υπήρχαν ακτήμονες όπως συνέβαινε σε άλλα μέρη της Ελλάδας, πράγμα που θα είχε σαν αποτέλεσμα οι φτωχοί και μη προνομοιούχοι αυτοί άνθρωποι (οι ακτήμονες) να αισθάνονταν εντελώς ανασφαλείς και να ένοιωθαν ότι η καθημερινότητά τους αλλά και η ζωή τους τελικά εξαρτιόταν από κάποιους άλλους που θα διαφέντευαν τις τύχες των ίδιων και των παιδιών τους. Το γεγονός αυτό της σχετικής κοινωνικής και οικονομικής ομοιομορφίας σε ένα συγκεκριμένο και σχετικά περιορισμένο κοινωνικό χώρο, όπου τα μέλη του έχουν την αίσθηση του ενιαίου συνόλου, τους δημιουργούσε την αίσθηση της βαθιάς αλληλεγγύης μεταξύ τους. Επίσης οι άνθρωποι της τότε αστικής τάξης του Ρεθύμνου, η οποία προσδιορίζονταν περισσότερο από κοινωνικά και λιγότερο από οικονομικά χαρακτηριστικά, που αποτελούνταν από ολιγάριθμες οικογένειες εμπόρων κυρίως, διακατέχονταν από περισσή ευγένεια και ανθρωπιά απέναντι και στους εργαζόμενούς τους αλλά και στους λοιπούς συμπολίτες τους με τους οποίους συναλλάσσονταν. Αυτό νομίζουμε ότι ήταν μία ένδειξη υψηλού πολιτισμικού επιπέδου που σαν ισχυρός ποιοτικός παράγοντας επανατροφοδοτούσε την υγιή ψυχοκοινωνική κατάσταση του Ρεθύμνου με πολλαπλά οφέλη για τις μελλοντικές γενιές. Έτσι λοιπόν τα πάθη των κατοίκων περιορίζονταν στον καθημερινό τους αγώνα για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους. Ωστόσο παρ’ όλη την μικρή τους οικονομική δυνατότητα οι κάτοικοι του Ρεθύμνου προσπαθούν να μορφώσουν τα παιδιά τους περιορίζοντας αφάνταστα τις δικές τους ανάγκες. Γενικά το ποσοστό των πτυχιούχων στον Νομό μετά την πολυτάραχη εποχή της Γερμανικής κατοχής και του εμφύλιου πολέμου ήταν αρκετά υψηλό αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την οικονομική θέση των κατοίκων και συγχρόνως τα έξοδα που απαιτούνταν για τη φοίτηση στα Πανεπιστήμια. Επί πλέον παρατηρείται το φαινόμενο αρκετές οικογένειες να στέλνουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό για να σπουδάσουν και κυρίως στη Γερμανία και στην Ιταλία. Έχομε παράδειγμα οικογένειας όπου ο γιος τους σπούδασε Νομικά στην Γερμανία την δεκαετία του 1920, καθώς επίσης και άλλης οικογένειας όπου δύο γιοι τους σπούδασαν Πολιτικός Μηχανικός και Γιατρός στην Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Το φαινόμενο βέβαια των σπουδών στο εξωτερικό συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες και συνεχίζεται έως και σήμερα.
Η κοινωνικοοικονομική εξέλιξη του νομού
Η περίοδος της Αναγέννησης από την λήξη του εμφυλίου ως και την πτώση της δικτατορίας
Στην πραγματικότητα η Νέα Ελλάδα και μαζί της φυσικά και το Νέο Ρέθυμνο εμφανίζεται από την δεκαετία του ’50 και μετέπειτα. Η χώρα αλλά και η περιοχή μας πληγωμένη βαθιά τόσο από τη Γερμανική κατοχή όσον και από τον Εμφύλιο προσπαθεί να αναγεννηθεί. Οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 περνάνε πολύ δύσκολα με μεγάλη προσπάθεια να δημιουργηθεί και να οργανωθεί έστω μια μικρή παραγωγική βάση. Οι συνθήκες διαβίωσης στην ύπαιθρο ήταν πολύ σκληρές και περιορίζονταν στις δυνατότητες επιβίωσης. Η γεωργική παραγωγή περιορίζονταν στις ανάγκες διαβίωσης της κάθε οικογένειας. Οι συνθήκες αυτές διατηρούνται και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας το ’60, με την πολυτάραχη πολιτική κατάσταση που οδήγησε στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας και την 7χρονη οπισθοδρόμηση της ελάχιστης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις προσπαθούσαν να προωθήσουν. Ο μικρός πλούτος της περιοχής προέρχεται κυρίως από την παραγωγή λαδιού, χαρουπιών, σταφίδας σουλτανίνας, κίτρων και αιγοπρόβειου κρέατος από κοπάδια που εκτρέφονται με τον παραδοσιακό πανάρχαιο τρόπο. Τα υπόλοιπα γεωργικά προϊόντα, όπως τα δημητριακά, τα ψυχανθή, τα φρούτα, τα λαχανικά και τα τυροκομικά προϊόντα, δεν συμμετέχουν στο τοπικό εμπορικό ισοζύγιο λόγω του ότι δεν υπάρχουν οργανωμένες μονάδες παραγωγής ή εκτεταμένες καλλιέργειες και έτσι η κάθε οικογένεια παράγει ό,τι χρειάζεται για να καταναλώσει.
Η εποχή της ανάπτυξης – Η εμφάνιση του τουριστικού ρεύματος
Φτάνουμε λοιπόν στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στην πτώση της δικτατορίας και την επανόρθωση των Δημοκρατικών θεσμών. Το οικονομικό επίπεδο των Ρεθεμνιωτών συνεχίζει να διατηρείται χαμηλό και ως τα τέλη της δεκαετίας. Ήδη όμως από τα μέσα της δεκαετίας έχει αρχίσει να δίνεται σε κυκλοφορία ο Βόρειος οδικός άξονας της Κρήτης, ο οποίος υπήρξε και το μεγαλύτερο έργο που έγινε ποτέ στην Κρήτη και σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας εποχής για ολόκληρο το νησί και για το Ρέθυμνο. Είναι η εποχή που άρχισε να εμφανίζεται ο τουρισμός στο Ρέθυμνο, που ήδη είχε ξεκινήσει σε περιοχές του Νομού Ηρακλείου όπως στη Χερσόνησο και στα Μάλια, καθώς και του Λασιθίου όπως στον Άγιο Νικόλαο και στην Ελούντα. Οι πρώτες μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες το «El Greco» και το «Rithymna» αρχίζουν να λειτουργούν στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Στα τέλη της δεκαετίας, η τουριστική κίνηση έχει αυξηθεί αρκετά και το Ρέθυμνο αρχίζει να κατοχυρώνεται ως τουριστικός προορισμός. Έτσι αρχίζει να αλλάζει και η οικονομική κατάσταση της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Οι μεγάλες αλλά και οι μικρομεσαίες τουριστικές επενδύσεις αλλάζουν εντελώς τον οικονομικό χάρτη του Νομού. Η αξία της γης και ιδιαίτερα των αστικών οικοπέδων αλλά και όλων των αγροτεμάχιων που βρίσκονται στις τουριστικές περιοχές, υπερπολλαπλασιάζεται. Οι περιοχές που επηρεάζονται πολύ από αυτές τις μεταβολές, είναι κατ’ αρχήν όλη η Βόρεια παραλιακή πλευρά του Νομού από τη Γεωργιούπολη έως και το Φόδελε, η αστική ζώνη του Ρεθύμνου και των γειτονικών του οικισμών από τον Πρινέ και το Γεράνι από τα Δυτικά και έως την Κυριάννα και την Αμνάτο προς τα Ανατολικά. Ακόμη επηρεάζονται και αποκτούν πολλαπλάσια αξία και όλες οι παραλιακές περιοχές του Νότιου Ρεθύμνου από το Ροδάκινο και έως την Αγία Γαλήνη, καθώς και οι ημιαστικές περιοχές της ενδοχώρας, όπως του Περάματος και του Σπηλίου. Συγχρόνως χιλιάδες κάτοικοι του Νομού, απασχολούνται στον τουρισμό είτε ως εργαζόμενοι είτε ως επαγγελματίες σε δραστηριότητες εξυπηρέτησης του τουρισμού.
Επιπλέον από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 αλλάζει εντελώς και ο χάρτης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στον Νομό μας και σ’ ολόκληρη σχεδόν την Κρήτη. Πολλές από τις παλαιές καλλιέργειες εγκαταλείπονται, ως μη συμφέρουσες πια και εμφανίζονται νέες περισσότερο κατάλληλες στη γεωμορφολογία του Νομού, που αποδίδουν και περισσότερο. Εγκαταλείπονται σταδιακά η καλλιέργεια δημητριακών και ψυχανθών, όπως και η συλλογή των χαρουπιών που εθεωρούνταν σημαντικό προϊόν για το εισόδημα των αγροτών του Ρεθύμνου και λίγο αργότερα εγκαταλείπεται και η καλλιέργεια της σουλτανίνας και των κίτρων.
Συγχρόνως συντελείται μια μεγάλη αλλαγή στο κύριο πλουτοπαραγωγικό προϊόν που είναι οι ελιές και το λάδι με την εγκατάλειψη των παλαιών ελαιόδεντρων και τη φύτευση νέων ποικιλιών που αποδίδουν πολύ περισσότερο. Έτσι το γεωργικό εισόδημα από το κύριο αγροτικό προϊόν του Νομού, το λάδι, υπερπολλαπλασιάζεται. Μεγάλη συμβολή στην βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του Νομού έχουν και οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες, που ωστόσο δεν καθίστανται νευραλγικές όπως σε άλλους νομούς της Κρήτης. Αλλά και ο τομέας της κτηνοτροφίας αλλάζει ριζικά. Δημιουργούνται εκατοντάδες οργανωμένες κτηνοτροφικές μονάδες, άλλες πολύ σύγχρονες και άλλες λιγότερο, με αποτέλεσμα να υπερπολλαπλασιαστεί το ζωικό κεφάλαιο. Παράλληλα με τον εκσυγχρονισμό της κτηνοτροφίας, σταδιακά δημιουργούνται μερικές δεκάδες μεσαίες μονάδες επεξεργασίας του γάλακτος με σημαντική παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων. Αν θα μπορούσαμε να είχαμε στοιχεία από την αξία του παραγόμενου εγχώριου προϊόντος στο Νομό μας πριν τη δεκαετία του ’80 και μετά οι διαφορές θα ήταν τρομακτικές. Έτσι θεωρούμε ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο ρυθμός βελτίωσης της οικονομικής θέσης των κατοίκων του Ρεθύμνου είναι πολύ μεγάλος.
Συνεχίζεται
* Ο Γιώργος Ουρανός είναι ψυχολόγος, πρώην διοικητής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Χανίων