Πολλές είναι οι προωθούμενες καλλιέργειες που ενθαρρύνονται για ολόκληρη την Ελλάδα από το αρμόδιο υπουργείο, όμως δεν θεωρούνται όλες αποδοτικές. Ιδανικές για την Κρήτη από άποψη κλίματος είναι οι τροπικές και υποτροπικές καλλιέργειες, όπως είναι αυτή του αβοκάντο. Κάποιοι άλλοι επιλέγουν λιγότερο δημοφιλή προϊόντα όπως το φραγκόσυκο, που πριν μερικά χρόνια ξεριζωνόταν από τα εδάφη ως ασύμφορος καρπός.
Όσο μεγάλο όμως είναι το ενδιαφέρον για νέες καλλιέργειες, άλλο τόσο δαιδαλώδης είναι η διαδικασία εξασφάλισης κοινοτικών πόρων για την αρχή της επιχείρησης. Τα προγράμματα Σχεδίων Βελτίωσης για ορεινές-ημιορεινές περιοχές, όπως το Ρέθυμνο, μπορούν να επιδοτήσουν μέχρι και το 50% του κεφαλαίου για έναν κατ’ επάγγελμα αγρότη, που επιθυμεί να ασχοληθεί με νέες καλλιέργειες, ενώ φτάνουν το 60% για Νέους Αγρότες. Εντούτοις τα χρήματα αυτά εισπράττονται μετά την επένδυση. Με άλλα λόγια, ο επίδοξος καλλιεργητής νέων αγροτικών προϊόντων, πρέπει πρώτα να επενδύσει ολόκληρο το ποσό κι έπειτα από κάποιο καιρό θα πάρει πίσω τα χρήματα που καλύπτονται από την επιδότηση. Μια εναλλακτική μέθοδος εξεύρεσης αρχικού κεφαλαίου θα μπορούσε να είναι το πρόγραμμα για νέους αγρότες που αναμένεται να «τρέξει» την ερχόμενη περίοδο και αφορά ποσά από 14.000 ευρώ έως 70.000 ευρώ. Το πρόγραμμα δεν επιδοτεί την καλλιέργεια καθεαυτή, παρέχει όμως ένα αρχικό κεφάλαιο για το στήσιμο της υποδομής.
Από τα ελαιόδεντρα στα υποτροπικά φρούτα
Η πρωτογενής παραγωγή μπορεί να αποτελέσει πυλώνα ανάπτυξης για την τοπική οικονομία. Μέχρι πρότινος οι
επιδοτήσεις για την ελαιοπαραγωγή έστρεφαν τη συντριπτική πλειονότητα των γεωργικών καλλιεργητών προς αυτή την κατεύθυνση. Επίσης μετά την αισθητή πτώση των επιδοτήσεων τα τελευταία χρόνια, αρκετοί είναι οι παραγωγοί που έχοντας κρίνει ως ασύμφορη τη συντήρηση των ελαιόδεντρων, έχουν εγκαταλείψει τα «λιόφυτα» τα οποία με την πάροδο του χρόνου μετατρέπονται σε «δάση». «Έχουμε ανάγκη από αγροτική παραγωγή στο Ρέθυμνο», είπε στα «Ρ.Ν.», η διευθύντρια του Γραφείου Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής, Ευθ. Βυδάκη. «Υπάρχει μια πολύ πλούσια χλωρίδα στον τόπο μας. Παλιότερα έντονη ήταν η παρουσία αυτοφυών φυτών, τα οποία όμως στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν», συνέχισε η ίδια. Άλλωστε και το φαινόμενο της υπερβόσκησης συνέβαλε αρκετά, ώστε πολλά από τα εδάφη που διαφορετικά θα ήταν εκμεταλλεύσιμα, σήμερα να μην θεωρούνται γόνιμα.
Στην ερώτηση που αφορούσε τις καλλιέργειες, οι οποίες βάσει κλιματικών και εδαφικών συνθηκών θα μπορούσαν να είναι αποδοτικές στην Κρήτη, η κα. Βυδάκη αναφέρθηκε στη μελέτη του ομότιμου καθηγητή Δεντροκομίας του ΤΕΙ Κρήτης, Δρ. Σπ. Λιονάκη. Υπό τον τίτλο «Εναλλακτικές Τροπικές και Υποτροπικές καλλιέργειες Οπωροφόρων για το Δήμο Ρεθύμνης» η μελέτη έχει να κάνει με προτεινόμενες νέες καλλιέργειες για την περιοχή. «Η Κρήτη διαθέτει κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες για την καλλιέργεια αρκετών ειδών οπωροφόρων δέντρων τόσο της Εύκρατης όσο και της τροπικής και υποτροπικής ζώνης. Ειδικά στο Δήμο Ρεθύμνης, εκτός από τα γνωστά φυλλοβόλα οπωροφόρα (μηλιά, αχλαδιά, κερασιά, δαμάσκηνα, ροδακινιά, ακτινίδιο, καρυδιά) μπορούν να καλλιεργηθούν εμπορικά μερικά γνωστά ή άγνωστα σε πολλούς τροπικά ή υποτροπικά οπωροφόρα όπως είναι το αβοκάντο, η μπανάνα, η δεσπολιά, η ροδιά, η συκιά, η φραγκοσυκιά, ο λωτός, το μάνγκο, το λίτσι, η τσεριμόγια, η πασσιφλόρα, η παπάγια, το πεκάν» αναφέρει σε αυτήν ο Δρ. Σπ. Λιονάκης.
Εναλλακτικές καλλιέργειες αρωματικών
φυτών, χόρτων για σαλάτες και
υποτροπικών καρπών όπως το αβοκάντο
Τα «Ρ.Ν.» μίλησαν και με τον κ. Γ. Σταμαθιουδάκη του οποίου το γραφείο ασχολείται ανάμεσα σε άλλα με νέους γεωργούς, σχέδια βελτίωσης και επιδοτήσεις επιχειρήσεων. Ο ίδιος αναφέρθηκε σε διάφορες εναλλακτικές καλλιέργειες που θα μπορούσαν να υπάρξουν στο Ρέθυμνο. Αρχικά έκανε μια ενδεικτική αναφορά στα αρωματικά φυτά αλλά και τα διάφορα είδη χόρτων που χρησιμοποιούνται σε σαλάτες, όπως το σταμναγκάθι. «Δεν υπάρχει συστηματική καλλιέργεια αρωματικών φυτών. Θα μπορούσαν να αναπτυχθούν τέτοιες καλλιέργειες, όπως θα μπορούσαν να αναπτυχτούν και θερμοκηπιακές. Υπάρχουν για παράδειγμα κάποιοι που ήδη έχουν ξεκινήσει και βάζουν σταμναγκάθι. Πλέον έχει αρχίσει κανείς να το βρίσκει σε μαγαζιά. Υπάρχουν και άλλα είδη χόρτων που είναι καλλιεργούμενα. Παρ’ όλες τις διαφορές τυποποιημένου και αυτοφυούς σίγουρα μια ταμπέλα «Σταμναγκάθι Κρήτης» δίνει άλλη δυναμική στο προϊόν», δήλωσε ο κ. Σταμαθιουδάκης.
Μια άλλη εναλλακτική καλλιέργεια, η οποία υπάρχει στο Ρέθυμνο, είναι αυτή του αβοκάντο. Το φρούτο αυτό έχει πολλά πλεονεκτήματα, αλλά είναι χρονοβόρο, καθώς τα πρώτα αποτελέσματα καλλιέργειας και παραγωγής του φαίνονται μετά τα πρώτα 5-6 χρόνια. Μάλιστα, όπως τόνισε ο ίδιος, ήδη στο Ρέθυμνο λειτουργεί ένας συνεταιρισμός που εμπορεύεται το φρούτο. «Το αβοκάντο είναι ένα τρομερό προϊόν. Έχει πάρα πολύ καλή τιμή και ποικιλίες που πιάνουν όλη την καλλιεργητική περίοδο, οπότε μπορείς να έχεις όλο το χρόνο παραγωγή. Κάνει βέβαια έξι χρόνια για να βγει στην παραγωγή. Για να έχεις δηλαδή απτά οφέλη θα πρέπει να πας στα οκτώ χρόνια. Πιάνει σε διάφορες περιοχές, αρκεί να υπάρχει νερό ενώ δεν έχει ασθένειες, διότι είναι ξενικό είδος το οποίο δεν επηρεάζεται από ασθένειες που υπάρχουν εδώ λόγω συνθηκών. Κατευθείαν λοιπόν μιλάμε για ένα βιολογικό προϊόν. Μάλιστα η τιμή είναι και συγκριτικά χαμηλή σε σχέση με αυτήν που θα μπορούσαν να έχουν αν οι καλλιεργητές εμπορεύονταν το προϊόν μόνοι τους. Υπάρχει πλέον κι ένας συνεταιρισμός βιοκαλλιεργητών για την εμπορία του αβοκάντο», υπογράμμισε για την καλλιέργεια αυτή ο τελευταίος.
Το φραγκόσυκο και τα προτερήματα
της καλλιέργειάς του
Αλλά και το φραγκόσυκο εντάσσεται στις προωθούμενες εναλλακτικές καλλιέργειες με τις οποίες ασχολούνται Ρεθεμνιώτες καλλιεργητές. Ο κ. Γ. Φραγκούλης, πρόεδρος της Γεωργικής Αναπτυξιακής Κρήτης Α.Ε.(Gea Creta) εξήγησε στα «Ρ.Ν.» τους λόγους για τους οποίους προχώρησε στην καλλιέργεια του αυτοφυούς καρπού. «Είναι ένα προϊόν που καλλιεργείται χρόνια στο εξωτερικό, όπως στη Σικελία ή στο Μεξικό. Στην Ελλάδα και πιο πολύ στην Κρήτη, που είναι η καλή περιοχή της φραγκοσυκιάς, δεν καλλιεργήθηκε ποτέ επαγγελματικά. Ήταν ένα αυτοφυές φυτό, κάποιοι έκοβαν ένα φύλλο για να αποκτήσουν ένα φυτό στην αυλή τους σε μια πεζούλα ή απλώς για να έχουν ένα φρούτο να τρώνε. Τίποτα παραπάνω δε γινόταν. Παρότι ήταν ένα φυτό εγκλιματισμένο, που οι συνθήκες της Κρήτης είναι τέλειες για την καλλιέργειά του. Είναι εύγευστο φρούτο αλλά έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα, έχει αγκάθι. Ήταν λοιπόν δύσκολη η συλλογή του εκ των πραγμάτων».
Πριν όμως ασχοληθεί με την καλλιέργεια, ο κ. Φραγκούλης και οι συνεργάτες του είχαν προχωρήσει σε ενδελεχή μελέτη προκειμένου να υπάρχει συγκεκριμένο πλάνο καλλιέργειας και διάθεσης στην αγορά. «Μετά από 4-5 χρόνια που το ψάχνω ως καλλιεργητής, κατέληξα στο ότι η πιο συμφέρουσα καλλιέργεια είναι αυτή. Γιατί έχει μικρό καλλιεργητικό κόστος με μεγαλύτερο προσδοκώμενο αποτέλεσμα και γρήγορη απόσβεση. Το φραγκόσυκο από τη δεύτερη κιόλας χρονιά ξεκινά την παραγωγή του. Φτάνουμε στο μάξιμουμ της παραγωγής την πέμπτη χρονιά. Είναι εγκλιματισμένο στην Κρήτη λόγω των ξηροθερμικών συνθηκών και απαιτεί λίγο νερό. Άλλωστε αυτό θα είναι ένα μεγάλο πρόβλημα τα επόμενα χρόνια, η λειψυδρία, με χαμηλότερες βροχοπτώσεις και σε περιορισμένο χρόνο. Το φυτό αυτό λοιπόν είναι παντός καιρού και έχει και μικρές καλλιεργητικές φροντίδες», τόνισε ο κ. Φραγκούλης αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν στην καλλιέργεια του φραγκόσυκου.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Πολιτεία δεν ήταν σε θέση να δώσει κάποια κατεύθυνση. «Όλα έγιναν από ιδιωτική πρωτοβουλία. Το προϊόν δεν είναι επιδοτούμενο. Είναι στις προωθούμενες καλλιέργειες αλλά δεν επιδοτείται. Που σημαίνει ότι οποιοδήποτε κόστος επένδυσης βαρύνει εξ ολοκλήρου τον καλλιεργητή», σημείωσε σχετικά με το ζήτημα. Αυτό που κατά κύριο λόγο εκμεταλλεύεται κανείς στην καλλιέργεια φραγκόσυκου είναι ο καρπός, «Τον οποίο θα τον διαθέσουμε τυποποιημένο, νωπό σαν φρούτο και σε μορφή μαρμελάδας, κομπόστας και άλλων υποπροϊόντων. Του χρόνου θα έχουμε το πρώτο προϊόν στην αγορά». Όσον αφορά τα πρώτα μηνύματα έπειτα από πέντε χρόνια ενασχόλησης και ενός χρόνου παραγωγής είναι κατά τον κ. Φραγκούλη «πάρα πολύ αισιόδοξα».
«Υπάρχει αγορά και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τόσο σε μορφή φρούτου όσο και σε μεταποιημένο προϊόν. Το θέμα είναι ότι για να καλύψεις τη ζήτηση θα πρέπει να έχεις προϊόν και σε ποσότητα αλλά καλό και σε ποιότητα. Πόσο μάλλον για να απευθυνθείς στο εξωτερικό που θέλει τυποποίηση, πιστοποίηση κλπ», συνέχισε ο ίδιος. Ενδεικτικά μάλιστα αναφέρθηκε ότι η πρώτη προσπάθεια για καλλιέργεια έγινε αφού εξασφαλίστηκε το ελάχιστο των 200 στρεμμάτων που είχε τεθεί ως όριο από τον κ. Φραγκούλη και τους συνεργάτες του. «Για λιγότερα δεν υπήρχε λόγος να το κάνουμε», συμπλήρωσε, σημειώνοντας παράλληλα ότι σήμερα στην εταιρεία συμμετέχουν 152 άτομα.
Συνοψίζοντας, το να ασχοληθεί κάποιος με τη γεωργική καλλιέργεια είναι μία απόφαση ζωής. Χρειάζεται σοβαρή προπαρασκευαστική ενασχόληση άλλα και γνώση των γεωργικών μεγεθών και της τεχνογνωσίας που απαιτείται για το κάθε προϊόν. Για να είναι αποδοτική μια καλλιέργεια χρειάζονται πολλά στρέμματα γης. Όπως φάνηκε από τα παραπάνω, το ζήτημα αυτό λύνεται μέσω συνεταιρισμών ή εταιρικών σχημάτων. Επίσης πέρα από τα μαθήματα που θα λάβει κάποιος που θα ενταχθεί στο πρόγραμμα των Νέων Αγροτών, καλό θα είναι να έχει κάποιον κατ’ επάγγελμα αγρότη στο περιβάλλον του για να τον συμβουλεύει και να τον κατευθύνει. Τέτοιες νέες εναλλακτικές καλλιέργειες, όπως οι προαναφερόμενες αποτελούν σίγουρα μια διέξοδο για τον αγρότη σήμερα. Τα φρούτα αυτά έχουν μεγάλη ζήτηση στην αγορά, ενώ σε μεγάλο βαθμό η Ελλάδα τα εισάγει για να καλύψει τις ανάγκες της.
Άλλωστε οι καρποί των περισσότερων τροπικών και υποτροπικών δέντρων παράγονται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Σε συνδυασμό λοιπόν με την συνεχώς αυξανόμενη τουριστική κίνηση της Κρήτης, οι καρποί θα μπορούσαν να διοχετευτούν και να καταναλωθούν από τους ξένους επισκέπτες, άμεσα στην τοπική αγορά. Θα μπορούσε δηλαδή με άλλα λόγια, η πρωτογενής παραγωγή και η τουριστική ανάπτυξη να αποτελέσουν πραγματικές «ατμομηχανές» ανάκαμψης και ακμής της τοπικής οικονομίας σε έναν εντελώς αυτόνομο κύκλο κίνησης του ντόπιου κεφαλαίου.