Ο Καύκασος, που ιστορικά υπήρξε σημαντικός χώρος μυθολογικής αναφοράς αλλά και κοιτίδα πολλών λαών, υπήρξε συγχρόνως και μια πολυεθνική περιοχή που γεννούσε διαχρονικά ένταση και συγκρούσεις. Η μετάβαση από την πολυεθνική ενιαία Σοβιετική Ένωση, στα μετασοβιετικά κράτη δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Κατά την περίοδο της διάλυσης στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η νεαρή Γεωργία επιδεικνύοντας έναν ακραίο εθνικισμό ήρθε σε ανοιχτή αμφισβήτηση της αυτόνομης υπόστασης της Οσετίας, της Αμπχαζίας και της Ατζαρίας. Αποτέλεσμα ήταν οι διαδοχικοί πόλεμοι, πρώτα με τους Οσετίνους και στη συνέχεια με τους Αμπχάζιους.
Στη δίνη των πολέμων αυτών θα βρεθεί κι η ελληνική κοινότητα στο Σοχούμι, η πιο ανθηρή πόλη των Ελλήνων του σοβιετικού Πόντου. «Ο Πόντος», η Συνομοσπονδία των ομογενών της πρώην ΕΣΣΔ απέστειλε στις 8/2/93, στον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, την εξής δραματική επιστολή: «Αξιότιμε Κύριε Πρωθυπουργέ, […] θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας στη δυσχερή κατάσταση, στην οποία βρίσκονται οι ομογενείς […] στην Αμπχαζία. Στη ζώνη των αιματηρών ενόπλων συγκρούσεων του Σοχουμίου, παραμένουν ακόμη περί τους 2.000 Έλληνες και είναι επιτακτική η ανάγκη απομακρύνσεώς τους από εκεί. Κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες οι άνθρωποι αυτοί δεν δύνανται να απομακρυνθούν με ίδια μέσα […] ενώ αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των τραυματιών και των φονευθέντων…».
Στις 10/6/93 η υφυπουργός Βιργ. Τσουδερού πραγματοποίησε περιοδεία στη Νότια Ρωσία, στη Γεωργία, στην Αρμενία και στο Αζερμπαϊτζάν. Έγιναν συναντήσεις με εκπροσώπους της Γεωργίας, τη Ρωσική Πρεσβεία στην Τιφλίδα και το Πατριαρχείο Γεωργίας κι επαφές με εκπροσώπους των ομογενών της Αμπχαζίας και της Γεωργίας. Επίσης μια ελληνική αντιπροσωπεία επί μέρες και με την συνοδεία ένοπλων αξιωματικών, πήγε σε όλες τις γειτονιές της πόλης και στα γύρω χωριά που υπήρχε ελληνικός πληθυσμός, για να ειδοποιήσει και προετοιμάσει τους ομογενείς. Η παρουσία της δε εκεί, τους εμψύχωσε κι αναπτέρωσε το ηθικό και το φρόνημά τους. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση μιας ηλικιωμένης ελληνίδας της περιοχής: « …από τότε που ακούστηκε πως είσαστε εδώ, οι ντόπιοι μας υπολογίζουν και μας σέβονται περισσότερο».
Ακολουθώντας βήμα-βήμα το χρονικό της επιχείρησης φαίνεται ξεκάθαρα η σπουδαιότητα και το μέγεθος του εγχειρήματος, το οποίο ουσιαστικά ξεκίνησε από το Φλεβάρη του ‘93 κι ενώ οι εμφύλιες συγκρούσεις ήταν σε εξέλιξη. Τότε εκπρόσωποι της ομογένειας από Γεωργία και Ρωσία, επισκέφθηκαν την υφυπουργό εξωτερικών Τσουδερού και της ανέλυσαν τη δυσχερή κατάσταση των ομογενών στην Αμπχαζία.
Η υφυπουργός ζήτησε την άμεση υποβολή εισηγήσεων από το Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε. (Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων) και από συναρμόδιες υπηρεσίες, για την ενδεχόμενη οργάνωση μεταφοράς των ομογενών (ναύλωση πλοίων κ.λπ.), για τον απαιτούμενο χρόνο οργάνωσης, για τις δυνατότητες και το κόστος μεταφοράς και τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας στην Αμπχαζία.
Λίγους μήνες μετά (21/7/93), τρία στελέχη της Ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα, με εντολή της, μετέβησαν στη Γεωργία για να προετοιμάσουν, μαζί με τον εκεί εκπρόσωπο του ΕΙΥΑΠΟΕ κ. Αδάμη Μητσοτάκη, την επιχείρηση εντοπισμού και οργάνωσης των ομογενών για τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Οι εντολές του προέδρου του ΕΙΥΑΠΟΕ κ. Γιώργου Ιακώβου (μετέπειτα υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου) ήταν, η ομάδα να μεταβεί στο Σοχούμι και: να πληροφορηθεί για την ύπαρξη ασφαλών (από στρατιωτικής πλευράς) λιμένων ή αγκυροβολιών, να υπολογισθεί ο αριθμός των ομογενών, να εξετάσει τη δυνατότητα μεταφοράς των σε 3-4 χωριά ή και χώρους κοντά στο σημείο επιβίβασης, να συντάξει χρονοδιάγραμμα μεταφοράς των ομογενών του Σοχούμι και να διερευνηθούν οι απόψεις-θέσεις της κυβέρνησης της Γεωργίας για τη σχεδιαζόμενη δραστηριότητα.
Κατά ευνοϊκή συγκυρία στις 27/7/93 υπεγράφη μεταξύ των αντιμαχόμενων η Συμφωνία του Σότσι για τον τερματισμό του πολέμου. Η συμφωνία δεν τηρήθηκε αλλά δόθηκε η ευκαιρία στην Ελλάδα να οργανώσει την επιχείρηση απεγκλωβισμού. Τα μέλη της ελληνικής αποστολής όταν κατάφεραν να μεταβούν στο Σοχούμι (31/7/93), αντίκρισαν μια πόλη χωρίς ηλεκτρικό και νερό, χωρίς τρόφιμα, από την οποία ο μισός πληθυσμός είχε φύγει. Τίποτε δεν θύμιζε την πανέμορφη πόλη της Μαύρης Θάλασσας.
Εκεί ο Αδάμης Μητσοτάκης, συνάντησε έναν ηλικιωμένο Πόντιο, άνω των 90 ετών, ο οποίος θυμόταν έναν Κρητικό που είχε πάει εκεί πριν πολλά χρόνια και μάζευε τους πόντιους. Ήταν ο Καζαντζάκης. Του είπε δε χαρακτηριστικά: «Σε εκείνο το καράβι δεν πρόλαβα να μπω, αλλά σε τούτο θα ‘μπω…». Στη συνέχεια στήθηκε ένα αυτοσχέδιο «Προξενείο» στο σπίτι του ομογενούς Φίλιππου Τυρικίδη, στο κεντρικό Σοχούμι και ταχτοποιούσε τα ταξιδιωτικά έγγραφα 1.484 ατόμων. Πολλοί είχαν διαβατήρια που έγραφαν: «Βασίλειον της Ελλάδος» και τα οποία κρατούσαν ως Ευαγγέλιο. Και δεν ήσαν λίγοι αυτοί που εξορίστηκαν κι άλλοι έχασαν τη ζωή για αυτά τα διαβατήρια.
«Ο Ελληνικός Στρατός εκλήθη να σχεδιάσει μια ειδική επιχείρηση απεμπλοκής Ελλήνων που ζουν εκεί (σ.σ. Γεωργία/Σοχούμι) που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν όμηροι, όχι φυσικών προσώπων, αλλά των συγκυριών των εμφύλιων συρράξεων στην περιοχή εκείνη. Είναι μια επιχείρηση σε απόλυτη συνεργασία με φορείς του υπουργείου Εξωτερικών και του Γ.Ε.Ν.», θα δηλώσει για την επιχείρηση ο πλοίαρχος του Π.Ν. Βασίλειος Ντερτιλής. Στις 9/8/93 επέπλευσε από τον Πειραιά το ΕΓ/ΟΓ VISCOUNTESS M. της Marlines S.A. του εφοπλιστή Παναγιώτη Μαραγκόπουλου, ο οποίος λέγεται ότι για το ταξίδι αυτό δεν δέχθηκε να αποζημιωθεί.
Στο πλοίο επέβαιναν 20μελής ομάδα Πεζοναυτών των Ο.Υ.Κ. ως πλήρωμα, -οι οποίοι είναι εφοδιασμένοι με ναυτικά φυλλάδια- και κλιμάκιο του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών για την παροχή ιατρικής βοήθειας. Ήταν δε φορτωμένο με ανθρωπιστική βοήθεια. Πρώτος σταθμός η Λήμνος. Ανήμερα της εορτής της Παναγίας (15/8/1993) ξεκίνησε η τελευταία φάση της επιχείρησης. Στις 5:00 π.μ. (τοπική ώρα) η 10μελής ομάδα του Γ.Ε.ΕΘ.Α, που είχε φτάσει αεροπορικώς από την Αθήνα με επικεφαλής τον πλοίαρχο ΠΝ Ντερτιλή, εγκαταστάθηκε στο λιμάνι και προέβη στην οργάνωση του χώρου.
Σύμφωνα με το σχέδιο, το VISCOUNTESS M. που ήδη πλησίαζε τις ακτές της Υπερκαυκασίας, θα κατέπλεε στο λιμάνι του Σοχουμίου το ίδιο πρωί και θα έπρεπε να αποπλεύσει πριν νυχτώσει. Στο επιχειρησιακό κέντρο στην Ελλάδα (Αθήνα-Αλεξανδρούπολη) καθήκοντα συντονιστή εκτελούσε ο διπλωμάτης Αλέξης Χατζημιχάλης. Όταν με το πρώτο φως το VISCOUNTESS M. κατέπλευσε στο Σοχούμι ξεκίνησε αμέσως η εκφόρτωση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον πολιορκημένο πληθυσμό του Σοχουμίου, την οποία είχε υποσχεθεί η Ελληνική κυβέρνηση υπό μορφή ανταλλαγμάτων.
Η επιβίβαση των ομογενών μας, παρά τις ανησυχίες των τοπικών αξιωματούχων, εξελίχθηκε σύμφωνα με το σχέδιο χάρις στην βοήθεια των στελεχών του ΓΕΕΘΑ και των πεζοναυτών. «Την ώρα της επιβίβασης λες και είχα πάει 70 χρόνια πίσω κι είχα βρεθεί σε μια προκυμαία μιας ιωνικής πόλης, την ώρα που έφευγαν οι πρόσφυγες. Η αίσθηση ήταν μιας απόλυτης κατάρρευσης, μιας τρομερής και τελικής ήττας. Εκείνη την στιγμή τελείωνε ιστορικά η ελληνική παρουσία» θυμάται ο διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας κ. Βλάσης Αγτζίδης, που συμμετείχε στην επιχείρηση. Η επιβίβαση των 1.013 ομογενών είχε τελειώσει γύρω στις 5:00 μ.μ. Το πλοίο απέπλευσε αμέσως. Την ώρα δε που έκλεινε ο καταπέλτης του, «έκλεινε» ο κύκλος κι ενός πολιτισμού 140 ετών σε εκείνη τη γωνιά του Εύξεινου Πόντου.
Την επόμενη μέρα το πλοίο με τους Έλληνες του Πόντου άφησε την Μαύρη Θάλασσα και εισήλθε στο Βόσπορο. Ήταν μια γλυκιά ηλιόλουστη μέρα όταν κάποια στιγμή φάνηκε καθαρά το επιβλητικό περίγραμμα της Αγίας Σοφίας. Στο πρυμιό κατάστρωμα ένας ηλικιωμένος λυράρης έπιασε τη λύρα του. Έπαιξε και τραγούδησε το σκοπό της Άλωσης. Η συγκίνηση κι οι συμβολισμοί που ξεχείλιζαν εκείνη την ώρα έφερναν ένα κόμπο στο λαιμό. «Το πλοίο λοιπόν αυτό με τους πρόσφυγες, ήταν ουσιαστικά τα υπόλοιπα της Μικρασιατικής καταστροφής που δεν είχε ακόμη τελειώσει. Ακόμη και το 1993 ο ελληνισμός κατέβαζε πρόσφυγες μπροστά από την Αγιά Σοφιά προς τη βαλκανική Ελλάδα». θα πει χαρακτηριστικά ο κ. Αγτζίδης.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού όλα εξελίχθηκαν ομαλά. Το γκαράζ του πλοίου, ενώ δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ήταν γεμάτο μέχρι επάνω. Είχε, όσα πράγματα μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους οι 1.013 πρόσφυγες, μια ιστορία αιώνων, βάσανα πολλά και πόνο. Πόνος πολύς, για τον έναν ακόμη ξεριζωμό αυτού του λαού, από τις γενέθλιες γαίες του. Πριν ακόμη χαράξει στις 18/8/93 το VISCOUNTESS M. έδεσε στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Τους ομογενείς μας υποδέχθηκε εκ μέρους της κυβέρνησης η υφυπουργός Τσουδερού, ένα μικρό τιμητικό άγημα και λίγοι επίσημοι. Η κ. Τσουδερού θα πει αργότερα σε συνέντευξή της σχετικά με την επιχείρηση: «Δεν εύρισκες εύκολα πλοίο καθόσον για ένα τέτοιο ταξίδι δεν μπορούσες να το ασφαλίσεις. Το πλοίο θα προσέγγιζε σε εμπόλεμη ζώνη. […] Ήταν μεγάλη η αγωνία μας βεβαίως, κι εκεί που χρειαζόταν συνεχή επαφή, ήταν όταν περνούσανε το καράβι από τα Δαρδανέλλια. Δεν ξέραμε πως θα το αντιμετωπίσουν οι Τούρκοι. […] Για τους Έλληνες του Πόντου υπήρχε ένας μύθος: {…ότι θα έρθει ένα πλοίο από την Ελλάδα για να διασώσει τους προσφυγές που είχανε στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο περάσει στην Σοβιετική Ένωση…}. Αυτό το καράβι κι εμείς που τους υποδεχθήκαμε στην Αλεξανδρούπολη ήταν για κείνους η πραγμάτωση του μύθου αυτού».
Η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» απεγκλώβισε εγκαίρως τότε τους ομογενείς μας, αφού τον επόμενο μήνα το Σοχούμι κατελήφθη από τις αμπχαζιανές δυνάμεις με εκατόμβες νεκρών. Η επιτυχής έκβαση της επιχείρησης εξύψωσε το κύρος της Ελλάδας, τόσο στα μάτια της Ομογένειας, όσο και στον διεθνή πολιτικό περίγυρο. Η ελληνική αυτή επιχείρηση μεταδόθηκε από σημαντικά ξένα ΜΜΕ και έχει μπει στη διεθνή βιβλιογραφία. Ο ελληνικός Τύπος της εποχής, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν κάλυψε επαρκώς την επιχείρηση. Ίσως να αποτελεί εξήγηση το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο η πολιτική ζωή του τόπου κινείτο ανάμεσα σε συμπληγάδες, ειδικού τύπου συγκυβέρνησης και ειδικού δικαστηρίου. Ωστόσο οι ομογενείς μας από την Αμπχαζία, κατάφεραν να φτάσουν στην ιδεατή πατρίδα των προγόνων τους την Ελλάδα, που αποτελούσε τον κοινό παρανομαστή και το βασικό συστατικό της εθνικής τους ταυτότητας. Τα παιδιά τους, γαλουχημένα με το νόστο των γονιών τους, θα αναζητήσουν εδώ το καινούργιο ξεκίνημα για τη ζωή τους. Το ΕΙΥΑΠΟΕ αντιμετώπισε το πρόβλημα της ασφαλούς διαμονής στην Ελλάδα των προσφύγων, με την καταβολή επιδομάτων ανά οικογένεια για έναν ολόκληρο χρόνο. Συνολικά η επιχείρηση ξεπέρασε σε κόστος τα 100.000.000 δρχ. Οι ομογενείς εγκαταστάθηκαν στους νομούς Έβρου, Ροδόπης, Ξανθής και μικρός αριθμός στους νομούς Ημαθίας (Νάουσα) και Λάρισας (Στόμιο). Τέλος εκεί στη Θράκη θα βρει η κ. Βιργινία Τσουδερού και την «Ιθάκη» της -εκτός πολιτικής- καθώς το 1998 ίδρυσε μαζί με άλλους, το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης. Ένα μη κυβερνητικό και μη κερδοσκοπικό φορέα πολιτισμού κι εκπαίδευσης με πραγματικά πλούσια κι αξιοζήλευτη δράση μέχρι σήμερα.
– Διονύσης Καλαμβρέζος. Μικρό χρονικό της επιχείρησης απεγκλωβισμού των ομογενών από την εμπόλεμη Αμπχαζία, «Χρυσόμαλλο δέρας». / Οι άγνωστοι Έλληνες του Πόντου. – Εκδόσεις Κυριακίδη.
– Βλάσης. Αγτζίδης. α) Ο πόλεμος στην Αμπχαζία και οι συνέπειές του για την ελληνική κοινότητα. / Γεν. Γραμμ. Αποδ. Ελληνισμού – Αθήνα 1993. β) Επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» / Περιοδικό Ομογενειακό Βήμα. / τευχ.3 (1993).
– Τάσος Τέλλογλου. / Τηλεοπτική εκπομπή: «οι Νέοι Φάκελοι»/ Επιχείρηση: Χρυσόμαλλο Δέρας. / Σκάι TV
– Φωτεινή Τομαή. / Προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου Υπουργείου Εξωτερικών, «Η αποστολή στον Καύκασο» / Εφημερίδα Το Βήμα, (8/4/07).
– Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε. (αρχείο).
– Γαλλική εφημερίδα Le Monde (20/8/93).
Αρθρογραφεί επίσης στο ναυτιλιακό περιοδικό «Εφοπλιστής»