Μαρτυρικό τέλος περίμενε το εκκλησίασμα της Λαμπινής, που εκείνο το πρωινό της 20ης Ιανουαρίου 1829 έσπευσε στον ιστορικό ναό της Παναγίας να λειτουργηθεί και να τιμήσει τη μνήμη του Αγίου Ευθυμίου.
Οι Τούρκοι του Αλμπάν μπέη ξεπλήρωσαν ένα χρέος παλιό του αφέντη τους, που ήταν εφιάλτης του τόπου, όταν άνοιξε μαζί του λογαριασμό ο ήρωας Φουρογιάννης, πυροβολώντας τον χωρίς να τον σκοτώσει, δημιουργώντας εκεί έναν ακόμα βωμό θυσίας.
Μεσούσης της θείας λειτουργίας έριξαν αναμμένα στουπιά, βουτηγμένα στο λάδι, μέσα στο ναό και όσοι άνδρες βγήκαν πέρασαν από το μαχαίρι των αλλόθρησκων. Τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα.
Κάποιοι βέβαια είχαν προλάβει να φύγουν, όπως και ο Φουρογιάννης, όταν αντιλήφθηκαν στον ερχομό των Τούρκων.
Ο Μιχαήλ Μ. Παπαδάκις μας διέσωσε όλο το ματωμένο χρονικό με σειρά δημοσιευμάτων από το 1957. Πρωτοστάτησε επίσης στην επίσημη καθιέρωση του εορτασμού που γίνεται κάθε Γενάρη στο ηρωικό χωριό, τη Λαμπινή.
Όπως αναφέρει ελάχιστοι διασώθηκαν. Μετρημένοι στα δάχτυλα της μιας χειρός.
Αξίζει να γνωρίσουμε λοιπόν αυτούς τους τραγικούς αυτόπτες μάρτυρες μέσα από τα στοιχεία της έρευνας του Μιχαήλ Μ. Παπαδάκι.
Τι λέει ο Pashley για το δράμα
Ήταν 21 Φεβρουαρίου 1834 όταν βρέθηκε στην Πηγή ο Βρετανός οικονομολόγος Robert Pashley (1805-1859) που ταξίδεψε στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Κρήτη, έχοντας μελετήσει όλα τα μέχρι τότε γνωστά συγγράμματα και μας άφησε πολύτιμα στοιχεία με τα βιβλία των εντυπώσεών του. Ο προεστός Αριστείδης Παπαδάκις φιλόξενα του άνοιξε το σπίτι του, όπως το συνήθιζε. Εκστατικός παρακολουθούσε γύρω του ο περιηγητής με τόσα ενδιαφέροντα που τον περιέβαλαν. Μια ξένη γυναίκα τράβηξε την προσοχή του με ένα παιδί. Ρώτησε, έμαθε, εντυπωσιάστηκε από την περιπέτεια της γυναίκας και καταχωρεί την παρακάτω μαρτυρία στο βιβλίο του Travels in Crete ( V.I 119.120.121).
«Γύρω στις 20 μέρες μετά τα Χριστούγεννα, που ακολούθησαν το θάνατο του Χατζή-Μιχάλη (Σ.Σ Νταλιάνη στο Φραγκοκάστελο) μια πολυάριθμη ομάδα ενόπλων Τούρκων, έφυγαν από την πόλη του Ρεθύμνου ένα Σάββατο βράδυ, λίγη ώρα πριν τα μεσάνυχτα. Τώρα σε όλες τις περιόδους του πολέμου οι Έλληνες ήταν σταθεροί στην εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Στο χωριό Λαμπινή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου είχε συναθροιστεί στην εκκλησία, ένα μικρό εκκλησίασμα οκτώ χριστιανών έξ’ από τους οποίους είχαν μαζί των και τας συζύγους των.
Τούτο το χωριό είναι δεκαοχτώ μίλια από το Ρέθεμνος και οι Μωαμεθανοί γνώριζαν καλά ότι θα βρουν τους χριστιανούς συναθροισμένους στις προσευχές των στην εκκλησία των κατά τα χαράματα της Κυριακής.
Αμέσως μετά την άφιξή τους επιτέθηκαν στα θύματά των και αποπειράθηκαν να μπουν βιαίως στην Εκκλησία. Δυο ή τρεις απ’ αυτούς πλήρωσαν το τίμημα της θρασύτητάς των, αλλά οι άλλοι συνέχιζαν περί τις τρεις ώρες ένα χωρίς αποτέλεσμα πυρ από τα παράθυρα και τα ανοίγματα του κτιρίου, εναντίον των εντός Χριστιανών. Στο τέλος υιοθέτησαν ένα περισσότερο βέβαιο τρόπο εχθροπραξίας, σωριάσματος κοντά στην είσοδο ξερών ξύλων και άλλων καυσίμων πάνω στα οποία εχύθη λάδι και δαυλός πάνω στα έτσι συναχθέντα υλικά.
Γρήγορα η θύρα κατεστράφη και οι Χριστιανοί δεν είχαν τρόπο να διαφύγουν από τις φλόγες, Αντίστασις και φυγή ήταν εξίσου αδύνατες. Εν τέλει οι άνδρες όλοι εκυκλώθηκαν και κατεσφάγησαν.
Μια από τις γυναίκες λιποθύμησε ημιπνιγείσα από τον καπνό. Όταν συνήλθε βρήκε την εαυτή της σφικτά δεμένη με σχοινιά στην πλάτη ενός μουλαριού και είχε ήδη προχωρήσει στα μισά περίπου του δρόμου προς το Ρέθυμνο. Τα μαλλιά της, η σκούφα της και τα ενδύματά της ήσαν όλα σκληρά από το πηχτό αίμα του σκοτωμένου συζύγου της. Ο άγριος που την είχε σκλάβα του δεν πέτυχε να την πωλήσει επί δεκαπέντε μέρες, διαρκούντος όλου αυτού του χρόνου συνέχιζε να φορά τα ενδύματα που τόσο είχαν διαβραχεί από το αίμα του συζύγου της. Αυτή εξηγοράσθη από τον φιλοξενούντα, ο οποίος τότε ζούσε στο Ρέθεμνος και αυτός επίσης αγόρασε και το μικρό παιδί από τον Τούρκο ιδιοκτήτη του. Το παιδί αν ενθυμούμαι σωστά είναι η θυγατέρα της γυναίκας και το τίμημα που του κόστισε ήταν ογδόντα τούρκικα γρόσσια». (Κατά υπολογισμούς Παπαδάκι στοίχισαν και οι δυο, μάνα και κόρη όσο 128 κιλά λάδι)».
Στη μαρτυρία του Pashley προσθέτει τα δικά του συμπεράσματα ο Μιχαήλ Παπαδάκις:
«Η Μηλιά Μουζουράκη, γράφει, με το κοριτσάκι της την Εργινούσα ήταν οι μόνες Λαμπιθιανές που γλίτωσαν τη σκλαβιά χάρις στην ευσπλαχνία μια αράπισσας.
Δεν μπορούσαν όμως να εκθέσουν για πολύ σε κίνδυνο τη γυναίκα που τις ευεργέτισε. Έτσι κάποια στιγμή έφυγαν και κατάφεραν με χίλιες προφυλάξεις, από τα Περιβόλια να φθάσουν στους πρόποδες του βουνού Βρύσινας».
Για ένα μεγάλο διάστημα κι επειδή υπήρχε μόνο ότι βρήκαμε από την έρευνα σε βάθος του Μιχαήλ Παπαδάκι, υπήρχε η αίσθηση ότι κάποιο λάθος είχε συμβεί γιατί μια άλλη Μουζουράκη φέρεται να έχει διασωθεί από τον Πορτάλιο και να γίνει γυναίκα του και μάνα του μετέπειτα οπλαρχηγού στην επανάσταση του 1866 Εμμ. Πορτάλιου.
Κι ένα πρωί, όπως έκανα εκπομπή στο Studio Ρέθυμνο 980, δέχομαι ένα τηλεφώνημα στον «αέρα» από τον Εμμ. Καραγιαννάκη, κάτοικο Παντάνασσας που μου είπε:
«Όταν η Μηλιά σύζυγος του Καραγιάννη σώθηκε με τα παιδιά της από την αράπισσα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου, φυγαδεύτηκε νύχτα εκτός πόλης από την παραλία και φτάνοντας στην περιοχή «Κόρακα Καμάρα» συνάντησε τον οπλαρχηγό Πορτάλιο από την Παντάνασσα Αμαρίου, ο οποίος την μετέφερε μαζί με τα παιδιά της στο χωριό του και τους φιλοξένησε. Μετά από κάποιο διάστημα την παντρεύτηκε αποκτώντας μαζί της ένα γιο τον Μανώλη Πορτάλιο, μετέπειτα αρχηγό της επανάστασης του 1866. Ο Στέλιος Καραγιαννάκης, γιος της Μηλιάς επέστρεψε στην Λαμπινή, όπου παντρεύτηκε και απόκτησε ένα γιο τον Μανώλη, ο οποίος ήταν ο παππούς μου. Στη συνέχεια τα παιδιά που έκανε πέθαιναν και θεώρησε καλό να επιστρέψει στην Παντάνασσα, όπου έκανε πολυμελή οικογένεια, στην οποία ανήκω». Αυτά για να ακουστεί και η άλλη άποψη σχετικά με τους απόγονους της μοναδικής διασωθείσας από το ολοκαύτωμα της Λαμπινής.
Συνοψίζει πάντως ιδανικά ο Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης σ’ ένα από τα οδοιπορικά του στη Λαμπινή, που δημοσιεύτηκε στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα».
Από τα γυναικόπαιδα σώθηκαν η χήρα Μηλιά Μουζουράκη με τα δυο της παιδιά (ο 5χρονος Στέλιος και η 3χρονη Δέσποινα, ο άντρας της Μανόλης σφάχτηκε στην εκκλησία). Στης Άμμος την πόρτα μια Αράπισσα σκλάβα τους λυπήθηκε και τους έκρυψε στα υπόγεια. Όταν συνήλθαν τους έδωσε χρήματα και ένα καλάμι, να προχωρούν από τη θάλασσα μέχρι να πατώνει το καλάμι. Στου Κόρακα την Καμάρα συνάντησε τον οπλαρχηγό Νίκο Πορτάλιο, που είχε έρθει από την Παντάνασσα για να τους σώσει. Την έστειλε στο χωριό του και αργότερα παντρεύτηκαν, ενώ απέκτησαν ένα γιο το Μανόλη (αργότερα Γενικό αρχηγό του 1866).
Με τα χρήματα της Αράπισσας, αγόρασε ένα περιβόλι, ενώ όταν μεγάλωσε ο Στέλιος γύρισε στη Λαμπινή και παντρεύτηκε, αποκτώντας ένα γιο τον Μανόλη. Η άλλη γυναίκα ήταν η χήρα του Γιάννη Μουζουράκη, που κατέληξε στην Πηγή, ενώ η τρίτη ήταν η χήρα του Θεόδωρου Θεοδωράκη (τον έσφαξαν κι αυτόν), το γένος Βαλέργα, που αργότερα γύρισε στο χωριό και παντρεύτηκε το Γιάννη Απανωμεριτάκη, κάνοντας τρεις γιους (Ιωάννη, Δημήτρη, Θανάση) και δύο κόρες.
Για πρώτη φορά η θυσία των Λαμπιθιανών γιορτάστηκε το 1977 και από τότε κάθε χρόνο στις 20 Ιανουαρίου, μετά από έρευνες του Μιχάλη Μυρ. Παπαδάκη από το Βάτο.
Στην εκκλησία τοποθετήθηκε μαρμάρινη επιγραφή, που θύμιζε τη θυσία μέσα από τους στίχους του Κώστα Απανωμεριτάκη:
«Τιμώντας οι απόγονοι
την μνήμη των προγόνων
στον τόπο της θυσίας των
στένουν προσκυνητάρι…».
Ήταν χρέος μας να συμπεριλάβουμε στο αφιέρωμα όλα αυτά τα στοιχεία που αναδεικνύουν το δράμα στη Λαμπινή. Μια ακόμα θηριωδία των Τούρκων που γράφτηκε με αίμα στη σύγχρονη ιστορία.