Η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο δυστυχώς δεν έγινε στην καλύτερη συγκυρία. Πραγματοποιήθηκε ελάχιστες μέρες μετά την δολοφονία του Ιρανού υποστράτηγου Κασέμ Σουλεϊμανί από αμερικανικές δυνάμεις στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης και λίγες ώρες πριν την επίθεση του Ιράν με πυραύλους σε βάσεις των ΗΠΑ στο Ιράκ.
Πέραν της επικαιρότητας τους ζητήματος με το Ιράν, η συνάντηση αυτή έλαβε χώρα σε μια περίοδο που η Αμερική είναι μια έντονα διχασμένη χώρα. Ο Ντόναλντ Τραμπ ακροβατεί διαρκώς μεταξύ του αξιώματος του και των προσωπικών του συμφερόντων, ενώ παραπέμπεται σε δίκη στη γερουσία για κατάχρηση εξουσίας και παρακώλυση της καλής λειτουργίας του Κογκρέσου. Παράλληλα, το 2020 αποτελεί για την Αμερική την χρονιά των επόμενων προεδρικών εκλογών. Λογικό ήταν η συνάντηση αυτή να μην αποτελεί πολιτικό γεγονός υψηλής σημασίας για τα αμερικάνικα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη.
Ως λαός μας αρέσει να πιστεύουμε ότι αποτελούμε το κέντρο του κόσμου όπου όλα περιστρέφονται γύρω μας. Κάτι τέτοιο βέβαια απέχει πολύ από την πραγματικότητα και έτσι στην συνάντηση των δύο ηγετών, το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων, οι οποίοι εξαπέλυαν καταιγισμό ερωτήσεων προς τον Αμερικανό πρόεδρο, μονοπώλησαν οι εξελίξεις στο Ιράν και εσωτερικά τους ζητήματα. Στη μία και μοναδική ερώτηση την οποία δέχθηκε ο πρόεδρος Τραμπ για τη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, απέφυγε να καταδικάσει ή να έρθει σε αντίθεση με τις κινήσεις της Άγκυρας. Κάθε επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ εκλαμβάνεται λανθασμένα ως προσδοκία απόλυτης στήριξης της χώρας μας απέναντι στην Τουρκία. Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ποτέ βέβαια. Οι ΗΠΑ στην καλύτερη περίπτωση κρατάνε αποστάσεις προσπαθώντας να διατηρήσουν ισορροπίες. Πόσο μάλλον τώρα που ο πρόεδρος Τραμπ δεν κρύβει τις φιλικές του διαθέσεις (που φημολογείται ότι στηρίζονται σε προσωπικά συμφέροντα) προς τον Τούρκο πρόεδρο. Σε κάθε περίπτωση, το να αναμένουμε κάθε φορά ότι η Αμερική θα τα «σπάσει» με έναν σημαντικό στρατηγικό και οικονομικό της εταίρο όπως είναι η Τουρκία είναι τουλάχιστον αφελές.
Με βάση όλα τα παραπάνω δεν περιμέναμε σημαντικά αποτελέσματα από την συνάντηση των δύο ηγετών. Ο Έλληνας πρωθυπουργός φάνηκε έτοιμος, στις ελάχιστες ερωτήσεις που αφορούσαν άμεσα την Ελλάδα, έκανε παρεμβάσεις διατυπώνοντας με σαφήνεια τις ελληνικές θέσεις (χωρίς μάλιστα να ερωτάται ο ίδιος προσωπικά από τους παρευρισκόμενους δημοσιογράφους). Ακόμη οι τοποθετήσεις του ήταν προσεκτικές και απευθύνονταν στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ και όχι σε προσωπικές φιλοφρονήσεις στο πρόσωπο του προέδρου Τραμπ όπως είχαμε δει στην τελευταία επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον.
Τα όποια οφέλη είχε η επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ δεν αφορούν τόσο στην συνάντηση με τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο, αλλά τις διευρυμένες συναντήσεις και επαφές στα κατώτερα επίπεδα. Τα οφέλη αυτά μένει να φανούν στο άμεσο μέλλον και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα αφορούν τις διαφορές μας με την Τουρκία αλλά εκείνο για το οποίο «καίγεται» αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση και η χώρα: τις επενδύσεις.
Η Αμερική δεν είναι μόνο ο πρόεδρος της όπως είναι η Ρωσία, ούτε μόνο το κράτος της όπως είναι η Κίνα. Η Αμερική είναι σε μεγάλο βαθμό οι επιχειρηματίες και οι μεγάλες εταιρίες της. Έτσι, αναμένουμε να δούμε εάν η επένδυση του ενεργειακού κολοσσού της ExxonMobil στην Κύπρο επεκταθεί στα νότια της Κρήτης και στον αγωγό East Med. Τα σχέδια της αμερικανικής ΟΝΕX για τα ναυπηγεία της Ελευσίνας, ζητήματα διευθέτησης των αμερικανικών δασμών για τις ελληνικές εξαγωγές, το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη ΔΕΠΑ, τα περιφερειακά λιμάνια και την Εθνική Ασφαλιστική ήταν επίσης στην ατζέντα των συζητήσεων και μένει να δούμε αν θα υπάρχουν εξελίξεις στο άμεσο μέλλον.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος, πολιτικός επιστήμονας