Εμέτρησε και ξαναμέτρησε ο Κρόνος στα δαχτύλια του τσοι μήνες που είχε σφιχταγκαλιάσει τη Ρέα και άφηκε στα σπλάχνα τζη το σπόρο ντου, φωθιά αναμμένη… Παραξενεύτηκε και ο ίδιος με την ορμή και το πάθος του και ας ήταν μεσομεστωμένη η ορντινάτσα ντου…. Όσο περνούσανε οι μέρες και δεν εξέχνανε εκειονά το καυτερό τελευταίο συναπάντημα με την κερά ντου, τόσο εμπαίνανε στσ’ αυτάρες του κάτι ψύλλοι τεράστιοι σα τζοι αστακοκαραβίδες τση Ντίας, και δεν τον αφήνανε να βρει ηρεμία.
«Μπα… Πράμα παράξενο είναι ετούτο αλλά ας είναι δα», εμονολόγησε και βούτηξε στην Ανατολική πλευρά τση Ντίας, την Αγκινάρα, να δροσερέψει την κάψα που ‘καιγε την κεφαλή ντου. Πιο πέρα πετάχτηκε τρομαγμένος από τ’ απόνερα τση βουτακιάς, ένας παλλίκαρος, γιος του Ποσειδώνα, που ψάρευε, μεζέ για το νέκταρ του κυρού ντου. Μπλομπλό τονε λέγανε και ήταν πρόγονος ενός άλλου Μπλομπλού που πολλούς αιώνες μετά συνεχίζει στον ίδιο ντόπο να κολυμπά παρέα με τα ψάρια και να τρυγά για τσοι φίλους του μεζέδες ούζου και ρακής που αντικατέστησαν εντωμεταξύ την αμβροσία και το νέκταρ του Ποσειδώνα.
Μα και η θάλασσα δεν εκαταλάγιασε τσ’ ανησυχίες του Βασιλιά Κρόνου. Κάτι περίεργες γκριμάτσες των ψαριών, που του έδειχναν περιπαιχτικά τη γλώσσα ντως, τον ανησύχησαν ακόμα πιο πολύ, και ‘δωκε μια και βγήκε στον Καρτερό και εξεπλήθηκε απ’ τ’ αλάτσι τση θάλασσας. Ύστερα πήρε απάνω όθε ντο Καστέλι κι ήκατσε να ξεκουραστεί παρέκει απ’ του Ξυδά, Λύκτο το λέγανε τότες. Εκειά του ‘πανε οι αθρώποι που τον προϋπαντήσανε, πως μεγάλο κακό τον ανημένει: Ο γιος που θα γεννήσει η γυναίκα ντου, θα τονε καθαιρέσει από βασιλιά και θα του πάρει τα πρωτεία. Μάλιστα του μηνυτέψανε πως είδανε μέρες περασμένες την κερά ντου τη Ρέα, με φούσκα την κοιλιά και ίσαμε σαράντα οπλισμένα παλικάρια να την έχουνε στη μέση και ν’ ανηφορίζουνε από τσοι βόλιτες και του Τσούλη το μνήμα όθε ντα Λασιώτικα Βουνά.
«Όπα, θα μου την κάνει το κωλόπαιδο», εσκέφτηκε και πήρε επιτόπου τσοι αποφάσεις του.
– Δε δα προκάμει, μια χαψά θα το κάνω ανε το βρω γεννημένο, αλλιώς θα τση κολλώ ανεποδαρές μέχρι να το απορρίξει, εσκέφτηκε και δίδει ένα καμπανό και κάθεται στο Καρφί, κοντά στην Άμπελο, ν’ αγναντέψει μήπως δει πουθενά την κουστωδία τση Κεράς του. Μα δεν εθώριε πράμα. Είδε μόνο νοτικά οπίσω ντου ένα ωραίο τόπο, ένα πανέμορφο κάμπο με πρασινάδες, μηλιές και ανεμόμυλους και μονολόγησε:
«Επαέ δα να ναι χωσμένη, που αλλού δα βρεί πιο όμορφο τόπο να γεννήσει; Που είναι όμως τρυπωμένη;».
Εβράδιασε και η απογούρα επερόνιαζε τα κόκκαλά ντου έτσα που ήτανε και γερασμένα. Θωρεί ένα σπήλιο πιο πάνω από το Τζερμιάδω παραδίπλα στην Καζάρμα, δίδει μια και χώνεται μέσα (Κρόνιο λένε το Σπήλαιο από τότε).
«Έπαε δα χωθώ και θα γυρέψω όλο το ντόπο το πρωί… που θα μου πάει, θα τηνε ξετρυπώσω και αυτή και τη σπορά μου», μουρμούρισε.
Μα επερνούσανε οι μέρες και πράμα. Ρωτούσε από δω και από κει αλλά κανείς δεν την είχε δει. Ανησύχησε γιατί κατά τους υπολογισμούς του έπρεπε να ήτανε μπλιό γεννημένη και τα πράγματα εδυσκολεύανε. Έπρεπε να σκοτώσει το μωρό και δείλιαζε λίγο στη σκέψη πως ήτανε γιος του.
Μια ταχινή δίνει ένα σάλτο και κάθεται στο Σπαθί τση Μαδάρας.
– Από παδέ ψηλά δα αγναντέψω τον τόπο και ίσως σταθώ πιο τυχερός, εσκέφτηκε.
Είδε ωστόσο στα πόδια ντου αποκάτω ένα όμορφο μικρό κάμπο, το Λιμνάκαρο, γεμάτο με απιδιές με δροσερά χειμωνάπιδα και σκέφτηκε να κατεβεί να φάει δυο να δροσιστεί.
Έφαε όμως πολλά και εβαρέθηκε να πάρει πάλι απάνω προς το Σπαθί τση Μαδάρας. Ετρύπωσε στο Σπήλιο τση Περιστεράς, εκειά δίπλα, για να περάσει το βράδυ. Εκεί του χαμογέλασε και η τύχη. Έτσα κατά το Μεσονύχτι, ήφταξε στ’ αυτιά ντου ένα παράξενο κλάμα μωρού και ύστερα το βέλασμα μιας αίγας, μέσα στη σιγαλιά τση νύχτας.
– Όπα, εβρήκα τσοι, είπε και πετάγεται όξω. Τουρλώνει τσοι αυτάρες του και κόφτει αζιμούθιο δυτικά κατά το Ντούμπα Μούτσουνα πιο πάνω από ένα δροσερό χωριό το Ψυχρό. Με ένα σάλτο να τονε στην αυλή ενός μεγάλου σπήλιου. Ένα μωρό έκλαιγε στον πάτο. Θωρεί και κάμποσα οπλισμένα παλλικάρια έκεια κοντά και σίγουρος πια, κατεβαίνει να ψάξει το μωρό να το σκοτώσει. Έκεια όμως ήτανε που μπέρδεψε το πράμα, δεν ήταν εύκολο. Ένιωσε τις θεϊκές του δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν και ας εκατάπινε βράχους ολόκληρους που μοιάζανε με μωρό παιδί. Έτρωγε ότι εύρισκε μπροστά ντου και ας τονε παρακάλαγε η γυναίκα του να λυπηθεί το βρέφος. Την άρπαξε από τα μαλλιά και τηνέ πέταξε παραδίπλα σε μια λίμνη του Σπήλιου για να τηνέ πνίξει. Τότε ήταν όμως που κατάλαβε πως και το μωρό δεν ήταν σαν όλα τα μωρά. Ήταν διαφορετικό από τ’ άλλα και ας ήταν λίγων ημερών. Έβγαλε μια στριγγλιά που έμοιαζε με όνομα, κάτι σαν: Αμάλθειααα… Πετάγεται τότε από ένα διπλανό σπηλιαράκι μια αίγα με θεόρατο μπόι και κάτι κέρατα σαν τ’ αντενάκια των ανεμόμυλων. Ξανοίγει τονε με κάτι μάτια που έβγαζαν φωτιές, παίρνει φόρα και δίδει του μια κουτουλιά στα πισινά που ήτανε η μισή περίσσα. Σα μπάλα εσηκώθηκε στον αέρα, επέταξε σα το γυπαετό που εκαθότανε στον πόρο του Σπήλιου και τον εκοίταζε μοχθηρά όταν έμπαινε, επήρε ύψος και εκαρφώθηκε με φόρα και με τη μούρη ψηλά στον τοίχο του Σπήλιου. Εκειά επόμεινε η φάτσα ντου όπως ήτανε και εζωγραφίστηκε στο σταλακτίτη με τις ματάρες, τη μύτη, το κούτελο και τα γένια όλα στραπατσαρισμένα από το χτύπο τση κουτουλιάς τσ’ Αμάλθειας που τόνε κόλλησε στον τοίχο.
Έκεια τονε βρήκε πολλούς αιώνες μετά ο δάσκαλος ο Πυτικομιχάλης από την Καλαμαύκα μαζί με τα μαθητούδια ντου, τονε φωτογράφησε και ύστερα τόνε τύλιξε πακέτο με κολοκυθόφυλλα από τον Κάμπο του Λασιθιού και τον ήπεψε, πεσκέσι ταχυδρομικώς στη διεύθυνση:
Υπατείον παραπλάνησης
Μούσιον του Ηράκλη
Απόγεια Κρήτης…
Συνεχίζεται. (Να το θυμάστε…)
Σημείωση συντάκτη: Το παραπάνω κείμενο το βρήκα γραμμένο (χαραγμένο) μια βραδιά στον τοίχο του Σπήλιου τση Περιστεράς στο Λιμνάκαρο. Είχαμε καλή παρέα στο μετόχι μου και πίναμε τίμιο ντόπιο κρασί από το μοναδικό αμπέλι της περιοχής.
Με ονείρεψε ένας θεόρατος άντρακλας που είχε φάτσα σαν τη φωτογραφία που ‘βγαλε στο Δικταίο Άντρο ο δάσκαλος Πιτυκομιχάλης.
Εξαναπήγα κι άλλες φορές να το ξαναδιαβάσω, αλλά δεν το ξανάδα. Δεν θυμάμαι από την ζαλάδα και σε ποιό τοίχο του σπήλιου ήτανε.
Παράκληση λοιπόν προς τους ανεπηρέαστους ιστορικούς να μην πάρουν στα πολύ σοβαρά την ιστορία μου, μέχρις οριστικής επιβεβαίωσης.
Συνεχίζω την έρευνα στο Σπήλιο τση Περιστεράς παρέα με ντόπιες βιτσίλες…
* Ο Γιώργος Μηλιαράς είναι από το Ψυχρό Λασιθίου